Γιατί η Μόσχα Λέει Όχι | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί η Μόσχα Λέει Όχι

Ένα Ζήτημα Ρωσικών Συμφερόντων, Όχι Ψυχολογίας
Η διεθνής συμπεριφορά της Ρωσίας κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας προβλημάτισε πολλούς Αμερικανούς παρατηρητές. Η άποψη της Ουάσιγκτον είναι πως οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι της εποχής μας (τρομοκρατία, μαζική παραγωγή πυρηνικών όπλων, κλιματική αλλαγή) είναι παγκόσμιοι και απειλούν όλες τις χώρες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιχείρησαν να οργανώσουν πολυμερείς αντιδράσεις. Μέχρι στιγμής, όμως, το Κρεμλίνο παραδόξως δεν ανταποκρίνεται. Επί χρόνια, οι Ρώσοι διαπραγματευτές προκαλούν σκόπιμες καθυστερήσεις στις προσπάθειες να υποχρεωθεί το Ιράν και η Κορέα σε εγκατάλειψη των πυρηνικών τους προγραμμάτων. Στο ίδιο διάστημα, η Μόσχα άσκησε οικονομικές και διπλωματικές πιέσεις προκειμένου να αποτρέψει τα γειτονικά της κράτη από την ένταξη στο ΝΑΤΟ, καθώς επίσης και από το να επιτρέψουν στα αμερικανικά στρατεύματα να χρησιμοποιήσουν τις βάσεις τους στον πόλεμο κατά των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Τον Αύγουστο του 2008, η Ρωσία εισέβαλε στη Γεωργία και απέσπασε δύο ορεινούς θύλακες από την επικράτειά της.

Πιο πρόσφατα, ορισμένοι διέγνωσαν ίχνη ομαλοποίησης στις αμερικανο-ρωσικές σχέσεις. Τον Ιούνιο, ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα και ο Ρώσος πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβέντεβ φλυάρησαν μασουλώντας χάμπουργκερ στην Ουάσιγκτον και ανακοίνωσαν ότι η σχέση των δύο χωρών τους μπαίνει σε φάση «επανεκκίνησης». Η Μόσχα υπέγραψε νέα συνθήκη για την αντικατάσταση της εκπνέουσας START (Strategic Arms Reduction Treaty) και υποστήριξε την απόφαση του ΟΗΕ για αυστηρές κυρώσεις κατά του Ιράν.

Αλλά, σε άλλους τομείς το Κρεμλίνο εξακολουθεί να απογοητεύει. Η Ρωσία συμφώνησε μόνο στην επιβολή κυρώσεων κατά του Ιράν, πράγμα που της επέτρεψε να συνεχίσει να πουλά στο Ιράν μονάδες πυρηνικής ενέργειας, αναπτύσσοντας -προφανώς- τον τομέα του αερίου και του πετρελαίου της. Πιο κοντά στη γειτονιά της, η Ρωσία διεξήγαγε στρατιωτικές ασκήσεις προσομοίωσης εισβολής στην Πολωνία και ανέπτυξε στην Αμπχαζία τελευταίας τεχνολογίας αντιαεροπορικούς πυραύλους.
ΤΟ ΡΩΣΙΚΟ ΥΠΕΡΕΓΩ
Προκειμένου να ερμηνεύσουν αυτήν τη συμπεριφορά, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι και σχολιαστές καταφεύγουν συνήθως στην ψυχολογία. Οι Ρώσοι, λένε, ενεργούν έτσι λόγω πληγωμένης υπερηφάνειας. Παρορμητικοί, συναισθηματικά ασταθείς και συχνά παρανοϊκοί, οι Ρώσοι εξαπολύουν επιθέσεις κατά των γειτόνων τους, σε μια προσπάθεια να αμβλύνουν τις πληγές της πρόσφατης ιστορίας και να εξάψουν τη χαμένη αίσθηση μεγαλείου.

Αν και όλοι οι ψυχολόγοι της Ουάσιγκτον αποδίδουν τους χειρισμούς της Ρωσίας στα συμπλέγματα των ηγετών της, εν τούτοις διαφέρουν μεταξύ τους ως προς την ακριβή διάγνωση. Ορισμένοι βλέπουν ως παιδιάστικη αντίδραση τον ρωσικό αρνητισμό απέναντι στην αμερικανική πολιτική. Στη δεκαετία του 1990, όταν οι Ρώσοι αξιωματούχοι εκδήλωναν σφοδρή αντίθεση στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, καθώς επίσης και την οργή τους για τον βομβαρδισμό της Σερβίας, κύκλοι στην Ουάσιγκτον εξέλαβαν τις αντιδράσεις τους ως συμπτώματα υστερίας. Το 1994 ο Ρώσος πρόεδρος Μπορίς Γέλτσιν υπενθύμισε στον Αμερικανό πρόεδρο Μπιλ Κλίντον ότι «το ΝΑΤΟ δημιουργήθηκε την εποχή του Ψυχρού Πολέμου» και προειδοποίησε ότι η διεύρυνσή του προς την Κεντρική Ευρώπη «σπέρνει τον σπόρο της δυσπιστίας». Αργότερα, ένας βοηθός του Λευκού Οίκου έγραψε ότι αυτό το σχόλιο «κλόνισε την εμπιστοσύνη του [Κλίντον] στη συναισθηματική, φυσική και πολιτική σταθερότητα του Γέλτσιν». Στη διάρκεια εκείνης της δεκαετίας, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι δαπάνησαν πολύ χρόνο στην προσπάθειά τους να καλμάρουν τα νεύρα των Ρώσων και να πείσουν τους ομολόγους τους ότι οι αμερικανικοί χειρισμοί λειτουργούν στην πράξη υπέρ των ρωσικών συμφερόντων. Μεταξύ τους, κάποιοι από αυτούς τους αξιωματούχους χαρακτήριζαν την προσπάθεια αυτή με το όνομα «χορήγηση της θεραπείας του σπανακιού».

Άλλοι πάλι αποδίδουν τον ρωσικό αρνητισμό σε ένα πληγωμένο εγώ. Ο Αμερικανός Richard Burt, πρώην διαπραγματευτής για τον έλεγχο των εξοπλισμών, υποστήριξε το 2006 ότι η πολιτική μεταρρύθμιση στη Ρωσία δεν είχε πιθανότητες επιτυχίας, λόγω του «αισθήματος ταπείνωσης και ήττας που πηγάζει από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου». Τον Αύγουστο του 2008 ο πόλεμος στη Γεωργία φάνηκε να επιβεβαιώνει αυτήν την υποψία : ένας σχολιαστής του Time απέδωσε τη ρωσική εισβολή σε «ξέσπασμα οργής»των ηγετών της «για τα χαμένα μεγαλεία». Στο Newsweek έγραψαν για την ψυχωσική απαίτηση των Ρώσων «να τους σέβονται».

Άλλη μία συνήθης διάγνωση είναι η παράνοια. Κοιτάζοντας τα πράγματα από αυτήν τη σκοπιά, η Ρωσία δεν έχει βάσιμο λόγο να αισθάνεται ότι απειλείται από την προώθηση του ΝΑΤΟ προς τα σύνορά της, από την εγκατάσταση αντιπυραυλικών συστημάτων στην Ανατολική Ευρώπη ή από την εχθρότητα ορισμένων γειτόνων της. Αντιθέτως, όταν η ρωσική ηγεσία αντιδρά με αρνητισμό απέναντι στην «πολύχρωμη επανάσταση» της Γεωργίας και της Ουκρανίας, ενδίδει σε «παρανοϊκή, επιθετική παρόρμηση», όπως δήλωσε η τότε Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Κοντολίζα Ράις. Ή, όπως έγραψε την άνοιξη του 2008, μήνες πριν από τον πόλεμο στη Γεωργία, ο Βούλγαρος πολιτικός αναλυτής Ιβάν Κραστόφ, «για να κατανοήσει κανείς γιατί το Κρεμλίνο αντιδρά όπως αντιδρά, θα πρέπει πρώτα να αναγνωρίσει το πόσο στοιχειωμένο είναι από την αβεβαιότητα και την παράνοια».

Τέλος, η ψυχρή στάση των Ρώσων ηγετών απέναντι στα αμερικανικά σχέδια θεωρείται μερικές φορές απότοκο της «νοοτροπίας του Ψυχρού Πολέμου», ή ανικανότητα απόρριψης παρωχημένων τρόπων σκέψης. Πριν από τη διάσκεψη κορυφής του 2009 στη Μόσχα, ο Ομπάμα διαμαρτυρήθηκε για το γεγονός ότι ο Ρώσος πρωθυπουργός Βλαντιμίρ Πούτιν είναι ακόμη « με το ένα πόδι στον παλιό τρόπο να κάνει δουλειές».

Καθεμία από τις ανωτέρω διαγνώσεις ζητά διαφορετική θεραπεία. Εάν το πρόβλημα της Ρωσίας είναι τα παιδιαρίσματα ή η σύγχυση, τότε οι Αμερικανοί αξιωματούχοι θα πρέπει να επαναλαμβάνουν τις θέσεις τους με ηρεμία αλλά και σταθερότητα, όσο συχνά απαιτείται, εξηγώντας πόσο αυτές θα ωφελήσουν και τη Ρωσία. Όσον αφορά τη συναισθηματική αστάθεια, η συνταγή είναι η ψυχοθεραπεία. Ο Κλίντον πίεζε τους βοηθούς διαπραγματευτές να ενισχύσουν ψυχολογικά τον Γέλτσιν ώστε να «απορροφήσει» και να «εσωτερικεύσει» τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ ως μια αναπόφευκτη πραγματικότητα, την οποία πρέπει απλώς «να συνηθίσει και να μάθει να ζει με αυτήν». Όσο για το εγώ που έχει τρωθεί, μερικοί προτείνουν μια αγωγή με άφθονη επίδειξη σεβασμού, ενώ άλλοι συνιστούν την αποσιώπηση των στοιχείων γοήτρου, που υποτίθεται ότι απολαμβάνουν οι αξιωματούχοι του Κρεμλίνου. Εάν οι Ρώσοι ηγέτες είναι παρανοϊκοί και παράλογα επιθετικοί, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να ενισχύσει τα πιθανά θύματά τους. Τέλος, αν οι πολιτικοί άνδρες του Κρεμλίνου είναι προσκολλημένοι στον ανταγωνισμό και σε ψυχροπολεμικό τρόπο σκέψης, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι θα πρέπει να στοιχηματίσουν στη νεότερη γενιά. Από εκεί πηγάζει και η συζήτηση που γίνεται στην Ουάσιγκτον περί στήριξης του πιο συμπαθούς Μεντβέντεφ αντί του Πούτιν.

Κατά τα τελευταία 20 χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες δοκίμασαν επανειλημμένως και με διάφορες παραλλαγές την ψυχολογική προσέγγιση της ρωσικής πολιτικής. Εντούτοις, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτό βοήθησε την Ουάσιγκτον στην επίτευξη των στόχων της. Αντιθέτως, φάνηκε να εξερεθίζει και να εξάπτει τον ανταγωνισμό των Ρώσων ηγετών, χωρίς να καθιστά τη συμπεριφορά τους πιο ευεπίφορη προς τους αμερικανικούς στόχους. Αυτή η προσέγγιση βασίζεται σε μεγάλη παρεξήγηση των ρωσικών κινήτρων. Ασφαλώς και οι ηγέτες της χώρας επιθυμούν να τους αντιμετωπίζουν με σεβασμό. Είναι, επίσης, αλήθεια ότι πολλοί Ρώσοι πολίτες αισθάνονται μειωμένοι από την καθίζηση του γοήτρου της χώρας τους και ότι η ρητορική του Κρεμλίνου συχνά απηχεί αυτό το απωθημένο. Ωστόσο, ο πραγματικός λόγος για τον οποίον οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν μη συνεργάσιμη τη Ρωσία σε αυτόν τον βαθμό, δεν κρύβεται στην ψυχολογία αλλά σε αντικειμενικούς στόχους εθνικού συμφέροντος.
ΤΙ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΣΧΑ
Σήμερα, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ελάχιστα κοινά συμφέροντα και ακόμη λιγότερες κοινές προτεραιότητες. Αλλά και εκεί όπου τα συμφέροντά τους συμπίπτουν κάπως, οι Ρώσοι ηγέτες συχνά εκφράζουν αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα της αμερικανικής στρατηγικής. Επιπλέον, παρατηρείται και μια ανισορροπία : ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες, ως παγκόσμια υπερδύναμη, έχουν ανάγκη τη βοήθεια της Ρωσίας για την αντιμετώπιση πολλών ζητημάτων, η Ρωσία χρειάζεται τις Ηνωμένες Πολιτείες για σχετικώς λίγα. Η βασική απαίτηση της Ρωσίας είναι απολύτως αρνητική : να σταματήσει η Ουάσιγκτον τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και την ενθάρρυνση αντι-ρωσικών κυβερνήσεων και μη κυβερνητικών οργανώσεων στην περιφέρειά της.

Η ρωσική εξωτερική πολιτική υπό τους Πούτιν και Μεντβέντεφ έχει διαμορφωθεί από τρεις αντικειμενικούς στόχους : τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης, ενίσχυση φιλικών καθεστώτων σε άλλα πρώην σοβιετικά κράτη και αποσόβηση της τρομοκρατίας στο εσωτερικό. Η άποψη της ρωσικής ηγεσίας είναι ότι η επιτυχία σε κάθε έναν από αυτούς τους τομείς είναι ζωτικής σημασίας για την διατήρηση της εξουσίας και της υποστήριξης στο εσωτερικό.

Πρώτη έρχεται η οικονομική ανάπτυξη. Το Κρεμλίνο αντιλαμβάνεται ότι στον σημερινό κόσμο η δύναμη βρίσκεται στην οικονομική ισχύ. Όπως διαπίστωνε ο ίδιος ο Πούτιν τον Φεβρουάριο του 2000, «δεν μπορεί να υπάρξει υπερδύναμη εκεί όπου βασιλεύει η αδυναμία και η φτώχια». Στο εσωτερικό της Ρωσίας, οι κυβερνώντες γνωρίζουν ότι οφείλουν τη δημοτικότητά τους στην αξιοσημείωτη ανάκαμψη της οικονομίας. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, ήταν κατώτερο των 7.000 δολαρίων το 1999 και αυξήθηκε σχεδόν στα 16.000 δολάρια το 2008 (περίπου στο επίπεδο της Ιρλανδίας του 1987 και της Πορτογαλίας του 1989).

Το πετρέλαιο και το αέριο έπαιξαν τον μεγαλύτερο ρόλο σε αυτήν τη ραγδαία οικονομική άνοδο. Σήμερα, οι υδρογονάνθρακες χρηματοδοτούν περίπου το ένα τρίτο του προϋπολογισμού της ρωσικής κυβέρνησης. Παρά το γεγονός ότι τόσο ο Πούτιν όσο και ο Μεντβέντεφ έχουν κάνει λόγο για εκσυγχρονισμό και διαφοροποίηση της οικονομίας, συνειδητοποιούν ότι η ευημερία της χώρας θα εξαρτηθεί, τουλάχιστον για την επόμενη δεκαετία, από τη διασφάλιση σταθερών αγορών και σχετικά υψηλών τιμών για το ρωσικό πετρέλαιο και αέριο. Δεδομένης της πρόσφατης ιστορίας, οι δύο άνδρες θα πρέπει να τρέμουν στο ενδεχόμενο πιθανής μεταβολής αυτών των συνθηκών, όχι μόνο για την ευημερία της χώρας τους αλλά και για τη διακύβευση της δικής τους πολιτικής επιβίωσης. Αν και η βουτιά που πραγματοποίησε η τιμή του πετρελαίου στις αρχές της δεκαετίας του 1990, δεν ήταν ο μόνος λόγος που οδήγησε στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης λίγα χρόνια αργότερα, υπήρξε πάντως σημαντικός. Αργότερα, όταν τον Ιούνιο του 1998 η τιμή του πετρελαίου βούλιαξε στα 9 δολάρια το βαρέλι, η Ρωσία αθέτησε τις δανειακές της υποχρεώσεις, δίνοντας το τελειωτικό χτύπημα στη φήμη των μεταρρυθμιστών του Γέλτσιν.

Δεν αποτελεί έκπληξη, ως εκ τούτου, το γεγονός ότι η εξάρτηση της Ρωσίας από τις εξαγωγές καυσίμων καθορίζει τον τρόπο με τον οποίον οι ηγέτες της βλέπουν τον κόσμο. Το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών πετρελαίου και αερίου της χώρας πηγαίνει στην Ευρώπη. Συνολικά, οι εισαγωγές από τη Ρωσία υπολογίστηκαν σε ένα χαμηλό ποσοστό περίπου της τάξεως του 18% της ενεργειακής κατανάλωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2007 (τελευταία φορά κατά την οποία υπήρξαν διαθέσιμα αναλυτικά στοιχεία). Ωστόσο, ορισμένες μεμονωμένες χώρες είναι πολύ πιο εξαρτημένες. Ενώ το 2007 η Γαλλία και η Γερμανία εισήγαγαν αντίστοιχα το 14% και 36% του αερίου τους από τη Ρωσία, τα ανάλογα στοιχεία για χώρες προς τα ανατολικά ήταν υψηλότερα : 48% για την Πολωνία, 92% για τη Βουλγαρία και 100% για τις χώρες της Βαλτικής. Ορισμένοι πιστεύουν ότι αυτές οι εμπορικές συναλλαγές εκθέτουν αυτές τις χώρες σε πολιτικές πιέσεις προερχόμενες από το Κρεμλίνο. Το 2008, ο Βρετανός πρωθυπουργός Γκόρντον Μπράουν προειδοποίησε ότι η Ευρώπη κινδύνευε να παγιδευτεί σε έναν «ενεργειακό κλοιό» από κράτη όπως η Ρωσία.

Εντούτοις, αν παρατηρήσει κανείς τα πράγματα πιο προσεκτικά, εντυπωσιάζεται από το γεγονός ότι η Ρωσία είναι εξαρτημένη από την ευρωπαϊκή αγορά και όχι το αντίστροφο. Η Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων και των χωρών της Βαλτικής, αποτελεί τον προορισμό για το 67% περίπου των ρωσικών εξαγωγών αερίου (άλλες πρώην σοβιετικές χώρες αγοράζουν το υπόλοιπο 33%). Ομοίως το 2007, το 69% των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου πήρε τον δρόμο για την Ευρώπη. Με δεδομένο το μέγεθος της εξάρτησης των εσόδων και του προϋπολογισμού της Ρωσίας από αυτό το εμπόριο, η απώλεια της ευρωπαϊκής πελατείας θα ήταν μια πραγματική συμφορά.

Είναι απολύτως κατανοητό το γιατί το Κρεμλίνο δεν ενθουσιάστηκε καθόλου με τα σχέδια κατασκευής ανταγωνιστικών αγωγών που θα προμηθεύουν την Ευρώπη με αέριο από την Κεντρική Ασία. Ο αγωγός Ναμπούκο, ο οποίος υποστηρίζεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες, έχει σχεδιαστεί για να μεταφέρει αέριο από το Αζερμπαϊτζάν (και πιθανώς κάποια μέρα από το Ιράν) στην Αυστρία, μέσω Τουρκίας και Ανατολικής Ευρώπης. Η Μόσχα θεωρεί το σχέδιο σοβαρή απειλή για την ευημερία της. Η κρατική εταιρεία αερίου της Ρωσίας, η Gazprom, προσπάθησε με ελιγμούς της να αποτρέψει την κατασκευή του Ναμπούκο, αγοράζοντας το αέριο που επρόκειτο αυτός να μεταφέρει, και προγραμματίζοντας την κατασκευή του ανταγωνιστικού αγωγού South Stream, ο οποίος πρόκειται να διασχίζει πολλές από τις ίδιες χώρες.

Ο τομέας της ενέργειας επηρεάζει, επίσης, τις σύνθετες σχέσεις της Ρωσίας με την Κίνα και τις χώρες της Κεντρικής Ασίας. Ο ρυθμός ανάπτυξης στην Κίνα αποτελεί υπόσχεση μιας διευρυμένης αγοράς για τις ρωσικές εξαγωγές ορυκτών. Εντούτοις, μέχρι τώρα η Κίνα έχει προκαλέσει την αντιπαράθεση μεταξύ Μόσχας και πετρελαιο-εξαγωγικών χωρών της Κεντρικής Ασίας, εκμεταλλευόμενη τον συναγωνισμό τους για να πετύχει τις καλύτερες συμφωνίες. Παρά το γεγονός ότι η Ρωσία δεν είναι ευτυχής να πουλά φθηνότερα από τους νότιους γείτονές της, εντούτοις προτιμά να έχει πελάτες στην Ασία, παρά να ρίχνει τη Gazprom στον ανταγωνισμό για την ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά. Οπωσδήποτε, καθώς η ευρωπαϊκή ζήτηση για ρωσική ενέργεια θα φθίνει μέσα στα επόμενα χρόνια, οι κινεζικές παραγγελίες θα αποβούν ζωτικής σημασίας για την κάλυψη του κενού. Έχοντας αυτό υπόψη, ο Μεντβέντεφ συναντήθηκε πέντε φορές πέρυσι με τον Κινέζο πρόεδρο Χου Τζιντάο και υπέγραψε μια σειρά νέων συμφωνιών τον Σεπτέμβριο του 2010.

Στην ενεργειακή πολιτική της Ρωσίας οι εθνικές προτεραιότητες συνυφαίνονται με τοπικιστικά συμφέροντα που εκφράζουν ανώτατοι αξιωματούχοι, οι οποίοι μετέχουν στα διοικητικά συμβούλια των μεγαλυτέρων επιχειρήσεων της χώρας και επιθυμούν να βλέπουν τις εταιρείες τους να κυριαρχούν στις αγορές και να εξασφαλίζουν αποκτήματα στο εξωτερικό, για να μην αναφέρουμε και τα ουσιαστικά οφέλη των φίλων τους από τη διοίκηση. Η αλήθεια είναι ότι η διαφθορά φαίνεται να αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα στον ενεργειακό τομέα της Ρωσίας. Σύμφωνα με τους φιλελεύθερους επικριτές του Πούτιν, Μπορίς Νεμτσόφ και Βλαντιμίρ Μιλόφ, το κόστος κατασκευής του αγωγού της Gazprom υπήρξε τόσο υψηλό (3 εκατομμύρια δολάρια ανά χιλιόμετρο αντί του ενός έως 1,5 εκατομμυρίου δολαρίων, που αποτελεί τον διεθνή μέσο όρο), που δεν μπορεί να εξηγηθεί από μόνη την ανεπάρκεια των διοικούντων.

Είναι ολοφάνερο ότι τα συμφέροντα των εσώτερων κύκλων του Κρεμλίνου και τα συμφέροντα των απλών Ρώσων δεν συμπίπτουν πάντα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ενεργειακή πολιτική της Μόσχας είναι απλώς και μόνο μια παραφυάδα διαφθοράς. Η εξάρτηση της Ρωσίας από τις εξαγωγές καυσίμων στην Ευρώπη θα ήταν εξίσου μεγάλη, ακόμη και αν στο Κρεμλίνο κυβερνούσαν ορκισμένοι δημοκράτες και επιμελείς δημόσιοι υπάλληλοι. Οι δημοκρατικοί Ρώσοι, εξάλλου, θα προτιμούσαν να βλέπουν τους Βουλγάρους να αγοράζουν το αέριό τους από την Gazprom και όχι από τους ανταγωνιστές της, αλλά και τους Λευκορώσους και τους Εσθονούς να πληρώνουν τις ίδιες υψηλές τιμές που χρεώνουν στους Γερμανούς και στους Ιταλούς.

Πρόσφατα, η βιομηχανία αερίου της Ρωσίας επλήγη από μια ακόμη πιο ανησυχητική εξέλιξη. Η παγκόσμια παραγωγή υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) απογειώθηκε, αυξάνοντας τα αποθέματα αερίου, την ίδια στιγμή που η οικονομική κρίση καταβύθιζε τη ζήτηση για το προϊόν. Ταυτόχρονα, νέες προοπτικές για την εξόρυξη αερίου εγκλωβισμένου σε κοιτάσματα αργιλικού σχιστολίθου, αύξησαν τις πιθανότητες να παράγει μόνη της η Ευρώπη, και μάλιστα πολύ σύντομα, τις ποσότητες αερίου που έχει ανάγκη. Ξαφνικά, λοιπόν, ένας πυλώνας της ρωσικής πολιτικής οικονομίας εμφανίζεται σαθρός.

Το δεύτερο κατά σειράν μείζον ζήτημα που απασχολεί τη Ρωσία, είναι η συμπάθεια των γειτονικών της κρατών. Αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη ευαισθησία τα 16 εκατομμύρια των ρωσικής καταγωγής πολιτών που διαμένουν στο μετα-σοβιετικό «κοντινό εξωτερικό». Σε περιπτώσεις που θεωρούνται ως άνιση μεταχείριση, όπως -για παράδειγμα- όταν η Εσθονία καθιέρωσε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 μια γλωσσική εξέταση που δυσκόλευε την απόκτηση ιθαγένειας για τους Ρώσους κατοίκους, η κοινή γνώμη ασκούσε πίεση στους ηγέτες του Κρεμλίνου να διαμαρτυρηθούν (αλλά να μη προχωρήσουν σε στρατιωτική δράση). Γενικότερα, η Μόσχα αντιτίθεται έντονα στην περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά. Αυτό, βέβαια, δεν εντυπωσιάζει κανέναν : δεν υπάρχει κράτος που θα καλοδεχόταν την επέκταση μιας παραδοσιακά εχθρικής στρατιωτικής συμμαχίας ως τα σύνορά του, ανεξαρτήτως του πόσο συχνά η συμμαχία διατύπωσε τον ειρηνικό χαρακτήρα των προθέσεών της.

Υπάρχουν, όμως, και ορισμένοι που διακρίνουν ένα ακόμη πιο απειλητικό σχέδιο στην εξωτερική πολιτική του Κρεμλίνου : να επιβάλει εκ νέου τη ρωσική ηγεμονία επί των πρώην σοβιετικών κρατών και πιθανώς σε ένα ακόμη μεγαλύτερο τμήμα της Ανατολικής Ευρώπης, με τη μέθοδο των οικονομικών και στρατιωτικών πιέσεων. Είναι αδύνατον να αποκλείσει κανείς εντελώς μια τέτοια πιθανότητα, εκτός αν έχει τον τρόπο να διαβάσει το μυαλό του Πούτιν. Εντούτοις, ελάχιστα είναι τα δείγματα περί ύπαρξης ενός τέτοιου επεκτατικού σχεδιασμού.

Από κάθε άποψη, η Ρωσία βρίσκεται σε διαδικασία γεωπολιτικής υποχώρησης κατά την τελευταία εικοσαετία. Αντί να διευρύνει την παρουσία της στο εξωτερικό, προχώρησε σε αποστρατιωτικοποιήσεις και σε απόσυρση των στρατευμάτων της πίσω στα σύνορά της. Στη δεκαετία του 1990 οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις απομακρύνθηκαν από την Ανατολική Ευρώπη και τα κράτη της Βαλτικής, με αποτέλεσμα το σύνολο των διοικουμένων από τη Μόσχα στρατιωτικών δυνάμεων να μειωθεί από 3,4 εκατομμύρια στρατιώτες σε περίπου ένα εκατομμύριο. Από τότε η Ρωσία εγκατέλειψε τις βάσεις της στην Κούβα και στο Βιετνάμ και μείωσε τα επίπεδα στρατιωτικής παρουσίας της στις πρώην σοβιετικές χώρες. Στα χρόνια που προηγήθηκαν του πολέμου του 2008 στη Γεωργία, ο Πούτιν έκλεισε τρεις στρατιωτικές βάσεις εκεί και μείωσε τον αριθμό των Ρώσων στρατιωτών στη χώρα από πέντε χιλιάδες σε χίλιους περίπου, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών.

Ένα καθεστώς που ακολουθεί πράγματι επεκτατική πολιτική, θα είχε λάβει πολύ διαφορετικά μέτρα. Θα είχε υποκινήσει τους Ρώσους εθνικιστές στις παραμεθόριες περιοχές των κρατών της Βαλτικής, στην ανατολική Ουκρανία ή στην Κριμαία, και θα είχε στείλει ρωσικό στρατό για να τους ενισχύσει. Στη Γεωργία, μια ρεβιζιονιστική Ρωσία θα είχε προ πολλού προσαρτήσει την Αμπχαζία και τη νότια Οσετία, προτού ο Γεωργιανός πρόεδρος Μιχαήλ Σαακασβίλι αποδυθεί σε ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων μετά την ανάληψη της εξουσίας το 2004. Πολλοί δυτικοί κύκλοι δήλωναν ότι η εισβολή της Ρωσίας στη Γεωργία το 2008 φάνηκε να επιβεβαιώνει τη σφοδρή επιθυμία του Κρεμλίνου για απόκτηση γης. Αν, όμως, οι ηγέτες του Κρεμλίνου επιζητούσαν την επέκταση, σίγουρα θα είχαν διατάξει τον στρατό τους να προχωρήσει στην Τιφλίδα και να καθαιρέσει τον Σαακασβίλι, εγκαθιστώντας μια πιο φιλική κυβέρνηση. Ή τουλάχιστον, οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις θα είχαν αποκτήσει τον έλεγχο των αγωγών πετρελαίου και αερίου που διασχίζουν τη Γεωργία. Στην πραγματικότητα, όμως, άφησαν τους αγωγούς στην ησυχία τους και γρήγορα υποχώρησαν στα ορεινά.

Οι πρόσφατες προσπάθειες τις Μόσχας να ασκήσει επιρροή στους γείτονές της δεν υπήρξαν ιδιαίτερα επιτυχείς. Η Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών, ένας περιφερειακός συντονιστικός φορέας, που λέγεται ότι αποτελεί όργανο της ρωσικής κυριαρχίας, φαίνεται να διαλύεται, αφού μόλις έξι από τους έντεκα προέδρους καταδέχθηκαν να παρευρεθούν στην τελευταία του συνεδρίαση, η οποία διήρκεσε μόλις 30 λεπτά. Ούτε καν ο Αλεξάντρ Λουκασένκο, ο δικτάτορας της Λευκορωσίας, ο οποίος υποτίθεται ότι είναι προστατευόμενος της Μόσχας, θα δεχόταν να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Αμπχαζίας και της νότιας Οσετίας. Στο Κιργιστάν , ο πρόεδρος Κουρμπανμπέκ Μπακίγιεφ αθέτησε την υπόσχεσή του προς τη Μόσχα να κλείσει την αμερικανική βάση στη χώρα του. Ελάχιστοι στενοχωρήθηκαν στη Μόσχα όταν διαδηλωτές ανάγκασαν σε παραίτηση τον Μπακίγιεφ λίγους μήνες μετά, αλλά ο Λουκασένκο τον κάλεσε αμέσως στο Μινσκ, γεγονός που εξόργισε το Κρεμλίνο.

Άραγε, η εξάρτηση από το ρωσικό αέριο προσέδωσε στη Μόσχα πολιτική επιρροή σε χώρες της Δύσης ; Δεν υπάρχουν τέτοια δείγματα. Θα περίμενε κανείς ότι οι πλέον εξαρτημένες χώρες θα ήταν και οι πλέον ευπειθείς. Στην πραγματικότητα, είναι αυτά ακριβώς τα κράτη (Τσεχική Δημοκρατία, Εσθονία, Πολωνία) που επίμονα επεδίωξαν να ερεθίσουν τη μύτη της αρκούδας. Μέσα σε λίγα χρόνια, χώρες που βασίζονται στη Ρωσία για το σύνολο ή μεγάλο μέρος των αναγκών τους σε πετρέλαιο και αέριο, προσχώρησαν στο ΝΑΤΟ, δέχθηκαν στο έδαφός τους αμερικανικές αντιπυραυλικές συστοιχίες και άσκησαν κριτική στη ρωσική πολιτική. Οι λιγότερο εξαρτώμενοι Δυτικο-ευρωπαίοι, Γερμανοί και Ιταλοί, ήταν εκείνοι που φάνηκαν πιο φιλικοί προς το Κρεμλίνο, με το να μη δείξουν -για παράδειγμα- ενθουσιασμό για την τόσο εσπευσμένη προσχώρηση της Γεωργίας και της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.

Ορισμένοι θεωρούν ως πολιτική εκφοβισμού τις περιοδικές απόπειρες της Gazprom να αυξήσει τις τιμές του αερίου που πληρώνουν η Λευκορωσία, η Γεωργία, η Ουκρανία και άλλες χώρες. Παρά το γεγονός ότι υπήρχε πολιτικό υπόβαθρο σε ορισμένες από αυτές τις διαφωνίες, παραμένει γεγονός ότι επί χρόνια η Ρωσία πουλούσε πετρέλαιο σε χώρες τις οποίες θεωρεί εχθρικές, σε τιμή πολύ χαμηλότερη από εκείνη που χρέωνε σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Το 2005 η Ρωσία πούλησε αέριο στους Πορτοκαλί Επαναστάτες της Ουκρανίας προς 52 δολάρια ανά χιλιάδες κυβικά μέτρα (ΧΚΜ), ενώ στη Γερμανία προς 197 δολάρια ανά ΧΚΜ. Το μεταφορικό κόστος μπορεί να εξηγεί εν μέρει αυτήν τη διαφορά. Αλλά η Ρωσία εξακολουθούσε μέχρι πρόσφατα να προμηθεύει με αέριο τα κράτη της Βαλτικής με τιμή μικρότερη (90-95 δολάρια ανά ΧΚΜ) από εκείνη που χρέωνε τη Φινλανδία (148 δολάρια ανά ΧΚΜ).

Το γιατί η Ρωσία πουλά με τέτοια έκπτωση αέριο στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και στην πρώην Σοβιετική Ένωση, δεν είναι απολύτως σαφές. Στα κίνητρα της Gazprom μπορεί να περιλαμβάνεται και μια λογική διαφοροποίησης των τιμών : ένα έξυπνο μονοπώλιο οφείλει να λάβει υπόψη την ικανότητα πληρωμής των διαφόρων πελατών του. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Gazprom αύξησε δραματικά τις τιμές της για τα κράτη της Βαλτικής και κατόπιν τις μείωσε πάλι, όταν η ζήτηση έπεσε κατά τα δύο-τρίτα. Εν μέρει, η Gazprom έλπιζε να ανταλλάξει την πολιτική χαμηλών τιμών με τη δίκαιη χρήση των αγωγών και των συστημάτων διανομής, ώστε να διασφαλίσει τη μελλοντική ζήτηση. Οι Ρώσοι ηγέτες ενδέχεται να σκέφθηκαν πως το φθηνό αέριο θα βελτίωνε τις σχέσεις με τις ευνοημένες χώρες ή τουλάχιστον θα απέτρεπε εκρηκτικές μάχες. Λαμβάνοντας υπόψη τα ελάχιστα κέρδη της Ρωσίας από αυτές τις παραχωρήσεις της στις τιμές, δεν θα πρέπει να εκπλήσσει η από πλευράς του Κρεμλίνου αναθεώρηση αυτής της πολιτικής.

Πράγματι, το συμπέρασμα που εξάγεται από τους πρόσφατους πολέμους του αερίου, είναι σχεδόν το αντίθετο από εκείνο που διατύπωναν οι περισσότεροι σχολιαστές. Αντί να αποτελέσει επίδειξη πολιτικής ισχύος, το κλείσιμο της στρόφιγγας προς την Ουκρανία απέδειξε πόσο μικρή είναι η πολιτική επιρροή που ασκεί η Μόσχα. Μια διατάραξη στον εφοδιασμό των Δυτικο-ευρωπαίων πελατών που πληρώνουν ακριβά, δεν θα ήταν παρά μια πράξη απελπισίας. Εξάλλου, η συνέχιση των πωλήσεων της Μόσχας στην Ευρώπη (που είναι μια αγορά υψηλών αναγκών), εξαρτώνται από την ευρωπαϊκή εμπιστοσύνη στην ικανότητα της Ρωσίας να εξασφαλίζει απρόσκοπτα τη ροή φυσικού αερίου. Το ότι το Κρεμλίνο έπρεπε να αυτοπυροβοληθεί στο πόδι για να τραβήξει την προσοχή του Κιέβου, φανερώνει τα περιορισμένα όρια των εκβιαστικών επιλογών του.

Ο τρίτος καίριος στόχος της Ρωσίας είναι η πρόληψη της τρομοκρατίας στο εσωτερικό της χώρας. Δεν είναι εδώ η κατάλληλη στιγμή να κάνουμε ανασκόπηση της θλιβερής ιστορίας των ρωσικών στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Τσετσενία. Αρκεί να πούμε ότι σήμερα η Ρωσία αντιμετωπίζει σοβαρή τρομοκρατική απειλή από τον ισλαμικό φονταμενταλισμό με έδρα τον νότιο Καύκασο. Το Κρεμλίνο είναι αποφασισμένο να περιορίσει την εξωτερική υποστήριξη που δέχονται αυτές οι ομάδες, μια μέριμνα που επηρεάζει την πολιτική του στο Αφγανιστάν, στο Ιράν και στην Κεντρική Ασία.

Το γεγονός ότι οι πολιτικές του Κρεμλίνου διαπνέονται από αποφασιστικότητα, δεν σημαίνει ότι πάντα σχεδιάζονται και εφαρμόζονται έξυπνα. Στο μέτωπο της οικονομίας, η κυβέρνηση επιτρέπει να ρέουν εκατομμύρια δολάρια σε προγράμματα που φαίνονται καταδικασμένα, στην προσπάθειά της, για παράδειγμα, να αυξήσει τις τιμές των μετοχών με κρατικές αγορές ή να σώσει τη σαραβαλιασμένη αυτοκινητοβιομηχανία Auto VAZ. Οι πιο πρόσφατες επενδύσεις της Μόσχας σε υψηλή τεχνολογία ενδέχεται να αποδώσουν κάτι αξιόλογο. Το πιθανότερο είναι, όμως, ότι θα εκθρέψουν μια νέα γενιά λευκών ελεφάντων. Μέχρι τώρα, το Κρεμλίνο υπήρξε διστακτικό στην εφαρμογή εκείνων των μέτρων που στην πραγματικότητα θα ήταν αποτελεσματικότερα για την προώθηση μιας ταχείας ανάπτυξης, δηλαδή μεταρρυθμίσεων στην εφαρμογή των νόμων και στη δικαιοσύνη, καθώς επίσης και φρένο στη διαφθορά. Όσον αφορά τις σχέσεις με τη Δύση, μερικές φορές οι Ρώσοι αξιωματούχοι δείχνουν αποφασισμένοι να ρίξουν λάδι στη φωτιά της ρωσο-φοβίας. Εάν, όπως πολλοί πιστεύουν, η δηλητηρίαση του επικριτή του Πούτιν, Αλεξάντρ Λιτβινένκο, το 2006 στο Λονδίνο, πραγματοποιήθηκε κατ’ εντολήν του Κρεμλίνου, δυσκολεύεται κανείς να αξιολογήσει το όφελος που θα είχε η Μόσχα από τη δολοφονία σε σχέση με τον κίνδυνο να βλάψει τη διεθνή εικόνα της Ρωσίας και τις σχέσεις της με το Ηνωμένο Βασίλειο.

Στη Ρωσία, όπως και αλλού, οι πολιτικές δημιουργούνται από τις προσωπικότητες. Ο Πούτιν εντυπωσιάζει τους παρατηρητές ως προσωπικότητα έντονα ανταγωνιστική, που ενίοτε προκαλεί απογοήτευση, όπως -για παράδειγμα- όταν το 2009 δήλωσε πως η Ρωσία δεν πρόκειται να ενταχθεί στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου παρά μόνο μαζί με τη Λευκορωσία και το Καζακστάν (και ύστερα το πήρε πίσω). Ωστόσο, τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν εξαίρεση. Σε γενικές γραμμές, οι πολιτικές της Ρωσίας είναι αποφασιστικές, προσεκτικές και, ακόμη και όταν αποβαίνουν άστοχες, δεν παύουν να διέπονται από λογική ακολουθία. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι το κατά πόσον οι στόχοι που υπάρχουν πίσω από αυτές τις πολιτικές, μπορούν να προσφέρουν στην πράξη συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
ΑΣΥΜΠΤΩΤΟΙ ΣΤΟΧΟΙ
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους ως εκείνον του παγκόσμιου ηγέτη και οι υφιστάμενες προκλήσεις, όπως τις βλέπει Ουάσιγκτον, είναι ανησυχητικές. Στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ και στο Πακιστάν, οι εξεγερμένοι ισλαμιστές απειλούν να καταλάβουν την εξουσία και να προσφέρουν ασφαλές καταφύγιο στους τρομοκράτες. Η αποτροπή διάδοσης των πυρηνικών όπλων δεν υπήρξε ποτέ τόσο δύσκολη υπόθεση, καθώς το Ιράν πλησιάζει στην κατασκευή πυρηνικής βόμβας και η Νότιος Κορέα απορρίπτει τον αφοπλισμό (για την ακρίβεια, ο Ομπάμα απηύθυνε έκκληση για έναν κόσμο χωρίς πυρηνικά). Στις υπόλοιπες αμερικανικές προτεραιότητες περιλαμβάνονται η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, η διασφάλιση ενεργειακών αποθεμάτων και η στήριξη της παγκόσμιας οικονομικής ανάκαμψης.

Εξαιτίας της γεωγραφικής θέσης της Ρωσίας, της πυρηνικής της ισχύος, των ιστορικών σχέσεών της με βασικές χώρες, του βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και του ρόλου της ως μείζονος εξαγωγού ενέργειας και ως αρχηγού του μεγαλύτερου στρατού στην Ευρώπη, η Μόσχα είναι σε θέση είτε να επικουρήσει είτε να περιπλέξει την επιδίωξη των αμερικανικών στόχων. Μέχρι πρόσφατα, οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ έπρεπε να μεταφέρουν βορείως του Πακιστάν, μέσω του περάσματος Κιμπέρ, το μεγαλύτερο μέρος των εφοδίων τους για τον πόλεμο κατά των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Ωστόσο, αυτός ο δρόμος δεν ήταν κατάλληλος γι’ αυτόν τον όγκο υλικού και οι εφοδιοπομπές έπεφταν συχνά σε ενέδρες κατά τη διαδρομή. Η συμφωνία της Ρωσίας το 2008 να επιτρέψει στο ΝΑΤΟ τη μεταφορά πολεμικού υλικού νοτίως με το σιδηροδρομικό της δίκτυο ή μέσω του εναερίου χώρου της, προσέφερε μια αναγκαία εναλλακτική λύση.

Η Μόσχα θα μπορούσε, επίσης, να διαδραματίσει θετικό ρόλο στην προσπάθεια περιστολής των πυρηνικών φιλοδοξιών του Ιράν. Εδώ και χρόνια, οι Ρώσοι πυρηνικοί επιστήμονες ανέπτυξαν στενή επαφή με τους Ιρανούς ομολόγους τους. Αυτές οι σχέσεις θα μπορούσαν να συμβάλουν στο περιθώριο των συμβιβαστικών διαπραγματεύσεων. Και κάτι πιο σημαντικό, η ρωσική συναίνεση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι αναγκαία για τυχόν περαιτέρω κυρώσεις ή για τη νομιμοποίηση άλλων προτάσεων άσκησης πιέσεων. (Τον Ιούνιο η Ρωσία συμφώνησε σε μια νέα δέσμη κυρώσεων, αλλά μόνο σε εκείνες που -κατά τα φαινόμενα- προστάτευαν τα εμπορικά συμφέροντά της στην περιοχή).

Η ψήφος της Μόσχας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι επίσης ζωτικής σημασίας για την ενδεχόμενη συντονισμένη δράση που θα αποσκοπεί στον περιορισμό του πυρηνικού προγράμματος της Νοτίου Κορέας. Γενικότερα, βέβαια, οι περαιτέρω συμφωνίες πυρηνικού αφοπλισμού είναι αδύνατες χωρίς τη συμμετοχή της Ρωσίας. Κανένα πρόγραμμα για τη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί να αγνοήσει τη μόλυνση που προκαλεί η ρωσική βιομηχανία. Και τελευταίο, αν και αυτό δεν είναι τόσο σημαντικό, τα αποθέματα της Ρωσίας σε δολάρια και αμερικανικά ομόλογα δίνουν στη Μόσχα μια -έστω και μικρή- πιθανότητα να επηρεάζει την τιμή του δολαρίου.

Έχει, όμως, η Ρωσία ανάγκη την Ουάσιγκτον, προκειμένου να πετύχει τους στόχους της ; Η πιο σύντομη απάντηση είναι όχι. Ως καταναλωτής της ρωσικής ενέργειας, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι υπολογίσιμη δύναμη : στη διάρκεια των τελευταίων πέντε χρόνων, οι Ηνωμένες Πολιτείες αγόρασαν μόνο 2% έως 4% των ρωσικών εξαγωγών αργού πετρελαίου και σχεδόν καθόλου αέριο. Στην πραγματικότητα, τα αμερικανικά και τα ρωσικά ενεργειακά συμφέροντα ως επί το πλείστον συγκρούονται. Η εξόρυξη αερίου αργιλικού σχιστολίθου στις Ηνωμένες Πολιτείες αποδέσμευσε φορτία LNG προς την Ευρώπη, ασκώντας πίεση στις τιμές. Η Ουάσιγκτον, πρόθυμη να απογαλακτίσει τους Ευρωπαίους εταίρους της από τη ρωσική εξάρτηση, ευνοεί την κατασκευή ανταγωνιστικών αγωγών, όπως τον Ναμπούκο. Και μακροπρόθεσμα, οι αμερικανικές προσπάθειες να μειωθεί η εγχώρια ζήτηση για ορυκτά καύσιμα, θα οδηγήσει σε πτώση της παγκόσμιας τιμής του πετρελαίου, ενός προϊόντος από το οποίο η Μόσχα εξαρτάται.

Γενικότερα, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ελάχιστα κοινά συμφέροντα. Το 1995, το 6% των ρωσικών εξαγωγών πήρε τον δρόμο για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μέχρι το 2009, το ποσοστό αυτό κινήθηκε στο 3%, εκπροσωπώντας εξαγωγές μικρότερες από εκείνες προς την Πολωνία. Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες εφοδιάζουν τη Ρωσία με μόλις 5% των εισαγωγών της τελευταίας. Το αμερικανικό μερίδιο στη ροή κεφαλαίων προς τη Ρωσία είναι, επίσης, άνευ σημασίας. Το 1995, το 28% του συνόλου των εισροών ξένων επενδύσεων στη Ρωσία προήλθε από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μέχρι το 2010, αυτό το μερίδιο έπεσε στο 2,5%. Από τότε, ο όγκος των ρωσικών επενδύσεων στην αμερικανική οικονομία έγινε μεγαλύτερος από εκείνον των αμερικανικών επενδύσεων στη Ρωσία.

Η οικονομική αποδέσμευση της Ρωσίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες συνέπεσε χρονικά με την ανάπτυξη των δεσμών της με την Ευρώπη και την Κίνα. Το 2009, στην Ευρώπη αναλογούσε το 52% των ρωσικών εξαγωγών και το 45% των εισαγωγών της. Άλλο ένα 14% των ρωσικών εισαγωγών προερχόταν από την Κίνα, ποσοστό ανεβασμένο σε σχέση με το 2% του 1995. Αν και οι τρέχουσες ρωσικές εξαγωγές στην Κίνα κινούνται σε ποσοστό μικρότερο του 6% επί του συνόλου, ο αριθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί, ακολουθώντας τον ρυθμό ανόδου της κινεζικής ζήτησης για πρώτες ύλες. Το μερίδιο της Ευρώπης σε ξένες επενδύσεις στη Ρωσία, αυξήθηκε από το 41% το 1995 στο 71% το 2010, αν και μεγάλο μέρος αυτού αποτελεί ρωσικό πλούτο επαναπατρισθέντα από την Κύπρο, το Λουξεμβούργο και την Ελβετία.

Στο πλαίσιο του εκσυγχρονιστικού της προγράμματος η Μόσχα είναι βέβαιο ότι θα καλοδεχόταν αύξηση των αμερικανικών ιδιωτικών επενδύσεων. Σε επίσκεψή του στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2010, ο Μεντβέντεφ φρόντισε να επισκεφθεί το MIT και τη Silicon Valley. Ωστόσο, οι συνεργασίες με αμερικανικές επιχειρήσεις δεν είναι καθόλου απαραίτητες και, προς το παρόν, κοινές επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας με χώρες της Δυτικής Ευρώπης είναι πιθανόν να μετρούν περισσότερο. Το 2009, το 61% των εμπορικών συμφωνιών της Ρωσίας για εισαγωγή εξοπλισμού και υπηρεσιών υψηλής τεχνολογίας, πραγματοποιήθηκαν με εταίρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των αμερικανικών επιχειρήσεων ήταν 11%). Βραχυπρόθεσμα, η ρωσική ανάπτυξη θα εξαρτηθεί περισσότερο από την αντιγραφή και την εφαρμογή αμερικανικών καινοτομιών, παρά από τη συνεργασία με Αμερικανούς επιστήμονες για τη δημιουργία νέων.

Σε τομείς όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να βοηθήσουν τη Ρωσία, όπως να την υποστηρίξουν στην προσπάθειά της να ενταχθεί στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, τα ρωσικά συμφέροντα είναι μικτά. Η συμμετοχή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου θα ευνοήσει ορισμένους τομείς, όπως τα μη σιδηρούχα μέταλλα, ενώ θα πλήξει άλλους, όπως τα αυτοκίνητα. Κατά συνέπεια, αν και η Ρωσία ενδέχεται να αποκομίσει συνολικά κέρδη, ορισμένοι κύκλοι στη Μόσχα παραμένουν επιφυλακτικοί.

Όσον αφορά τον δεύτερο βασικό στόχο της Ρωσίας, την προώθηση φιλικών καθεστώτων στα γειτονικά της κράτη, το Κρεμλίνο δεν αναμένει την αμερικανική συνδρομή. Θα προτιμούσε να σταματήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες να παρεμβαίνουν με τρόπους τους οποίους δεν κρίνει εποικοδομητικούς. Από την άλλη πλευρά, η Ουάσιγκτον θεωρεί τις προσπάθειες της Μόσχας να επηρεάσει την εξωτερική πολιτική και την εσωτερική πολιτική κατάσταση των γειτόνων της, ως παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας τους. Αντιδρώντας, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενίσχυσαν οικονομικά τις πολύχρωμες επαναστάσεις, που ανέβασαν στην εξουσία αντι-ρωσικές ηγεσίες στην Ουκρανία και στο Κιργιστάν, και άσκησαν πίεση για την ταχεία ένταξη της Γεωργίας και της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Παρά το γεγονός ότι αυτές οι κινήσεις περιορίστηκαν υπό τη διακυβέρνηση Ομπάμα, η Ουάσιγκτον παραμένει δεσμευμένη, όσον αφορά την Τιφλίδα και το Κίεβο, για την προγραμματισμένη συμμετοχή τους στο ΝΑΤΟ, ενώ ο αμερικανικός στρατός εξακολουθεί να διεξάγει κοινές ασκήσεις με καθεστώτα που η Μόσχα κρίνει ως εχθρικά, όπως αυτό της Γεωργίας. Ως προς το ζήτημα του «κοντινού εξωτερικού» της Ρωσίας, εκεί η Ουάσιγκτον και η Μόσχα διατηρούν απόψεις εκ διαμέτρου αντίθετες και δεν προβλέπεται συνεργασία μεταξύ τους.

Τέλος, η δυσπιστία και οι αποκλίνουσες προσεγγίσεις περιορίζουν το έδαφος για συνεργασία στον αγώνα της Ρωσίας κατά της ισλαμικής τρομοκρατίας. Παρά το γεγονός ότι ούτε η Ουάσιγκτον ούτε η Μόσχα επιθυμούν να δουν τη Τζιχάντ να ενισχύεται στον βόρειο Καύκασο, οι απόψεις τους για το υφιστάμενο πρόβλημα διαφέρουν σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι συζητήσεις παράγουν μόνον εκνευρισμό. Εκεί όπου πολλοί στην Ουάσιγκτον βλέπουν αντίσταση που πυροδοτείται από ανεξέλεγκτες καταχρήσεις των τοπικών αξιωματούχων, το Κρεμλίνο βλέπει «πόλεμο κατά του τρόμου». Ο Πούτιν δεν αντιλαμβάνεται γιατί η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες χορήγησαν πολιτικό άσυλο στον Αχμέντ Ζακάγιεφ και τον Ιλίας Αχμάντοφ, δύο Τσετσένους ηγέτες τους οποίους θεωρεί απεσταλμένους τρομοκρατικού κινήματος.

Με πολύ λίγες εξαιρέσεις, η Ρωσία δεν χρειάζεται ούτε επιθυμεί βοήθεια από την Ουάσιγκτον για την επίτευξη των βασικών στόχων της. Αυτό που θα εκτιμούσε από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών, θα ήταν να πάψουν να παρεμβαίνουν στα ζητήματα των γειτόνων της, να σταματήσουν τη στρατιωτικοποίηση των κρατών της μεθορίου της και να απέχουν από την υπονόμευση της θέσης της Ρωσίας στις ενεργειακές αγορές.
ΛΟΓΙΚΗ ΑΜΦΙΘΥΜΙΑ
Παρ’ όλα αυτά, η Ρωσία ενδεχομένως εξακολουθεί να ελπίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πετύχουν στις προσπάθειες για την επίτευξη των διεθνών στόχων τους. Για παράδειγμα, το Κρεμλίνο δεν έχει καμία επιθυμία να δει το Αφγανιστάν να ελέγχεται από τους Ταλιμπάν. Μια πιθανή νίκη των ριζοσπαστών ισλαμιστών στην περιοχή θα μπορούσε να ενθαρρύνει εξεγέρσεις απανταχού της Κεντρικής Ασίας και να ενδυναμώσει τα τρομοκρατικά δίκτυα του βορείου Καυκάσου. Ωστόσο, οι Ρώσοι αξιωματούχοι δεν είναι βέβαιοι για την ικανότητα του ΝΑΤΟ να νικήσει τους Ταλιμπάν ή τουλάχιστον να επιβάλει μια σταθερή διευθέτηση. Αξιολογώντας την κατάσταση μετά την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων, το Κρεμλίνο δεν επιθυμεί να δεσμευτεί τώρα με θέσεις που θα καταστήσουν αδύνατη τη συνεννόηση με τους μελλοντικούς ηγέτες της Καμπούλ. Η Μόσχα γνωρίζει, επίσης, ότι ένα κάποιο επίπεδο έντασης είναι αναγκαίο για να κρατά τους νότιους γείτονές της υπό έλεγχο. Όταν αισθάνονται ότι απειλούνται από τους Ταλιμπάν, οι ηγέτες της Κεντρικής Ασίας είναι πιο πρόθυμοι να συνεργαστούν με τον καθοδηγούμενο από τη Μόσχα Οργανισμό Συμφώνου για τη Συλλογική Ασφάλεια, και να καλωσορίσουν τη ρωσική στρατιωτική παρουσία στην περιοχή. Παράλληλα, η Μόσχα προβληματίζεται σχετικά με τον πρόσφατο χείμαρρο αφγανικής ηρωίνης στα σύνορά της. Η παραγωγή οπίου διπλασιάστηκε από την εποχή της εισβολής του ΝΑΤΟ, και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η κοινή γνώμη στη Ρωσία είναι πολύ πιο δυσαρεστημένη, από ό,τι ο Πούτιν και ο Μεντβέντεφ, με τη βοήθεια που παρέχεται προς το ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν.

Η περίπτωση του Ιράν προκαλεί επίσης μια σειρά περίπλοκων υπολογισμών. Η Μόσχα θα προτιμούσε να μη δει την Τεχεράνη να αναπτύσσει πυρηνικά όπλα. Εντούτοις, πολλοί Ρώσοι αξιωματούχοι εκφράζουν αμφιβολίες για το αν ακόμη και οι πιο σκληρές οικονομικές κυρώσεις (με πλήρη υποστήριξη από τη Ρωσία), θα εμποδίσουν αυτό το αποτέλεσμα. Εν τω μεταξύ, η Ρωσία έχει οικονομικά συμφέροντα στο Ιράν, τα οποία θα διακυβεύσει με πολύ μεγάλο κόστος. Οι εξαγωγές της στη χώρα αυτή, αυξήθηκαν από 250 εκατομμύρια δολάρια το 1995 σε 3,3 δισεκατομμύρια δολάρια το 2008. Η Μόσχα αποσκοπεί σε συμβάσεις για την κατασκευή και άλλων σταθμών πυρηνικής ενέργειας, ελπίζει να αναπτύξει τους τομείς του πετρελαίου και του αερίου, αλλά και να εφοδιάσει το Ιράν με σύγχρονα όπλα. Από την άλλη, είναι εντελώς απρόθυμη να δικαιολογήσει τους ριζοσπάστες της Τεχεράνης για την υποκίνηση ταραχών στον βόρειο Καύκασο.

Μια επίλυση της σύγκρουσης μεταξύ Τεχεράνης και Ουάσιγκτον θα απειλούσε τα εμπορικά και στρατηγικά συμφέροντα της Ρωσίας. Οι δυτικές επενδύσεις πιθανώς να συνέρρεαν στους τομείς πετρελαίου και αερίου του Ιράν, ανταγωνιζόμενες τις ρωσικές πολυεθνικές. Η άρση των κυρώσεων και η υποχώρηση των εντάσεων, θα συμπίεζαν τις τιμές του αργού πετρελαίου. Νέοι αγωγοί ενδέχεται να κατασκευαστούν για να μεταφέρουν το ιρανικό αέριο στην Ευρώπη. Το σημερινό αδιέξοδο εξυπηρετεί με πολλούς τρόπους τους σκοπούς του Κρεμλίνου. Και όσον αφορά το ζήτημα του πυρηνικού προγράμματος της Βορείου Κορέας, η Ρωσία θα επιθυμούσε να δει την Πιονγκγιάνγκ αφοπλισμένη, αλλά αμφιβάλλει για το εάν ακόμη και η ισχυρή υποστήριξή της στις κυρώσεις θα έχει κάποιο αποτέλεσμα. Παράλληλα, εκφράζει τις ανησυχίες της ότι μια πιθανή πολεμική κλιμάκωση ή μια κατάρρευση του καθεστώτος στην Πιονγκγιάνγκ, θα δημιουργούσε προσφυγική πλημμυρίδα στη ρωσική Άπω Ανατολή.

Η νέα συνθήκη START επικύρωσε, ως επί το πλείστον, περικοπές στο πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσίας, οι οποίες θα επιβάλλονταν ούτως ή άλλως από την παλαιότητα των όπλων. Τυχόν περαιτέρω μειώσεις δεν φαίνεται να είναι τόσο ορατές στις προθέσεις της Ρωσίας. Όσο τα αντι-πυραυλικά συστήματα γίνονται ολοένα πιο ακριβή και ισχυρά, η Μόσχα θα χρειάζεται να διατηρεί αρκετούς πυραύλους και εκρηκτικές κεφαλές για να εξασφαλίζει την ικανότητα δεύτερης κρούσης. Ως προς το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, το Κρεμλίνο αναγνωρίζει ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη απαιτεί τεράστιο κόστος, αφού προκαλεί πλημμύρες και καταστροφές των υποδομών. Μέχρι στιγμής, όμως, παραμένει αντικείμενο έριδας, μεταξύ των μεγάλων βιομηχανικών και των εκβιομηχανιζομένων χωρών, το πώς θα γίνει η κατανομή των δαπανών για την αντιμετώπιση της μόλυνσης του περιβάλλοντος. Όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες, η Ρωσία έχει επίσης ένα ισχυρό λόμπι υπέρ του άνθρακα.
ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ ΑΛΛΑ ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΤΙΚΗ
Η Ουάσιγκτον δεν θα πρέπει να περιμένει μεγάλη βοήθεια από τη Μόσχα, όχι γιατί οι αξιωματούχοι του Κρεμλίνου κυριαρχούνται από το αίσθημα της πληγωμένης περηφάνιας και την παράνοια, αλλά επειδή οι προτεραιότητες της Ουάσιγκτον δεν είναι και δικές τους, και ίσως να μην εντάσσονται καθόλου στον δικό τους χάρτη συμφερόντων.

Ο παραλληλισμός με τις αμερικανο-κινεζικές σχέσεις είναι διαφωτιστικός. Διαπραγματευόμενοι με το Πεκίνο, οι υπεύθυνοι για τη χάραξη της αμερικανικής πολιτικής αντιλαμβάνονται τη σύγκρουση των συμφερόντων, όπως πραγματικά είναι. Δεν αισθάνονται υποχρεωμένοι ούτε να επιτιμήσουν ούτε να ψυχαναλύσουν τους Κινέζους ομολόγους τους. Δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί τον Αμερικανό πρόεδρο, κατά την παραμονή μιας διάσκεψης κορυφής στο Πεκίνο, να επιπλήττει τον πρόεδρο Χου για την παρωχημένη μαρξιστική νοοτροπία του και να υπόσχεται να επενδύσει, ως αντιστάθμισμα, στον πρωθυπουργό Γουέν Τζιαμπάο.

Αν τα αποκλίνοντα συμφέροντα καθιστούν απίθανες τις στενές σχέσεις μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον για τα προσεχή χρόνια, υπάρχει βάση για μεγαλύτερη αισιοδοξία, σε μακροπρόθεσμο επίπεδο. Όσο η συνεργασία της με τις Ηνωμένες Πολιτείες παρουσίαζε συρρίκνωση, τόσο η Ρωσία σταδιακά κινούνταν προς την Ευρώπη, διεισδύοντας οικονομικά και πολιτιστικά. Επειδή αυτές οι αλλαγές δεν συμβαίνουν ούτε γρήγορα ούτε εντυπωσιακά, πέρασαν -σε γενικές γραμμές- απαρατήρητες. Καθώς η Ρωσία αναπτύσσεται βαθμιαία, θα γίνεται ολοένα και περισσότερο χώρα ευρωπαϊκή, χωρίς απώλεια της ξεχωριστής ταυτότητάς της. Το 2008 οι Ρώσοι πραγματοποίησαν 39 φορές περισσότερα ταξίδια στη Δυτική Ευρώπη και 19 φορές περισσότερα στην Κίνα, σε σύγκριση με τα ταξίδια προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Από τους 41.000 Ρώσους φοιτητές που σπούδαζαν στο εξωτερικό το 2008, οι 20.000 φοιτούσαν σε ιδρύματα στην Ευρώπη και μόνο 5.000 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 2009, πάλι, οι Ρώσοι έδειξαν προθυμία να αγοράσουν ακίνητα στη Βουλγαρία, στο Μαυροβούνιο, στη Γερμανία, στην Ισπανία και στην Τσεχική Δημοκρατία και όχι στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αν και οι Ρώσοι δεν θεωρούν ακόμη τους εαυτούς τους Ευρωπαίους, οι συνήθειές τους αλλάζουν. Όταν τον Απρίλιο του 2010 πραγματοποιήθηκε δημοσκόπηση με το ερώτημα ποιες ήταν οι προτιμώμενες από τη Ρωσία χώρες για συνεργασία στην εξωτερική πολιτική, το 50% των Ρώσων που ερωτήθηκαν επέλεξαν τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, αντί τη Λευκορωσία, την Ουκρανία και τις χώρες της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών (ένα 30% προτίμησε τις Ηνωμένες Πολιτείες). Μια πλειοψηφία της τάξεως του 53% δήλωσε το 2009 ότι, αν δινόταν η ευκαιρία, θα υποστήριζε την ένταξη της Ρωσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αυτές οι τάσεις αναμένεται να συνεχιστούν. Ακόμη και αν, όπως προβλέπει η Παγκόσμια Τράπεζα, ο ρυθμός ανάπτυξης στη Ρωσία παρουσιάσει επιβράδυνση σε επίπεδο λίγο ανώτερο του 4%, μέσα σε δέκα χρόνια η Ρωσία θα έχει εισέλθει στην εισοδηματική κλίματα των φτωχότερων δυτικο-ευρωπαϊκών χωρών. Καθώς η χώρα εξελίσσεται, η μεσαία τάξη της θα συνεχίσει να διευρύνεται και να ενσωματώνεται στην Ευρώπη. Κάποια στιγμή -αδύνατον να προβλέψει κανείς το πότε- θα συμβεί μια ανατροπή, μια φιλελευθεροποίηση των θεσμών και μια σοβαρή προσπάθεια να ελεγχθεί η διαφθορά. Ενώ το εμπόριο της Ρωσίας με την Κίνα θα ακολουθεί ανοδική τροχιά, η πολιτιστική της ταυτότητα θα εδραιώνεται όλο και πιο σταθερά στη Δύση. Στο τέλος, αν και όχι σύντομα, η ιδέα της ένταξης της Ρωσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα γίνει πολύ σοβαρή.

Στο μεταξύ, οι σχέσεις με την Ευρώπη -ειδικά με την Ανατολική Ευρώπη- θα εμπεριέχουν συγκρούσεις αλλά και συνεργασία. Η ενσωμάτωση της Ρωσίας στην Ευρώπη θα κάνει και τις δύο πλευρές ευάλωτες, ενώ είναι πιθανό να προκαλέσει το έναυσμα για μια πάλη σχετικά με το ποιος θα βγει πιο κερδισμένος από το εμπόριο. Η ενεργειακή αγορά είναι το πλέον προφανές παράδειγμα. Αυτή η σύγκρουση οικονομικών συμφερόντων είναι πιθανό να πυροδοτήσει μια πολιτική κρίση που θα εμποδίσει τον εξευρωπαϊσμό της Ρωσίας. Το πιο πιθανό είναι, πάντως, ότι τέτοιου είδους συγκρούσεις θα ξεπεραστούν με επιτυχία.

Ακόμη και αν η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αναπτύξουν στενή συνεργασία μέσα στην επόμενη δεκαετία, οι σχέσεις τους θα μπορούσαν παρ’ όλα αυτά να αποβούν εποικοδομητικές. Μια στενή σχέση δεν μπορεί να είναι κακή σχέση και η ρητορική της Ρωσίας κατά τον προηγούμενο χρόνο έδειξε ότι τόσο ο Πούτιν όσο και ο Μεντβέντεφ θα επιθυμούσαν τη βελτίωση. Παραδόξως, η βασική προϋπόθεση είναι να αναγνωρίσουν οι δύο πλευρές τα όρια των κοινών συμφερόντων τους. Εάν οι κύκλοι της Ουάσιγκτον περιμένουν πάρα πολλά, οι ανεκπλήρωτες ελπίδες θα οδηγήσουν ξανά στην καχυποψία, στην εκ νέου ενασχόληση με την ψυχανάλυση και σε υπερβολές που δεν είναι παραγωγικές.

Πέρα από το ευκαιριακό ξέσπασμα υπεροπτικής ρητορικής, κατά τα τελευταία δύο χρόνια η κυβέρνηση Ομπάμα χειρίστηκε τη Ρωσία με πραγματισμό. Αυτή η στάση απέδωσε μια περιορισμένη αλλά αξιόλογη πρόοδο : τη νέα συνθήκη START, τη συμφωνία που επιτρέπει στα φορτία του ΝΑΤΟ για το Αφγανιστάν να διασχίζουν ρωσικά εδάφη και τη ρωσική ψήφο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για κυρώσεις σε βάρος του Ιράν.

Ένας τέτοιος πραγματισμός ερμηνεύεται ως αποδοχή του γεγονότος ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να κάνουν ελάχιστα για τον περαιτέρω εκδημοκρατισμό της Ρωσίας. Η συνεχιζόμενη ανάπτυξη και η ενοποίηση με την Ευρώπη, αν και δεν παρέχουν εγγυήσεις, αποτελούν την καλύτερη ελπίδα για πολιτική μεταρρύθμιση. Όσο περισσότερο η ρωσική ελίτ στρέφεται προς την Ευρώπη, μέσω του τουρισμού, της εκπαίδευσης, των επιχειρηματικών σχέσεων και των κοινωνικών επαφών, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να διατηρηθούν εγκάρδιες σχέσεις. Από την πλευρά της Ε.Ε, η χαλάρωση των όρων χορήγησης βίζας για τους Ρώσους που ταξιδεύουν στην Ευρώπη, θα επιτάχυνε τη διαδικασία. Πραγματισμός, επίσης, σημαίνει ότι η Ουάσιγκτον θα χρειαστεί να αφήσει την Ευρώπη να πάρει το προβάδισμα στην οριοθέτηση των σχέσεών της με τη Ρωσία.

Μια τέτοια υποχώρηση δεν θα πρέπει να είναι ανεπιθύμητη για μια υπερ-εκτεταμένη υπερδύναμη, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αντί να επιδιώκουν να θεραπεύσουν τη Ρωσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρειαστεί να διαπραγματευθούν μαζί της, έτσι όπως διαπραγματεύονται με την Κίνα, την Ινδία και πολλά άλλα κράτη. Η καλή είδηση είναι ότι για ζητήματα ειλικρινά αμοιβαίου ενδιαφέροντος, η Ρωσία είναι έτοιμη να διαπραγματευθεί.