Η μάχη του ΟΗΕ με τις μη μεταδοτικές νόσους
Οι μη μεταδοτικές νόσοι έχουν γρήγορα γίνει παγκόσμια πηγή ανησυχίας: Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ αναγνώρισε τις μη μεταδοτικές νόσους ως μια από τις κορυφαίες απειλές για την ανάπτυξη σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η SHERI FINK είναι βασικός επιστημονικός υπότροφος «Bernard L. Schwartz» στο ίδρυμα «Νέα Αμερική» (New America Foundation) Η REBECCA RABINOWITZ είναι ερευνητικός συνεργάτης στο ίδιο ίδρυμα.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) το αποκαλεί μια «αόρατη επιδημία». Στις Ηνωμένες Πολιτείες και πλέον σε αρκετά μέρη του αναπτυσσόμενου κόσμου, υπεύθυνα για τους περισσότερους θανάτους δεν είναι πια τα μεταδιδόμενα νοσήματα όπως ο HIV και το AIDS ή η ελονοσία αλλά οι χρόνιες παθήσεις, όπως ασθένειες της καρδιάς και των πνευμόνων, ο καρκίνος και ο διαβήτης. Συχνά το προβλέψιμο αποτέλεσμα της ανθυγιεινής δίαιτας, του καπνού και του αλκοόλ σε συνδυασμό με την έλλειψη σωματικής άσκησης, αυτά τα μη μεταδιδόμενα νοσήματα (non-communicable diseases, ή αλλιώς NCDs) ευθύνονται για τους δύο στους τρεις θανάτους σε ολόκληρο τον κόσμο [1].
Το πιο εκπληκτικό είναι ίσως ότι τα μη μεταδιδόμενα νοσήματα έγιναν ταχύτατα από βάσανο του ανεπτυγμένου κόσμου, βάσανο του υπό ανάπτυξη κόσμου. Πάρα πολλές ανθυγιεινές συνήθειες έχουν εισβάλλει στη ζωή μας εδώ, λέει ο Troy Torrington, μέλος της αποστολής του ΟΗΕ στη Γουιάνα. Αυτές οι συνήθειες συμπεριλαμβάνουν έλλειψη άσκησης, κατανάλωση πρόχειρου φαγητού (junk food), χρήση αλκοόλ και καπνού που προωθείται με επιθετικές διαφημίσεις και στρατηγικές μάρκετινγκ. Συμπερασματικά, ο τρόπος ζωής των ανθρώπων στον αναπτυσσόμενο κόσμο έχει αρχίσει να μοιάζει πολύ με τον τρόπο ζωής στις ΗΠΑ. Αυτό δεν είναι απλά ένα ιδιωτικό θέμα υγείας, ούτε καν ένα ζήτημα που αφορά τις κυβερνήσεις. Είναι επίσης μια παγκόσμια υπόθεση: Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ σηματοδότησε τις μη μεταδιδόμενες ασθένειες ως μια από τις κορυφαίες απειλές της διεθνούς ανάπτυξης, καθώς ανεβάζουν το κόστος της ιατρικής περίθαλψης, αχρηστεύουν εργαζόμενους και οδηγούν σε εξουθενωτική οικονομική αιμορραγία τα νοικοκυριά.
Παρότι η μάχη κατά του AIDA, της φυματίωσης και την ελονοσίας προσήλκυσε ως υποστηρικτές διάφορους ροκ –σταρ και χρηματοδοτήθηκε με δισεκατομμύρια δολάρια την τελευταία δεκαετία, οι προσπάθειες στον πόλεμο κατά των μη μεταδιδόμενων ασθενειών είναι πολύ λιγότερο ορατές. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έκθεση [2], λιγότερο από το 3% από τα περίπου 22 δις. δολάρια που ξοδεύτηκαν ως παγκόσμια αναπτυξιακή βοήθεια για την υγεία, κατευθύνθηκε στις μη μεταδιδόμενες νόσους. Κι αν οι υψηλού επιπέδου συναντήσεις αυτή την εβδομάδα στον ΟΗΕ για τις μη μεταδιδόμενες νόσους αποτελούν μια ένδειξη, η κατάσταση που επικρατεί μάλλον δεν θα αλλάξει σύντομα στο μέλλον. Μια προσεκτική ματιά στις διαπραγματεύσεις που έκαναν την συνάντηση στη Νέα Υόρκη μια πραγματικότητα, είναι στην ουσία μια μελέτη για το πώς η πολιτική, το εμπόριο και η επιστήμη μπορούν να συνδυαστούν προκειμένου να επηρεάσουν την παγκόσμια πολιτική για την Υγεία σε ένα δυσμενές οικονομικό κλίμα. Το ερώτημα είναι εάν μια προσέγγιση που ευνοεί τη συνεργασία με την βιομηχανία αντί της έμφασης σε νέες ρυθμίσεις και νόμους η οποία (σ.σ. προσέγγιση) μπορεί να προχωρήσει τα πράγματα σχετικά με χρηματικές δεσμεύσεις και ειδικούς στόχους ώστε να μειωθεί το κόστος που φέρνουν οι μη μεταδιδόμενες ασθένειες, θα καταλήξει να κάνει κάποια σημαντική διαφορά.
Οι προτεραιότητες των πολυεθνικών επιχειρήσεων ήταν τα βασικά σημεία που «κολλούσαν» οι συζητήσεις για την πολιτική δήλωση (επί της οποίας η διαπραγμάτευση έγινε πριν από την ίδια τη συνάντηση) η οποία περιλαμβάνει τις δεσμεύσεις στις οποίες οι ηγέτες του κόσμου αναμένεται να προβούν στο όνομα των εθνών που εκπροσωπούν. Οι διαπραγματεύσεις διήρκεσαν απρόσμενα πολύ και διακόπηκαν για το καλοκαίρι, πριν οι χώρες καταλήξουν σε μια ομοφωνία περί τις δύο εβδομάδες πριν από την συνάντηση στη Νέα Υόρκη. Σύμφωνα με πολλούς παρατηρητές, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Ευρωπαϊκή Ένωση –μαζί με αρκετές άλλες ανεπτυγμένες χώρες – γενικά αντιτίθενται στο να τεθούν άμεσοι στόχοι για τη μείωση των επιπτώσεων των μη μεταδιδόμενων νοσημάτων και αντιστέκονται στις σαφείς εκκλήσεις για επιβολή φόρων σε ανθυγιεινά προϊόντα, αυστηρότερους κανόνες στη βιομηχανία και εξαιρέσεις από τις πατέντες προκειμένου να μειωθούν οι τιμές των φαρμάκων.
Αντί για αυτά, οι διαπραγματευτές των συγκεκριμένων κρατών πίεσαν για δεσμεύσεις σε ενέργειες εθελοντικού χαρακτήρα: συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, ενίσχυση της έρευνας και των τεχνολογικών καινοτομιών προκειμένου να αναπτυχθούν καλύτερες διαγνωστικές μέθοδοι, επεξεργασίες και μέθοδοι βελτίωσης των τροφίμων και των ποτών, και μια μεγαλύτερη έμφαση στην ανταλλαγή τεχνογνωσίας ειδικά από τις ΗΠΑ, οι οποίες ήταν επιτυχείς στο να μειώσουν τους παράγοντες κινδύνου, συμπεριλαμβανομένου του καπνίσματος. Στο τέλος, αυτή η προσέγγιση επικράτησε.
Είναι εύλογο ότι οι επιχειρήσεις έχουν σημαντικό ενδιαφέρον σχετικά με τις αποφάσεις που θα προκύψουν από τη συνάντηση στον ΟΗΕ. Στελέχη από τις βιομηχανίες τροφίμων, ποτών, αλκοολούχων, φαρμακευτικών και καπνού θα μπορούσαν να κερδίσουν ή να χάσουν μελλοντική διεθνή ανάπτυξη ανάλογα με το αποτέλεσμα.
Συνδεθείτε για να διαβάσετε τη συνέχεια. Η εγγραφή είναι ΔΩΡΕΑΝ.
Για να δείτε όλο το άρθρο, πρέπει να είστε μέλος στο foreignaffairs.gr
Παρακαλώ συνδεθείτε ή εγγραφείτε δωρεάν