Η ένταξη των ξένων εργατών στη Γερμανία
Συμπληρώνονται αυτές της μέρες πενήντα χρόνια από την υπογραφή της συμφωνίας που έφερε για πρώτη φορά Τούρκους εργάτες στη Γερμανία. Σήμερα, η χώρα βουλιάζει σε μια αντιπαραγωγική εθνική δημόσια συζήτηση για την ένταξη, η οποία τείνει να αποξενώσει εκείνους που έχουν τις καλύτερες προϋποθέσεις για να θεραπεύσουν τις κοινωνικές παθογένειες, δηλαδή τους εκπαιδευμένους, εξειδικευμένους μετανάστες εργάτες και τα παιδιά τους.
Ο JAMES ANGELOS είναι πρώην υπότροφος της Γερμανικής Καγκελαρίας στο ίδρυμα Alexander von Humboldt. Έχει γράψει πάνω σε θέματα θρησκείας και μετανάστευσης στην Γερμανία, για λογαριασμό της Wall Street Journal, του Spiegel Online International και του The New Republic.
- previous-disabled
- Page 1of 2
- next
Στις 30 Οκτωβρίου του 1961 η Γερμανία και η Τουρκία υπέγραψαν μια συμφωνία «στρατολόγησης» εργατικού δυναμικού, που έμελλε να επιφέρει αναπόφευκτες αλλαγές στη γερμανική κοινωνία τις δεκαετίες που ακολούθησαν. Η συμφωνία αυτή έφερε στη Γερμανία εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκους Gastarbeiter, ξένους εργάτες δηλαδή, για να δουλέψουν στα ορυχεία και στις χαλυβουργίες, και προσέφερε εκείνη τη ζωτική και φθηνή εργατική δύναμη που πυροδότησε το μεταπολεμικό μπουμ στην οικονομία της χώρας. Σήμερα, ζουν στη Γερμανία περίπου τρία εκατομμύρια άτομα τουρκικής καταγωγής, που αποτελούν και τη μεγαλύτερη εθνική μειονότητα στη χώρα.
Σε λίγες μέρες οι Γερμανοί θα γιορτάσουν τα πενήντα χρόνια αυτής της μεταναστευτικής συμφωνίας με εκδηλώσεις μνήμης και στοχασμού πάνω στο ζήτημα της μετανάστευσης και της παράδοσης που αυτή κληροδότησε. «Η νεότερη γερμανική ιστορία ξεκίνησε πριν από πενήντα χρόνια», διάβασα την πρόσφατα σε ένα άρθρο της Süddeutsche Zeitung. Η Γερμανία έγινε «πολυπολιτισμική», συνέχιζε το άρθρο, «είτε σε κάποιους αρέσει η λέξη είτε όχι». Ωστόσο, μισόν αιώνα μετά την άφιξη του πρώτου Τούρκου εργάτη, η Γερμανία παραμένει αμήχανη, αν όχι εντελώς σχιζοφρενική, στη θεώρηση του ρόλου τον οποίον διαδραμάτισε η μετανάστευση στη χώρα. Η επέτειος έρχεται σε μια εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή αυτού του ακατάπαυστου δημόσιου διαλόγου που διεξάγεται στη Γερμανία σχετικά με την ένταξη των μεταναστών και των απογόνων τους. Στον διάλογο αυτόν περιλαμβάνονται άγονες πολιτικές επιθέσεις κατά του Multikulti, αυτού του γερμανικού υποκοριστικού που συχνά εκφέρεται κάπως χλευαστικά, όταν κάποιος θέλει να αναφερθεί στην πολυ-πολιτισμικότητα.
Όμως, αυτό που είναι ανησυχητικό για τη Γερμανία είναι ότι αν η διχαστική πολιτική ρητορική θα πετύχει κάτι σημαντικό και διαρκείας, αυτό θα είναι η αποξένωση πολλών από τους πλέον επιτυχημένους και μορφωμένους Γερμανούς κάθε εθνικής προέλευσης, εκείνων, δηλαδή, που έχουν τις καλύτερες προϋποθέσεις να διορθώσουν πολλά από τα προβλήματα της νοσούσης γερμανικής κοινωνίας.
Η πολιτική της Γερμανίας απέναντι στους μετανάστες και τους απογόνους τους πραγματοποίησε στροφή 180 μοιρών με την αυγή της νέας χιλιετίας. Ακόμη και στην αρχή της δεκαετίας του 1990, η πολιτική αυτή επικεντρώθηκε κυρίως γύρω από την προσδοκία ότι οι ξένοι εργάτες θα επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Ακόμη και εξέχοντες πολιτικοί της δεξιάς, όπως ο Καγκελάριος Χέλμουτ Κολ, δεν απέφευγαν θέσεις όπως ότι η Γερμανία δεν αποτελεί χώρα μετανάστευσης. Οι πολιτικές πρακτικές της κυβέρνησης εστίαζαν στην «ετοιμότητα επιστροφής» των ξένων εργατών, δίνοντας μικρή σημασία στην εκμάθηση της γλώσσας και προσφέροντας στη δεκαετία του 1980 χρήματα στους ξένους εργάτες και στις οικογένειές τους για να επιστρέψουν στις χώρες προέλευσής τους. Στα παιδιά των ξένων εργατών που γεννήθηκαν στη Γερμανία, συχνά δεν χορηγείτο η ιθαγένεια, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια γενιά αλλοδαπών που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη χώρα.
Μέχρι την αρχή της νέας χιλιετίας, οι Γερμανοί πολιτικοί άρχισαν να αποδέχονται, αν και συχνά με απροθυμία, ότι οι μετανάστες ήταν εκεί για να μείνουν. Ακολούθησαν, λοιπόν, πολιτικές που στόχευσαν στην κοινωνική ένταξη των μεταναστών, δίνοντας έμφαση στη διδασκαλία της γερμανικής γλώσσας και βελτιώνοντας τις εκπαιδευτικές δυνατότητες για τα παιδιά τους. Το 2000 η Γερμανία άρχισε να χορηγεί από τη γέννησή τους τη γερμανική υπηκοότητα σε πολλά παιδιά ξένων γονέων, αν και στην περίπτωση που το παιδί είχε και άλλη υπηκοότητα θα έπρεπε μέχρι τα 23 χρόνια του να την αποποιηθεί, προκειμένου να διατηρήσει τη γερμανική.
Παρά την ύπαρξη τέτοιων πολιτικών που αποσκοπούσαν στο να καταστήσουν τη γερμανική κοινωνία πιο συνεκτική, μεγάλο μέρος της τότε πολιτικής ρητορικής παρέμεινε κενό γράμμα. Ο αποκαλούμενος «διάλογος για την ένταξη» έφθασε σε σημείο αιχμής μετά τον Αύγουστο του 2010, όταν ο Thilo Sarrazin, τότε αξιωματούχος της γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας, εξέδωσε το μπεστ-σέλερ «Germany Abolishes Itself» (σ.σ.: «Η Γερμανία καταργεί τον εαυτό της»), προειδοποιώντας για τους λεγόμενους οικονομικούς και πολιτισμικούς κινδύνους που έθετε η μετανάστευση, με ιδιαίτερη έμφαση στους μουσουλμάνους. Το βιβλίο του Sarrazin περιέχει αμφιλεγόμενη επιχειρηματολογία σχετικά με τη σχέση μεταξύ της μετανάστευσης και της γενετικής μείωσης της νοημοσύνης στη Γερμανία. Το βιβλίο πούλησε 1.200.000 αντίτυπα μέχρι το τέλος εκείνης της χρονιάς, πράγμα που δείχνει τη μεγάλη απήχηση που είχαν οι ιδέες του Sarrazin.
Λίγο αργότερα, αρκετοί Γερμανοί πολιτικοί, περιλαμβανομένης της Καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, εκφράστηκαν πολύ αρνητικά για το Multikulti. Ο Horst Seehofer, ηγέτης της βαυαρικής Χριστιανο-Κοινωνικής Ένωσης, μιλώντας τον Οκτώβριο του 2010 μπροστά σε ένα συντηρητικό ακροατήριο, είπε: «Εμείς, ως κόμμα, υπερασπιζόμαστε την ηγετική γερμανική κουλτούρα» και «το Multikulti πέθανε!». Η Μέρκελ τον ακολούθησε, διαβεβαιώνοντας το ακροατήριο ότι η πολυ-πολιτισμική προσέγγιση «απέτυχε ολοσχερώς».
Οι δηλώσεις αυτές έγιναν δεκτές με παρατεταμένα χειροκροτήματα από το πλήθος, αλλά το τι ακριβώς σημαίνουν τέτοιου είδους ισχυρισμοί, είναι πολύ δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί. Το Multikulti χαρακτηρίστηκε πολλές φορές ως προαγωγή των ιδιαίτερων πολιτιστικών ταυτοτήτων, θρησκευτικών ή εθνικών, μέσα σε μία και μόνη κοινωνία, που οδηγείται στη δημιουργία αυτού που ενίοτε αποκαλείται «παράλληλες κοινωνίες», στο πλαίσιο των οποίων οι μετανάστες ζουν απομονωμένοι από την υπόλοιπη κοινωνία και υποφέρουν από υψηλότερη του μέσου όρου ανεργία, υψηλότερο ποσοστό σχολικής εγκατάλειψης, και, για μερικούς δυσφορούντες νεαρούς μουσουλμάνους, αποτελεί δόλωμα για ένα ριζοσπαστικό Ισλάμ. Εντούτοις, οι παράλληλες κοινωνίες λειτούργησαν στη Γερμανία όχι λόγω της προβολής των πολιτιστικών διαφορών, αλλά επειδή επί ολόκληρες δεκαετίες απουσίασε η συνεκτική πολιτική όσον αφορά τον ρόλο της μετανάστευσης.
- previous-disabled
- Page 1of 2
- next