Τι μπορούν να πετύχουν και τι δεν μπορούν οι ρώσοι διαδηλωτές
Οι διαμαρτυρίες στη Μόσχα είναι πολύ αδύναμες για να μπορέσουν από μόνες τους να αλλάξουν ριζικά την πολιτική της χώρας. Παρ' όλα αυτά, θα συνεχίσουν να διαβρώνουν τη νομιμοποίηση του Πούτιν. Ακόμα κι αν κερδίσει τις εκλογές της 4ης Μαρτίου, δεν θα απολαμβάνει πια το μονοπώλιο εξουσίας που είχε συνηθίσει.
Η MARIA LIPMAN είναι η εκδότης του Pro et Contra στο Carnegie Moscow Center.
Ο NIKOLAY PETROV είναι εσωτερικός υπότροφος στο Carnegie Moscow Center.
Είναι ως επί το πλείστον στην ίδια κατηγορία με τους ανθρώπους που βγήκαν στους δρόμους για τρίτη φορά στις 4 Φεβρουαρίου για να διαμαρτυρηθούν εναντίον του Πούτιν και να απαιτήσουν δίκαιες εκλογές, και, γενικότερα, να φέρουν πίσω την ακεραιότητα του πολίτη στη ρωσική κοινωνική και πολιτική ζωή. Είναι αυτοί οι νέοι, μορφωμένοι, επαγγελματικά κινητικοί Ρώσοι, οι οποίοι προσφέρθηκαν να παρακολουθήσουν ως παρατηρητές τις βουλευτικές εκλογές στις 4 Δεκεμβρίου. Πολλοί περισσότεροι προτίθενται να παρακολουθήσουν τις προεδρικές εκλογές στις 4 Μαρτίου. Μετά από χρόνια αδιαφορίας και κυνισμού σε σχέση με την πολιτική, αυτοί οι Ρώσοι - πρώτα και κύρια Μοσχοβίτες - δεν μπορούν πλέον να δεχθούν το ρόλο των παθητικών θεατών. Ούτε θα ανεχτούν να «αντιμετωπίζονται ως βοοειδή», όπως είναι τώρα μια συνηθισμένη φράση που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αλαζονεία και την περιφρόνηση της κυβέρνησης για τον λαό.
Ο Πούτιν και οι σύμμαχοί του έχουν απαντήσει στις διαμαρτυρίες με υποσχέσεις για φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, όπως η επιστροφή των εκλογών για την ανάδειξη κυβερνητών ή τη χαλάρωση των περιορισμών με βάση τους οποίους άτομα και κόμματα μπορούν να συμμετάσχουν στις εκλογές. Αλλά το Κρεμλίνο έχει παρουσιάσει επίσης ένα διαφορετικό είδος απάντησης: στην κρατική τηλεόραση έχει δείξει υλικό με στόχο την αμαύρωση των διοργανωτών των διαδηλώσεων και οπαδοί της κυβέρνησης έχουν πραγματοποιήσει παράλληλες μαζικές διαδηλώσεις υποστήριξης του Πούτιν, με άφθονες αποδείξεις ότι όσοι συμμετείχαν αναγκάστηκαν να το κάνουν ή πληρώθηκαν γι' αυτό.
Παρά τις υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις, η συνολική πολιτική ατμόσφαιρα έχει αλλάξει ελάχιστα: η κυβέρνηση μπορεί να θεωρήσει τους διαδηλωτές ως έναν παράγοντα που πρέπει τώρα να αντιμετωπίσει, αλλά δεν τους βλέπει ως το αντίπαλο δέος στη χάραξη πολιτικής ή στη διεξαγωγή διαλόγου. Ο Γκριγκόρι Γιαβλίνσκι, από το φιλελεύθερο κόμμα Γιάμπλοκο, και ο μόνος υποψήφιος που θα μπορούσε να υπολογίζει στην ουσιαστική στήριξη των διαδηλωτών κατά του Πούτιν, είχε αποκλειστεί από τον εκλογικό αγώνα και δεν θα συμπεριληφθεί στις προεδρικές εκλογές.
Ακόμη και πριν από την επίσημη εκκίνηση της προεκλογικής εκστρατείας στις 5 Φεβρουαρίου, ο Πούτιν ξεκίνησε για προφανείς πρακτικούς λόγους μια περιοδεία, συναντώντας τους ψηφοφόρους του στη ρωσική επαρχία. Οι επισκέψεις αυτές καλύφθηκαν ευρέως τηλεοπτικά. Την ίδια στιγμή, η κρατική τηλεόραση μεταδίδει αυτά που ονομάζονται «ντοκιμαντέρ», που μοιάζουν περισσότερο με ωριαίες διαφημίσεις, δοξάζοντας τα επιτεύγματα του Πούτιν. Τέλος, ο Πούτιν δήλωσε ότι δεν θα συμμετάσχει σε συζητήσεις με άλλους διεκδικητές. Αντί γι’ αυτό έχει δημοσιεύσει άρθρα σε ρωσικές εφημερίδες, στα οποία προσδιορίζει το όραμά του για το μέλλον της Ρωσίας. Όταν μια ρωσική ΜΚΟ κατήγγειλε ότι η δημοσίευση αυτών των άρθρων πριν από την έναρξη της επίσημης προεκλογικής περιόδου ήταν μια παραβίαση των εκλογικών κανόνων, η πάντα πιστή Κεντρική Εκλογική Επιτροπή διευκρίνισε ότι αυτά τα άρθρα ήταν «πληροφορίες», όχι προεκλογική κινητοποίηση.
Εξαιτίας αυτών των ισχυρών πλεονεκτημάτων του, τα οποία ευρέως θεωρούνται ως άδικα - και κυρίως λόγω της εξαίρεσης του Γιαβλίνσκι από την ψηφοφορία – η επικείμενη επιστροφή του Πούτιν στην προεδρία εγείρει σοβαρές αμφιβολίες για τη νομιμοποίησή του σε ευρύτερες εκλογικές περιφέρειες. Επιπλέον, με το να κατέβει στις εκλογές για την προεδρία για τρίτη φορά, ο Πούτιν μπορεί να ενεργεί σύμφωνα με το γράμμα του συντάγματος της Ρωσίας, η οποία περιορίζει την προεδρική θητεία σε δύο συνεχόμενες θητείες, αλλά βρίσκεται αναμφισβήτητα σε σύγκρουση με το πνεύμα του, το οποίο προβλέπει μια δημοκρατική μεταβίβαση της ανώτατης αρχής.
Υπάρχει ένας καλός λόγος να υποπτεύεται κανείς ότι ο Πούτιν θέλει να κερδίσει από τον πρώτο γύρο και να αποφύγει διαρροές: αφού ήταν ένας αδιαμφισβήτητος ηγέτης για πολλά χρόνια, το να πρέπει να συμμετάσχει σε ένα δεύτερο γύρο θα τον κάνει να φαίνεται αδύναμος. Η επιτακτική ανάγκη για νίκη στον πρώτο γύρο είναι βέβαιο ότι θα καθοδηγήσει τη λογική των πιστών σε αυτόν γραφειοκρατών, πιθανόν ωθώντας κάθε αξιωματούχο να καταγράψει όσο περισσότερους ψήφους είναι δυνατόν, προκαλώντας αναπόφευκτα νοθεία και ως εκ τούτου θα ανανεωθούν οι διαμαρτυρίες.
Από μόνες τους, οι τρέχουσες διαδηλώσεις είναι πολύ αδύναμες για να επιφέρει αλλαγή πολιτικής. Οι διαδηλωτές στη Μόσχα δεν έχουν την αφοσίωση των νεαρών Αιγυπτίων στην πλατεία Ταχρίρ. Στο Κάιρο, οι νέοι άνθρωποι ήρθαν στην πλατεία έτοιμοι να θυσιάσουν την ασφάλειά τους και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τις ζωές τους. Στη Μόσχα, όμως, οι διαμαρτυρίες τον Δεκέμβριο είχαν εγκριθεί από την κυβέρνηση της πόλης και η αστυνομία δεν ταρακούνησε ούτε συνέλαβε κανέναν. Τα πλήθη στην πλατεία Ταχρίρ δεν θα έφευγαν για μέρες ή και για εβδομάδες, ενώ στη Μόσχα, μετά το δεύτερο μαζικό συλλαλητήριο στις 24 Δεκεμβρίου, οι διοργανωτές της διαμαρτυρίας καθώς και οι συμμετέχοντες έφυγαν ήσυχα κατά τη διάρκεια των μεγάλων χειμερινών διακοπών.
Τούτων λεχθέντων, η κυβέρνηση φαίνεται να χάνει την υπομονή της με τις διαδηλώσεις: αφού ενέκρινε εύκολα τις δύο διαδηλώσεις του Δεκεμβρίου, ήταν πολύ λιγότερο συνεργάσιμη όσον αφορά τη διοργάνωση του συλλαλητηρίου της 4ης Φεβρουαρίου. Οι ηγέτες της αντιπολίτευσης μιλούν για μια άλλη διαδήλωση ακριβώς πριν από τις προεδρικές εκλογές στις 4 Μαρτίου, αλλά αν η διοίκηση της πόλης εμποδίσει το συλλαλητήριο, η προσέλευση αναμένεται να είναι πολύ μικρότερη - λίγοι άνθρωποι θα ρισκάρουν να αψηφήσουν την απαγόρευση από την κυβέρνηση.
Οι διαδηλωτές επιδιώκουν το σεβασμό, την ακεραιότητα και τη δικαιοσύνη και αυτό τους προσδίδει ηθική δύναμη. Αλλά τους λείπει μια πολιτική οργάνωση ή οι μηχανισμοί για να μεταδώσουν τα αιτήματά τους στην κυβέρνηση. Καλωσορίζουν δημοσιογράφους, bloggers και συγγραφείς ως ηγέτες και ομιλητές στις συγκεντρώσεις, αλλά αποφεύγουν τους πολιτικούς. Αυτή η απόρριψη της πολιτικής μειώνει την ισχύ τους.