Η πτώση της μεσαίας τάξης και το μέλλον της Δημοκρατίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η πτώση της μεσαίας τάξης και το μέλλον της Δημοκρατίας

Η αριστερά πάσχει από έλλειμμα ρεαλιστικών προτάσεων

Αυτό που διακυβευόταν ήταν η υποταγή της νέας βιομηχανικής εργατικής τάξης. Οι πρώτοι μαρξιστές πίστευαν ότι θα νικούσαν με την καθαρή δύναμη των αριθμών: καθώς στα τέλη του 19ου αιώνα το δικαίωμα ψήφου διευρύνθηκε, κόμματα όπως το Εργατικό στο Ηνωμένο Βασίλειο και το Σοσιαλδημοκρατικό στη Γερμανία, αναπτύχθηκαν αλματωδώς και απείλησαν την ηγεμονία τόσο των συντηρητικών όσο και των παραδοσιακών φιλελευθέρων. Η άνοδος της εργατικής τάξης εμποδίστηκε λυσσαλέα, συχνά με αντιδημοκρατικά μέσα. Από την πλευρά τους, οι κομμουνιστές και πολλοί σοσιαλιστές, εγκατέλειψαν την τυπική δημοκρατία προς χάριν της απευθείας κατάληψης της εξουσίας.

Στη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, διαμορφώθηκε μια ισχυρή συναίνεση όσον αφορά την προοδευτική Αριστερά, ότι δηλαδή μια μορφή σοσιαλισμού (κρατικός έλεγχος στους βασικούς πυλώνες της οικονομίας, ώστε να διασφαλιστεί μια δίκαιη αναδιανομή του πλούτου) ήταν αναπόφευκτη για όλες τις ανεπτυγμένες χώρες. Ακόμη και ένας συντηρητικός οικονομολόγος, όπως ο Joseph Schumpeter, στο βιβλίο που εξέδωσε το 1942 με τον τίτλο Capitalism, Socialism and Democracy, μπόρεσε να γράψει ότι ο σοσιαλισμός θα έβγαινε νικητής, επειδή η καπιταλιστική κοινωνία υφίστατο πολιτιστική αυτοϋπονόμευση. Ο σοσιαλισμός θεωρήθηκε ότι εκπροσωπούσε τη βούληση και τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού στις σύγχρονες κοινωνίες.

Και ενώ οι μεγάλες ιδεολογικές συγκρούσεις του 20ου αιώνα εξαντλούνταν σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, πολύ σημαντικές αλλαγές συνέβαιναν στο κοινωνικό επίπεδο, γεγονός που υπονόμευε το μαρξιστικό σενάριο. Πρώτον, το πραγματικό βιοτικό επίπεδο της βιομηχανικής εργατικής τάξης συνέχισε να βελτιώνεται, σε σημείο που πολλοί εργάτες ή τα παιδιά τους μπόρεσαν να αναρριχηθούν στη μεσαία τάξη. Δεύτερον, το συγκριτικό μέγεθος της εργατικής τάξης σταμάτησε να αυξάνει, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, όταν οι υπηρεσίες άρχισαν να εκτοπίζουν τη βιομηχανική παραγωγή, στις οικονομίες που ονομάστηκαν «μετα-βιομηχανικές». Τέλος, μια καινούργια ομάδα φτωχών και μη προνομιούχων ανθρώπων αναδύθηκε κάτω από τη βιομηχανική εργατική τάξη, ένα ετερογενές μίγμα φυλετικών και εθνικών μειονοτήτων, πρόσφατων μεταναστών και κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων, όπως οι γυναίκες, οι ομοφυλόφιλοι και οι ανάπηροι. Ως αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών, στις περισσότερες βιομηχανικές κοινωνίες, η παλιά εργατική τάξη είχε μετεξελιχθεί σε άλλη μια εγχώρια ομάδα συμφερόντων, που χρησιμοποιούσε την πολιτική ισχύ των συνδικαλιστικών οργανώσεων για να προστατεύσει τα με σκληρό τρόπο αποκτημένα κέρδη μιας παλαιότερης εποχής.

Η εργατική τάξη, εξάλλου, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν το τρανό εκείνο λάβαρο, που έμελλε να κινητοποιήσει τους λαούς των προηγμένων βιομηχανικών χωρών στην πολιτική δράση. Η Δεύτερη Διεθνής αφυπνίστηκε απότομα το 1914, όταν οι εργατικές τάξεις στην Ευρώπη αγνόησαν τις εκκλήσεις για ταξικό πόλεμο και συσπειρώθηκαν πίσω από συντηρητικούς ηγέτες που κήρυσσαν εθνικιστικά συνθήματα. Το ίδιο σχήμα λειτουργεί και σήμερα. Πολλοί μαρξιστές επιχείρησαν να δώσουν μια ερμηνεία στο φαινόμενο με τη «θεωρία της λάθος διεύθυνσης», όπως την ονόμασε ο θεωρητικός Ernest Gellner.

Με τον ίδιο τρόπο που οι σιίτες μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι ο αρχάγγελος Γαβριήλ έδωσε από λάθος στον Μωάμεθ το μήνυμα του Θεού, που προοριζόταν για τον Αλί, οι μαρξιστές αρέσκονται να πιστεύουν ότι το πνεύμα της ιστορίας ή η ανθρώπινη συνείδηση έχουν διαπράξει ένα τρομερό λάθος. Το αφυπνιστικό μήνυμα απευθυνόταν στις κοινωνικές τάξεις, αλλά από ένα ολέθριο ταχυδρομικό λάθος παραδόθηκε στα έθνη.

Ο Gellner συνέχισε την επιχειρηματολογία του λέγοντας ότι η θρησκεία επιτελεί μια λειτουργία παρόμοια με εκείνη του εθνικισμού στη σημερινή Μέση Ανατολή: κινητοποιεί αποτελεσματικά τον λαό, επειδή έχει πνευματικό και συναισθηματικό περιεχόμενο, πράγμα το οποίο δεν διαθέτει η ταξική συνείδηση. Ακριβώς όπως ο εθνικισμός ξεπήδησε όταν στο τέλος του 19ου αιώνα οι Ευρωπαίοι μετακινήθηκαν από την ύπαιθρο στις πόλεις, έτσι και ο ισλαμισμός αποτελεί αντίδραση στην αστικοποίηση και στις μετακινήσεις που λαμβάνουν χώρα στις σύγχρονες κοινωνίες της Μέσης Ανατολής. Η επιστολή του Μαρξ δεν πρόκειται ποτέ να παραδοθεί σε διεύθυνση που να αναγράφεται μια «τάξη».

Ο Μαρξ πίστευε ότι η μεσαία τάξη, ή τουλάχιστον εκείνη η μερίδα της που ήταν κάτοχος κεφαλαίων και που ο ίδιος ονόμαζε μπουρζουαζία, θα παρέμενε πάντα μια μικρή και προνομιούχος μειοψηφία στις σύγχρονες κοινωνίες. Αντιθέτως, αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη ήταν ότι η μπουρζουαζία και γενικότερα η μεσαία τάξη, συγκρότησαν τη μεγάλη πλειοψηφία στους λαούς των πλέον προηγμένων χωρών, γεγονός που δημιούργησε προβλήματα στον σοσιαλισμό. Από την εποχή του Αριστοτέλη, οι στοχαστές διατύπωσαν την πεποίθηση ότι η σταθερή δημοκρατία στηρίζεται σε μια ευρεία μεσαία τάξη και ότι οι κοινωνίες που παρουσιάζουν ακραίο πλούτο και φτώχια είναι ευάλωτες είτε στην ολιγαρχική κυριαρχία είτε στη λαϊκή επανάσταση. Όταν μεγάλο μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου κατόρθωσε να δημιουργήσει κοινωνίες μεσαίας τάξης, η απήχηση του μαρξισμού εξανεμίστηκε. Οι μόνες περιοχές όπου ο αριστερός ριζοσπαστισμός παραμένει ισχυρός είναι μερικά από τα πιο υποβαθμισμένα μέρη του κόσμου, όπως κάποια στη Λατινική Αμερική, το Νεπάλ και οι εξαθλιωμένες περιφέρειες της ανατολικής Ινδίας.