Κοινές ασθένειες στη δίνη των συμφερόντων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Κοινές ασθένειες στη δίνη των συμφερόντων

Η παράδοξη αδιαφορία για την πρώτη αιτία θανάτων παγκοσμίως

Ωστόσο, η αισιοδοξία εξανεμίστηκε προτού καν η συνεδρίαση ξεκινήσει. Οι ΜΚΟ εστίασαν στην απουσία από τη συζήτηση άλλων σημαντικών Μη Μεταδιδομένων Νοσημάτων, όπως είναι οι ψυχικές ασθένειες. Οι χορηγοί, που είχαν πρωταγωνιστήσει στη διεθνή ανταπόκριση ως προς τις μολυσματικές ασθένειες, όπως π.χ. το ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς, υποστήριξαν ότι η συνεδρίαση θα αποσπούσε την προσοχή από τις άλλες εν εξελίξει πρωτοβουλίες για την παγκόσμια υγεία και να στρέψει αλλού τη χρηματοδότησή τους. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΗΕ βάλτωσαν μέσα σε διαφωνίες για το αν θα έπρεπε να συμφωνηθούν στόχοι για τον περιορισμό των ΜΜΝ και υποχρεωτικά μέτρα προς την κατεύθυνση αυτή, σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι βιομηχανίες καπνού, τροφίμων, ποτών και φαρμάκων άσκησαν έντονες παρασκηνιακές πιέσεις κατά της ψήφισης τέτοιων ρυθμιστικών μέτρων. Και παρά το γεγονός ότι 130 χώρες, τριάντα αρχηγοί κρατών και εκατοντάδες ΜΚΟ συγκεντρώθηκαν για να υπερασπιστούν την ανάληψη δράσης απέναντι σε μια μεγάλη σειρά ασθενειών, όταν η σύνοδος ξεκίνησε οι δρόμοι έξω από την έδρα του ΟΗΕ ήταν άδειοι από υποστηρικτές και πάσχοντες, σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί στις υψηλού επιπέδου διασκέψεις του ΟΗΕ για το HIV/AIDS.

Οι δεσμεύσεις που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της συνόδου ήταν ως επί το πλείστον ρητορικές. Η συνακόλουθη πολιτική διακήρυξη αναγνώριζε τις «διαστάσεις επιδημίας» όσον αφορά τα ΜΜΝ και υπογράμμιζε ότι οι χώρες θα μπορούσαν να επιτύχουν την πρόληψη με αποδοτικά -από οικονομική άποψη- μέτρα για τη δημόσια υγεία, χωρίς όμως να καθορίζουν ακριβείς μεθόδους ή -έστω- να στηρίζουν την υιοθέτησή τους. Η διακήρυξη ενεθάρρυνε συνεργασίες στον ιδιωτικό τομέα και στην ανταλλαγή τεχνικής βοήθειας μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσομένων χωρών, αλλά απέτυχε στο να αναδείξει τον φορέα που θα οργανώσει ή θα χρηματοδοτήσει αυτές τις πρωτοβουλίες. Η πιο συγκεκριμένη δράση που αποφασίστηκε ήταν να αναπεμφθεί στον ΠΟΥ η ευθύνη για τα ΜΜΝ, με την ανάθεση σε αυτόν του καθήκοντος να ορίσει προαιρετικούς στόχους για τις ασθένειες και τη μείωση των κινδύνων, αφού οι χώρες δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν σε υποχρεωτικές πολιτικές. Ζητήθηκε, επίσης, από τα μέλη του ΟΗΕ να «μελετήσουν» αυτούς τους στόχους στην επεξεργασία των εθνικών προγραμμάτων τους για τα ΜΜΝ. Πρόσφατα ο ΠΟΥ ανακοίνωσε ότι πιθανόν να είναι σε θέση να οδηγήσει σε συμφωνία τις 194 χώρες-μέλη της πάνω σε αυτούς τους προαιρετικούς στόχους, τουλάχιστον μέχρι τον Μάιο του 2013.

Εντέλει, η διάσκεψη του ΟΗΕ συνέβαλε στην κινητοποίηση της κοινότητας των ΜΚΟ και στη διεύρυνση της δημόσιας αναγνώρισης για το βαρύ ανθρώπινο και οικονομικό τίμημα από τα μη μεταδιδόμενα νοσήματα παγκοσμίως. Αρκετές κυβερνήσεις θέσπισαν αυτοβούλως νέους κανονισμούς για τα τρανς λιπαρά οξέα και τα διατροφικά άλατα. Πολυάριθμες επιχειρήσεις, όπως η PepsiCo, ανακοίνωσαν ότι θα προχωρήσουν σε εκούσιες πρωτοβουλίες για να καταστήσουν πιο υγιεινά τα προϊόντα τους και να χρηματοδοτήσουν βελτιώσεις στη θεραπεία των ΜΜΝ. Παρά ταύτα, οι απογοητευμένοι υποστηρικτές ζήτησαν να πραγματοποιηθεί μια πιο ολοκληρωμένη σύνοδος, που θα ασχοληθεί με τα κοινωνικά και οικονομικά αίτια των ΜΜΝ παγκοσμίως. Οι επικριτικές φωνές χαρακτήρισαν τα φτωχά αποτελέσματα ως απόδειξη του γεγονότος ότι η συλλογική δράση κατά των ΜΜΝ είναι αδύνατη, εν μέσω των παγκόσμιων οικονομικών προβλημάτων και των παρασκηνιακών επιχειρηματικών πιέσεων.

ΟΛΑ ΑΜΕΣΩΣ ΚΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ

Ωστόσο, η αντίληψη ότι η εξασθένιση της παγκόσμιας οικονομίας και η συνομωσία του επιχειρηματικού παρασκηνίου ευθύνεται για την ανυπαρξία προόδου κατά τη συνεδρίαση του ΟΗΕ, είναι εσφαλμένη. Με τον τρόπο που συνεχίζονται και σήμερα οι διεθνείς προσπάθειες για την αντιμετώπιση των ΜΜΝ, είναι καταδικασμένες να μην κερδίσουν την υποστήριξη ακόμη και σε καθεστώς ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας, πράγμα που συνέβη από την πρώτη στιγμή που ο ΠΟΥ έκανε αναφορά στην αναδυόμενη επιδημία των ΜΜΝ. Η αποτελεσματικότητα των επιχειρηματικών παρασκηνιακών πιέσεων αποτέλεσε το σύμπτωμα μιας κακώς εννοούμενης συλλογικής δράσης για το ζήτημα, και όχι την αιτία της.

Οι συλλογικές προσπάθειες κατά των ΜΜΝ απέτυχαν λόγω της ανομοιομορφίας αυτών των ασθενειών, καθώς και λόγω της απόφασης αυτές να αντιμετωπισθούν σε διεθνές επίπεδο. Κοντά στον καρκίνο, στον διαβήτη, στα καρδιαγγειακά και αναπνευστικά νοσήματα βρίσκεται μια μεγάλη ποικιλία ασθενειών, όπως δερματικές παθήσεις, συγγενείς ανωμαλίες, ψυχικές διαταραχές, ρευματοειδής αρθρίτιδα και οδοντική τερηδόνα. Όλες αυτές οι παθήσεις δεν είναι χρόνιες ή σχετιζόμενες με κακές συνήθειες ή έστω μη μεταδιδόμενες. Ως κατηγορία, τα ΜΜΝ έχουν μεταξύ τους ελάχιστα κοινά, πλην του ότι είναι ασθένειες που επικρατούν όταν ένας πληθυσμός τείνει να εξαλείψει μολύνσεις και παράσιτα που σκοτώνουν παιδιά και εφήβους. Κοντολογίς, τα ΜΜΝ είναι ασθένειες που πλήττουν μακροβιότερους πληθυσμούς.

Η προσπάθεια να αντιμετωπισθούν αυτές οι ασθένειες σαν μια ενιαία κατηγορία και σε παγκόσμιο επίπεδο, είχε ως αποτέλεσμα να διευρυνθούν οι αντιθέσεις και να διασπαστεί η τάση υποστήριξης για αποτελεσματική δράση. Η ενιαία κατηγοριοποίηση συνέβαλε στο να συσπειρωθούν βιομηχανίες ενός μεγάλου εύρους, συνήθως άσχετες μεταξύ τους, από εταιρείες αγροτικών προϊόντων έως φαρμακοβιομηχανίες και εστιατόρια, όλες κατά των παγκόσμιων στόχων για τη μείωση των Μη Μεταδιδομένων Νοσημάτων και των παραγόντων κινδύνου που οδηγούν σε αυτές. Από την άλλη πλευρά, το ίδιο γεγονός συνέτεινε στο να δυσχερανθεί η συσπείρωση των κρατών και των ανά τον κόσμο πασχόντων από ΜΜΝ γύρω από μια συγκεκριμένη και εποικοδομητική ατζέντα πολιτικής. Και όταν τα ΜΜΝ εμφανίζονται να θέτουν τις ίδιες προκλήσεις εξίσου στις αναπτυσσόμενες και στις ανεπτυγμένες χώρες, οι πολιτικοί και οι πιθανοί χορηγοί τείνουν να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η λύση δεν μπορεί να προέλθει από διεθνή κινητοποίηση και ότι τα ΜΜΝ αποτελούν τη φυσική συνέπεια της οικονομικής ανάπτυξης.