Πώς και γιατί η Γερμανία επιτέθηκε εναντίον των Ελλήνων
Η εξώθηση του πολιτικού συστήματος στα άκρα, είτε δεξιά είτε αριστερά, δεν πρέπει να θεωρείται ένα παροδικό φαινόμενο. Πέρα από το γεγονός ότι σε αυτό ευθύνεται η αποτυχία της κυρίαρχης πολιτικής τάξης να δώσει αξιόπιστες λύσεις στην ανάπτυξη της χώρας, σημαντική συμβολή σε αυτό έχει και η προσβλητική απαξία που επεφύλαξε η Γερμανία στο Ελληνικό έθνος συλλήβδην, σπρώχνοντας τους Έλληνες σε ριζοσπαστικές αναζητήσεις. Αντίδοτο μπορεί να είναι μόνο η συσπείρωση του ευρωπαϊκού Νότου.
Ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΚΟΤΟΒΟΣ είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Δεν έχουμε ακόμη μια «αξιολόγηση» της διαχείρισης της κρίσης σε άλλες χώρες του Νότου, για να μπορούμε να πούμε αν το ελληνικό πολιτικό φαινόμενο επαναληφθεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και εκεί. Το ότι, όμως, έχει ήδη δημιουργηθεί ένα ψυχολογικό - δίπλα στο οικονομικό - χάσμα μεταξύ του ευρωπαϊκού Βορρά και του ευρωπαϊκού Νότου, είναι γεγονός. Χιλιάδες κείμενα έχουν γραφεί σε εφημερίδες χωρών του Βορρά (π.χ. στη Γερμανία) για τις συλλογικές ευθύνες των χωρών του ευρωπαϊκού νότου για την κρίση, και αντίστοιχα πολλά κείμενα κυκλοφορούν σε εφημερίδες (μέσα) χωρών του Νότου για τη συμβολή του ευρωπαϊκού Βορρά στην κρίση. Είναι σαφές ότι έχει δημιουργηθεί μια «νότια» και μια «βόρεια» ερμηνεία της κρίσης χρέους και γενικότερα της κρίσης του ευρώ στην Ευρώπη [8]. Και οι ερμηνείες αυτές συνοδεύονται από αντίστοιχες περιγραφές για τους «λαούς» των χωρών που είτε υφίστανται την κρίση είτε την χρηματοδοτούν με δάνεια [9].
Επειδή δεν έχουμε ακόμη δεδομένα για τις υπόλοιπες χώρες του Νότου σε ό,τι αφορά την πολιτική αξιολόγηση των πολιτικών λιτότητας που επιβάλλονται για τη θεραπεία της κρίσης χρέους, τα σχόλια θα περιοριστούν στη χώρα όπου αυτά τα δεδομένα υπάρχουν, δηλαδή στην Ελλάδα.
Η κύρια αιτία της πολιτικής αποσταθεροποίησης της μεταμνημονιακής Ελλάδας είναι αναμφίβολα η οικονομική. Τα μέτρα λιτότητας που συμφωνήθηκαν με τους δανειστές είναι τέτοιας έκτασης και δραστικότητας, που όχι μόνον η καθημερινότητα, αλλά τα σχέδια ζωής εκατομμυρίων Ελλήνων ακυρώθηκαν μέσα σε πολύ λίγο χρόνο. Η λέξη «τσουνάμι» που έχει χρησιμοποιηθεί πρόσφατα από τον Έλληνα πρωθυπουργό για την απεικόνιση της ελληνικής κρίσης είναι από τις πιο πετυχημένες, επειδή είναι ρεαλιστική. Από την άλλη μεριά, η διαπλοκή της ελληνικής οικονομίας με τις αντίστοιχες των ευρωπαίων εταίρων δημιούργησε φόβους αλλά και ισχυρά στερεότυπα, ακόμη και μίσος, εναντίον των Ελλήνων σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς οι πολίτες τους άρχισαν να αναρωτιούνται – και σε αυτό «βοήθησαν» ιδιαίτερα τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και ορισμένοι ευρωπαίοι πολιτικοί – τι σημαίνει γι αυτούς προσωπικά η ελληνική κρίση. Πόσο εισόδημα θα χάσουν για να «σωθεί» η Ελλάδα και για ποιο λόγο πρέπει να χάσουν αυτό το εισόδημα, όταν η Ελλάδα εμφανίζεται ως βαρέλι δίχως πάτο, και κυρίως γιατί πρέπει να πληρώνουν εκείνοι για να ζουν οι Έλληνες διαρκώς πέρα από τις δυνατότητές τους.
Αν έτσι προσλαμβάνει ο μέσος πολίτης της Βόρειας Ευρώπης την ελληνική κρίση χρέους, δηλαδή ως πρόβλημα που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα από τους Έλληνες και που πρέπει να λυθεί από εκείνους που το προκάλεσαν και μόνο, αυτό σημαίνει ότι έχει ήδη αναδυθεί η βάση για την αναμόχλευση των στερεοτύπων του παρελθόντος τόσο από τη γερμανική [10], όσο και από την ελληνική [11] πλευρά.
Αυτό που τρία χρόνια σχεδόν μετά την εκδήλωση της απόσυρσης της εμπιστοσύνης των διεθνών χρηματαγορών απέναντι στην Ελλάδα - αλλιώς διατυπωμένο: μετά από την έναρξη της επίθεσης των «αγορών» εναντίον της χώρας - αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι ο πολιτικός φορέας (ΠΑΣΟΚ) που κέρδισε τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2009 και σχημάτισε κυβέρνηση με άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δεν μπορούσε τότε να διανοηθεί ότι η εκλογική του νίκη θα ισοδυναμούσε λίγους μήνες αργότερα με τον πολιτικό του θάνατο. Ο λόγος είναι απλός και έχει διατυπωθεί πολλές φορές από σημαίνοντα στελέχη του πρώην κυβερνητικού κόμματος: το βάρος που η τότε κυβέρνηση ανέλαβε να σηκώσει στους ώμους της ήταν δυσανάλογο για τις αντοχές της και γενικά πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που τα κυβερνητικά κόμματα στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης είχαν συνηθίσει και άντεχαν πολιτικά να σηκώνουν. Όταν αυτό έγινε αντιληπτό, το κόμμα αυτό δεν είχε ούτε την τόλμη, ούτε την πολιτική σοφία να προτείνει μια πολυκομματική κυβέρνηση που μετά την εκδήλωση της κερδοσκοπικής επίθεσης θα ήταν ίσως η πιο ενδεδειγμένη λύση για τη χώρα. Το πολιτικό αυτό σφάλμα οδήγησε στο να απωλέσουν την αξιοπιστία τους τόσο η κυβέρνηση - η οποία καθησύχαζε τους πολίτες ότι η κατάσταση δεν είναι και τόσο τραγική - όσο και η αντιπολίτευση, η οποία εστίαζε μόνο στο πώς θα ανεβάσει με φόντο την κρίση τα εκλογικά της ποσοστά. Η αντιπολίτευση έχασε έτσι την ευκαιρία να δείξει ότι αισθάνεται την ανάγκη να συστρατευθεί σε μια κοινή προσπάθεια για την αποτροπή της πτώχευσης, η οποία θα ερχόταν αναγκαστικά είτε με τη μορφή της στάσης πληρωμών, είτε με τη μορφή της δραστικής μείωσης των εισοδημάτων, και συνεπώς της αγοραστικής δύναμης του μέσου Έλληνα και ιδιαίτερα του οικονομικά αδύνατου.