Η τζιχάντ έρχεται στην Κένυα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η τζιχάντ έρχεται στην Κένυα

Συνέντευξη με έναν μαχητή
Περίληψη: 

Μέχρι πρόσφατα, οι ειδικοί υπέθεταν ότι οι στρατολόγηση της αλ-Σαμπάαμπ στην Κένυα περιοριζόταν στην σομαλική μειονότητα της χώρας, που αριθμεί περίπου ένα εκατομμύριο ανθρώπους. Αλλά οι πρόσφατες επιθέσεις απαίτησαν μια επαναξιολόγηση. Όπως μαρτυρούν πρώην μέλη της, τώρα συμμετέχουν και Κενυάτες.

Ο ALEXANDER MELEAGROU-HITCHENS είναι συνεργάτης ερευνητής στο Διεθνές Κέντρο για τη Μελέτη της Ριζοσπαστικοποίησης (ICSR) στο Κολέγιο Kings του Λονδίνου. Είναι επίσης, ερευνητής για την Εθνική Κοινοπραξία για τη Μελέτη και την Αντιμετώπιση της Τρομοκρατίας (START) στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ.

Στα τέλη Οκτωβρίου του 2011, ο Ελτζίβα Μπουάϊρ Ολιάχα, μέλος της παραστρατιωτικής ομάδας αλ Σαμπάαμπ, σκότωσε έξι ανθρώπους και τραυμάτισε δεκάδες περισσότερους στο κέντρο του Ναϊρόμπι. Η επίθεση ήταν σημαντική, όχι μόνο επειδή ήταν μέρος μιας ξαφνικής ανάκαμψης της Ισλαμιστικής τρομοκρατίας στην Κένυα, αλλά και επειδή ο Ολιάχα είναι γεννημένος Μουσουλμάνος στην Κένυα. Μέχρι πρόσφατα, οι ειδικοί υπέθεταν ότι οι στρατολογήσεις της αλ Σαμπάαμπ στην Κένυα περιορίζονταν στην σομαλική μειονότητα της χώρας, που αριθμεί περίπου ένα εκατομμύριο ανθρώπους. Αλλά η επίθεση του Ολιάχα καθώς και άλλες παρόμοιες απαιτούσαν μια επανεκτίμηση της φύσης των εχθροπραξιών στην Κένυα.

Παρά το γεγονός ότι οι τζιχαντιστές δραστηριοποιούνται εδώ και καιρό στην Κένυα –μια από τις πρώτες μεγάλες επιθέσεις της αλ Κάιντα, το 1998, είχε στόχο την αμερικανική πρεσβεία στο Ναϊρόμπι - για χρόνια οι ντόπιοι μουσουλμάνοι Κενυάτες δεν έλαβαν σχεδόν ποτέ μέρος σε τρομοκρατικές επιθέσεις. Η Κένυα, η οποία κυριαρχείται από μια μεγάλη χριστιανική πλειοψηφία, έχει μια ιστορία θρησκευτικής ανεκτικότητας και ο μουσουλμανικός πληθυσμός της δεν αποτελεί εξαίρεση. Στην πραγματικότητα, οι ντόπιοι Κενυάτες ήταν συνήθως από την άλλη πλευρά της τρομοκρατίας: Η αποστολή της Αφρικανικής Ένωσης στην Σομαλία (AMISOM), μια ειρηνευτική συμμαχία των στρατών της ανατολικής Αφρικής που δημιουργήθηκε το 2007 για να βοηθήσει στην στήριξη της μεταβατικής κυβέρνησης της Σομαλίας και στην καταπολέμηση της αλ Σαμπάαμπ, είχε ένα σημαντικό κενυάτικο τμήμα.

Όμως, οι εντάσεις μεταξύ της χριστιανικής πλειοψηφίας και της μουσουλμανικής μειονότητας πληθαίνουν. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτό, αλλά περιλαμβάνουν την ανάπτυξη των συγκρουσιακών ομάδων σαλαφιστών καθώς και την οικονομική και πολιτική περιθωριοποίηση των μουσουλμάνων. Τα εν λόγω προβλήματα έχουν επιδεινωθεί μετά από επιθέσεις σε εκκλησίες που έχουν σχεδιαστεί ειδικά για να προκαλέσουν γενική ανησυχία. Τον περασμένο Νοέμβριο, οι νέοι χριστιανοί της Κένυας εξεγέρθηκαν ως απάντηση σε μια έκρηξη χειροβομβίδας στην παραγκούπολη του Ναϊρόμπι, Ίστλεϊ, και επιτέθηκαν στους μουσουλμάνους και στις επιχειρήσεις τους. Η αλ Σαμπάαμπ κατέφυγε αμέσως στο Twitter για να επωφεληθεί από το σεχταρισμό, υποστηρίζοντας ότι οι μουσουλμάνοι στην Κένυα «πρέπει να ερμηνεύσουν αυτές τις επιθέσεις ως μια σαφή δήλωση του πολέμου εναντίον τους και να υπερασπιστούν τις περιουσίες και την τιμή τους». Η κλιμάκωση των εντάσεων κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών είναι σίγουρα ένας λόγος για τον οποίο υπάρχουν κατ' εκτίμηση σήμερα 500 Κενυάτες μουσουλμάνοι στις τάξεις της αλ Σαμπάαμπ στη Σομαλία.

Στα μέσα του 2012, συνάντησα έξι Κενυάτες, πρώην μέλη της αλ Σαμπάαμπ για να μάθω για τις εμπειρίες τους. Ένας από αυτούς, ο «Χασάν», στρατολογήθηκε το 2008 από το Μουσουλμανικό Κέντρο Νεότητας της Κένυας (MYC), ένα παράρτημα της αλ Σαμπάαμπ στην παραγκούπολη της μουσουλμανικής πλειοψηφίας του Ναϊρόμπι, το Μαντζένγκο. Αν και πιστός, ο 16χρονος δεν ήταν ιδεολογικά δεσμευμένος με τους τζιχαντιστές. Αντ' αυτού, ο Χασάν βρήκε μια παρήγορη συντροφιά στον χαρισματικό ηγέτη του MYC Αχμέντ Ιμάν Αλί και τους οπαδούς του. Επίσης, βοήθησαν και οι υποσχέσεις για αμοιβή – 40.000 σελίνια Κένυας (470 δολάρια) τον μήνα. «Χρειαζόμουν τα χρήματα για το λύκειο και υπολόγιζα να το κάνω για λίγο, ώστε να μαζέψω τα χρήματα και στη συνέχεια να πάω στο κολέγιο και επίσης να βοηθήσω την γιαγιά μου, με την οποία ζούσα», μου είπε.

Ο Χασάν υποβλήθηκε σε κατήχηση για τρεις μήνες σε άλλο κοντινό τζαμί των τζιχαντιστών στο Μαντζένγκο πριν ταξιδέψει με αυτοκίνητο με δεμένα τα μάτια στη Σομαλία μαζί με μια ομάδα συντρόφων. Θυμάται να ακούει τον οδηγό να διαπραγματεύεται με ύποπτους Κενυάτες συνοριοφύλακες, οι οποίοι δέχθηκαν τελικά 50.000 σελίνια ως δωροδοκία (δηλαδή 590 δολάρια) για να τους επιτρέψουν να περάσουν. Μόλις ο Χασάν έφτασε στην Σομαλία, του ανατέθηκε γρήγορα να συμμετέχει σε επιδρομές στα χωριά της περιοχής. Αναγκάστηκε να ακρωτηριάζει, να σκοτώνει, να κλέβει, βοηθώντας τόσο στην χρηματοδότηση της αλ Σαμπάαμπ όσο και στην καθιέρωσή της ως μια δύναμη την οποία πρέπει όλοι να υπολογίζουν.

«Συνήθως έπρεπε να ξυπνάμε πολύ νωρίς το πρωί και να επιστρέφουμε πολύ αργά», αφηγήθηκε ο Χασάν. «Ήταν φρικτό και αυτό που κήρυτταν δεν ήταν αυτό που έκαναν». Θυμάται με θυμό το πώς είχε παραπλανηθεί: «Μας είπαν ότι αγωνίζονται για την αδελφότητά μας (την μουσουλμανική), αλλά αυτό που έκαναν εκεί ήταν να σκοτώνουν μουσουλμάνους, ειδικά αν κάποιος πήγαινε ενάντια στις διαταγές τους». Καθώς ο Χασάν μας περιέγραφε την τραγική μοίρα ενός από τους καλούς του φίλους, αποκαλύφθηκε το βάθος του τραύματός του. «Ο φίλος μου αρνήθηκε την εντολή να βιάσει μια χωρική και τον έσφαξαν ακριβώς μπροστά στα μάτια μου», εξήγησε και η φωνή του άρχιζε να σπάει. «Ήμουν τόσο φοβισμένος ότι θα κάνουν σύντομα το ίδιο και με μένα αν έκανα κάποιο λάθος».

Η δολοφονία έγινε με εντολή του Αλί, ο οποίος μέχρι τότε είχε εγκατασταθεί στην Σομαλία για να αναλάβει την ευθύνη των κενυάτικων τμημάτων του στρατού της αλ Σαμπάαμπ και του οποίου η καλοσύνη κατά τη διάρκεια της διαδρομής του ως σεΐχη στο Μαντζένγκο ήταν ένας από τους παράγοντες που έπεισαν τον Χασάν να ενταχθεί στην πρώτη γραμμή: «Συνήθιζε να μου δίνει χρήματα για την οικογένειά μου, ήταν ένας άνθρωπος που ποτέ δεν θύμωνε», είπε ο Χασάν. Μου υποσχέθηκε επίσης ότι αν πάω στη Σομαλία θα πάρω τα χρήματα για τις σπουδές μου και για την οικογένειά μου». Αλλά, η άγρια δολοφονία τού φίλου του, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και ο Χασάν δραπέτευσε με έναν άλλο σύντροφο αμέσως μετά, στηριζόμενος όπως και πολλοί άλλοι πριν από αυτόν, στην καλοσύνη των κατοίκων για στέγαση και για εύρεση μεταφορικού μέσου διαφυγής.

ΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ