Πέρα από το κραχ
Στο βιβλίο του ο Gordon Brown περιγράφει τις προσπάθειές του να αντιμετωπίσει το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην χώρα του αλλά και τις σκέψεις του για την παγκόσμια οικονομία.
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ είναι καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπηρετεί σήμερα ως υπουργός Οικονομίας.
Το ανά χείρας βιβλίο του πρώην πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου, Gordon Brown, είναι μια συγκλονιστική αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο του ανθρώπου που ανέλαβε τις τύχες της χώρας του όταν κατέρρεε το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα, και ιδιαιτέρως αυτό του Ηνωμένου Βασιλείου, και η παγκόσμια οικονομική κρίση έτεινε να αποκτήσει τις διαστάσεις της κρίσης του 1929.
Το βιβλίο αυτό πρέπει να τύχει μεγάλης προσοχής: από το πολιτικό σύστημα της χώρας μας, τους παράγοντες του οικονομικού βίου, κυρίως όμως από την πνευματική ηγεσία του τόπου και τον καθημερινό άνθρωπο.
Το βιβλίο γράφτηκε από έναν ιδιαίτερα προικισμένο και ηθικό πολιτικό, με όραμα για την πατρίδα του, κυρίως όμως με όραμα για όλο τον κόσμο. Αν και γνωστός ευρωσκεπτικιστής, ο Gordon Brown θεωρεί ότι το ευρώ πρέπει να επιζήσει πάση θυσία και συμβουλεύει τους ευρωπαίους πολιτικούς τι να κάνουν. Συμβουλεύει τους Γερμανούς λέγοντάς τους ότι μόνη η δημοσιονομική πειθαρχία δεν αρκεί, αλλά η Ευρωζώνη χρειάζεται στιβαρή οικονομική διακυβέρνηση, επενδύσεις σε υποδομές, στην παιδεία, στην επιμόρφωση των εργαζομένων, παράλληλα με μεγαλύτερη ευελιξία στις αγορές και, φυσικά, μεταρρυθμίσεις. Θεωρεί ότι η δεκαετία 2010-2020 είναι δύσκολη και απαιτεί οικονομικό συντονισμό μεταξύ Αμερικής, Ευρωζώνης, Κίνας, Ιαπωνίας, Ινδίας. Αναφέρεται με νοσταλγία στο παρελθόν του Bretton-Woods, όταν ο συντονισμός ήταν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση.
Ο Gordon Brown ενδιαφέρεται για την εξάλειψη της φτώχειας στον Τρίτο Κόσμο, για την εξάλειψη της ανεργίας στην Ευρώπη και της ανισοκατανομής του εισοδήματος στην Αμερική. Σ’ αυτό το τρίπτυχο στηρίζει τις ιδέες του για ένα νέο παγκόσμιο σύμφωνο ανάπτυξης, θεωρώντας ότι η οικονομική πρόοδος είναι αδιαίρετη και αφορά όλο τον κόσμο.
Για τους τραπεζίτες, ιδιαίτερα της πατρίδας του, η άποψή του είναι εντόνως αρνητική. Θεωρεί ότι έχουν αποκοπεί από την κοινωνία, ότι οι περισσότεροι θα έπρεπε να απομακρυνθούν από τις θέσεις τους. Θέτει θέματα ηθικής αλλά και ικανότητας διαχείρισης, και επαναλαμβάνει τη συμβουλή: «Μην τους παρέχετε ρευστότητα αν δεν αποδεχτούν την ανάγκη αύξησης των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών που διοικούν». Σε μια χαρακτηριστική αποστροφή του αναφέρει ότι, σε διάλογο που είχε με κορυφαίο εμπορικό τραπεζίτη του Ηνωμένου Βασιλείου, του έθεσε το θέμα των υψηλών αμοιβών των τραπεζιτών, λέγοντας ότι οι μισθοί τους μπορεί –και πρέπει– να περικοπούν, αφού πλέον τα «ρίσκα» των τραπεζών τα ανέλαβε η πολιτεία με τα πακέτα διάσωσης. Ο κορυφαίος τραπεζίτης υπαινικτικά τον απείλησε ότι τα στελέχη των τραπεζών ενδέχεται να φύγουν από τη χώρα. Και ο Gordon Brown λέει χαρακτηριστικά: «Κρατήθηκα να μην του απαντήσω όπως θα του απαντούσε ο πρώτος περαστικός στον δρόμο».
Το πρώτο και μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου εξηγεί τον (πράγματι) σημαντικό ρόλο του συγγραφέα αφενός στη διάσωση του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος και στη διαφορά της βρετανικής προσέγγισης (αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου) από αυτή της αμερικανικής (TARP: Αγορά στοιχείων ενεργητικού), και αφετέρου στην ενεργοποίηση και τον συντονισμό των ηγετών των κρατών-μελών της Συνόδου G-20, οι οποίοι κινητοποίησαν πόρους της τάξης του ενός τρισ. δολαρίων σε μια άνευ προηγουμένου άσκηση κεϋνσιανής οικονομικής πολιτικής, που απέτρεψε την εξάπλωση της κρίσης και οδήγησε σήμερα σε παγκόσμια ανάκαμψη.
Χαίρεσαι κυριολεκτικά να διαβάζεις πώς ένας πρωθυπουργός, μπροστά σε μια τέτοια κρίση,
- πρώτον, ενημερώθηκε και διάβασε,
- δεύτερον διαβουλεύτηκε με την (περίφημη) βρετανική δημόσια διοίκηση,
- τρίτον διαβουλεύτηκε με τους πλέον έμπειρους Βρετανούς και ξένους οικονομολόγους,
- τέταρτον διαβουλεύτηκε με ανθρώπους της αγοράς, «έμπιστους, που δεν θα διέρρεαν το εμπιστευτικό περιεχόμενο της συνομιλίας»,
- πέμπτον, διαβουλεύτηκε με τους ομολόγους του στο εξωτερικό,
- έκτον, έλαβε και εφάρμοσε με αστραπιαία ταχύτητα τις δύσκολες αποφάσεις.
Και μια λεπτομέρεια: επειδή οι αποφάσεις αυτές δεν ήταν σίγουρο ότι θα έσωζαν τις καταρρέουσες βρετανικές τράπεζες, ο Gordon Brown είχε ήδη διώξει την οικογένειά του από την πρωθυπουργική κατοικία (στο Νο 10 της Downing Street) ώστε, αν κάτι δεν πήγαινε καλά, θα μπορούσε να παραιτηθεί και να φύγει αμέσως!
Μεγάλο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στην εξήγηση της κατάρρευσης των τραπεζών. Εδώ ο Gordon Brown, με αναλυτική ικανότητα αλλά και χαρακτηριστική πρόζα, εξηγεί, σχολιάζει και απορρίπτει τις υπερβολές των αγορών, τη δημιουργική λογιστική των τραπεζών, την κακή χρήση των παραγώγων προϊόντων, την υπερβολική μόχλευση.
Καταλήγει στην ανάγκη ενίσχυσης της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών σε κάθε περίπτωση και στην ανάγκη καλύτερης παγκόσμιας εποπτείας τους και συντονισμού. Εξηγεί τέλος πώς οι λοιποί ηγέτες στη Σύνοδο G-20 απέρριψαν την ιδέα του για ένα φόρο τύπου Tobin.
Εντυπωσιάζουν οι κρίσεις του Gordon Brown για τους στενούς συνεργάτες του, η κατανομή καθηκόντων και ευθυνών που έκανε, ο τρόπος με τον οποίο τους συντόνισε, η γενναιόδωρη αναφορά στους υπουργούς του.
Το βιβλίο αυτό, χωρίς διάθεση ή δόση υπερβολής, πιστεύω ότι θα αφήσει εποχή. Σπάνια διάβασα βιβλίο με τόση ανυπομονησία να πάω στην επόμενη σελίδα, να φτάσω στο τέλος του. Θεωρώ ότι είναι ένας ύμνος στην πολιτική, στην ηθική, στον ορθολογισμό, στη δημοκρατία, στη συναισθηματική νοημοσύνη, στον κοινό νου.