Η διάλυση της ιταλικής αριστεράς | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η διάλυση της ιταλικής αριστεράς

Γιατί δεν κερδίζουν οι σοσιαλδημοκράτες
Περίληψη: 

Μετά από μια ασαφή εκλογική αναμέτρηση και μήνες πολιτικού αδιεξόδου, ο Enrico Letta ορκίστηκε πρωθυπουργός της Ιταλίας. Αλλά το κεντροαριστερό κόμμα του είναι αδύναμο και στερείται ιδεών - ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει η αριστερά σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Ο ANDREA MAMMONE είναι ιστορικός της Μοντέρνας και Σύγχρονης Ευρώπης στο Royal Holloway, του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Το βιβλίο του σχετικά με τον διακρατικό νεο-φασισμό θα εκδοθεί από το Πανεπιστήμιο του Cambridge.

Ως συνήθως, η πολιτική στην Ιταλία είναι γεμάτη εκπλήξεις. Η χώρα είχε εκλογές στα τέλη Φεβρουαρίου. Το πολύ μέσα στον Μάιο η νέα κυβέρνηση και το νέο κοινοβούλιο θα αναλάβουν τελικά την ευθύνη της λειτουργίας της χώρας. Μετά από μερικές εβδομάδες αναταράξεων, ο πρόεδρος, Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, επανεξελέγη στις 20 Απριλίου. Ο Ενρίκο Λέτα, ένας από παλιά πολιτικός, επιλέχθηκε για να αντικαταστήσει τον Μάριο Μόντι στην πρωθυπουργία. Το αποτέλεσμα μπορεί να μοιάζει σαν μια νίκη για την αριστερά: ο Ναπολιτάνο είναι πρώην μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και ο Λέτα είναι ο αναπληρωτής αρχηγός του κεντροαριστερού Partito Democratico. Ωστόσο, ο πραγματικός νικητής είναι ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, της δεξιάς, ο οποίος θα κρατά το πηδάλιο της κυβέρνησης - έστω και από το παρασκήνιο.

Εν μέρει, οι εκλογές του Φεβρουαρίου αντανακλούν την απόρριψη από τους Ιταλούς μερικών από τα παραδοσιακά κόμματα και της λιτότητας της ΕΕ. Πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι αντανακλούν την αποτυχία της κεντροαριστεράς να αντιμετωπίσει τις τρέχουσες κοινωνικές και πολιτικές πραγματικότητες της χώρας. Και τούτη είναι μια αποτυχία που έχει αναπαραχθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Στην πορεία προς τις ιταλικές εκλογές, το έξυπνο χρήμα παρέπεμπε σταθερά σε μια νίκη της Κεντροαριστεράς – ο Μπερλουσκόνι φαινόταν να έχει πια μια σχετικά μικρή δημοφιλία, και η οικονομία, η οποία καθοδηγήθηκε από τεχνοκράτες και υπέστη τα προγράμματα λιτότητας που εκείνοι προτίμησαν, ήταν σε άθλια κατάσταση. Ωστόσο, η αριστερά ήταν ακόμα ανίκανη να κερδίσει μια πλειοψηφία στις εκλογές. Ως αποτέλεσμα, ο Λέτα τώρα θα κυβερνήσει ως μέρος ενός συνασπισμού που περιλαμβάνει στενούς πολιτικούς συμμάχους του Μπερλουσκόνι, συμπεριλαμβανομένου του γραμματέα του κόμματος του Μπερλουσκόνι, ο οποίος θα χρησιμεύσει ως αναπληρωτής πρωθυπουργός του Λέτα.

Η ήττα της ιταλικής κεντροαριστεράς ήταν ιδιαίτερα ενοχλητική, δεδομένου ότι το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν κάποτε το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κίνημα στον δημοκρατικό δυτικό κόσμο. Το κόμμα βοήθησε να απελευθερωθεί η Ιταλία από τον φασισμό του μεσοπολέμου. Έπαιζε θετικό ρόλο στις τοπικές κυβερνήσεις μέχρι την δεκαετία του 1990. Αλλά, αντί να οικοδομήσουν πάνω σε αυτή την επιτυχία, οι κληρονόμοι των κομμουνιστών, εκπροσωπούμενοι από το Partito Democratico, όλο αυτό το διάστημα έχασαν τον χρόνο τους διαπληκτιζόμενοι για το ποιος θα αναλάβει την ηγεσία του κόμματος. Ανέπτυξαν λίγες μόνο νέες ιδέες και έκαναν ελάχιστα για να κρατήσουν πιστούς τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους τους. Το κόμμα ποτέ δεν ήταν σε θέση να επωφεληθεί από τις αστοχίες του Μπερλουσκόνι: υπό τον Ρομάνο Πρόντι το 1996 και το 2006, οι κεντροαριστερά κέρδισε τις εκλογές απέναντι στον Μπερλουσκόνι, αλλά και στις δύο περιπτώσεις ο Πρόντι «απελύθη» από την δική του εκλογική συμμαχία. Αυτό απλώς ενίσχυσε την ιδέα ότι, ανεξάρτητα από τα σφάλματα του Μπερλουσκόνι, μόνο αυτός θα μπορούσε να συγκεντρώσει μια αρκετά σταθερή πλειοψηφία για να ηγηθεί της Ιταλίας. Κανένα άλλο αριστερό κόμμα, εν τω μεταξύ, δεν ήταν σε θέση να μεταφέρει αρκετή υποστήριξη από τις περιφερειακές εκλογές ώστε να επηρεάσει την εθνική πολιτική.

Οι άλλες αριστερές τάσεις και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης δεν είναι καλύτερα. Αυτό είναι κρίμα: τα κόμματα και οι ιδέες των Βίλι Μπραντ, Ούλωφ Πάλμε και Αλτιέρο Σπινέλλι, μεταξύ άλλων, κάποτε έχτισαν τα συστήματα πρόνοιας της Ευρώπης εκ του μηδενός. Υπερασπίζονταν τα κοινωνικά δικαιώματα, την προσιτή σε όλους εκπαίδευση, τις προοδευτικές πολιτικές για την οικογένεια, καθώς και την προστασία των εργαζομένων. Εξακολουθούσαν να παρεμβαίνουν στον οικονομικό και βιομηχανικό σχεδιασμό και ήταν βασικοί συντελεστές στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Με τα χρόνια, ο ρόλος τους στην κυβέρνηση επηρέασε πολλές άλλες πολιτικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των Χριστιανοδημοκρατών, ώστε να κινηθούν προς τα αριστερά.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις εμπειρίες, τα κεντροαριστερά κόμματα θα έπρεπε να είναι σε θέση να διαχειριστούν την τρέχουσα οικονομική δίνη της Ευρώπης. Αυτό, απλώς δεν ισχύει. Κάποιοι αποδίδουν τις πρόσφατες αποτυχίες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην στροφή τους τις τελευταίες δεκαετίες υπέρ της αγοράς. Στην πραγματικότητα, μερικά από τα κόμματα αυτά έχουν κινηθεί ενεργά προς το κέντρο του πολιτικού συστήματος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Εργατικό Κόμμα στην Μεγάλη Βρετανία. Μια από τις λίγες λύσεις για την κρίση που έχουν υιοθετήσει οι ευρωπαϊκές χώρες, είναι να ακολουθήσουν τις ιδιοτροπίες των χρηματοπιστωτικών αγορών και των οίκων αξιολόγησης, να μειώσουν τις κρατικές δαπάνες και να διατηρήσουν την πεποίθηση ότι η ανάπτυξη μπορεί να ενθαρρυνθεί αφότου ολοκληρωθεί η πορεία της οικονομικής λιτότητα. Στην Ιταλία, το Partito Democratico υποστήριξε την τεχνοκρατική κυβέρνηση του Μάριο Μόντι και τα σχέδιά του περί λιτότητας. Το ίδιο ήταν το σενάριο και στην περίπτωση της Ελλάδας. Γι’ αυτό τον λόγο, τα κόμματα αυτά δεν θα μπορούσαν να κεφαλαιοποιήσουν την αντιδημοτικότητα της λιτότητας ώστε να αποσπάσουν ψήφους από την δεξιά.

Με όρους κοινωνικής πολιτικής, τα αριστερά κόμματα, επίσης φάνηκαν κατά καιρούς να μην βλέπουν τα δεινά των εργαζομένων. Στη δεκαετία του 1990, αγνόησαν τις επικίνδυνες εντάσεις που δημιουργούνταν από τον κατακερματισμό των συνδικάτων, την παγκοσμιοποίηση, την μετανάστευση, την λιτότητα και την κατάρρευση των κοινωνικών δικτύων ασφαλείας, όλες τις τάσεις που συνέβαλαν στο να γίνουν πιο ελκυστικά τα δημαγωγικά ακροδεξιά κινήματα σε κάποιες εργατικές περιοχές. Τα κόμματα ομοίως παρέβλεπαν τις ανάγκες της νέας γενιάς της μικρομεσαίας τάξης αλλά και εκείνες των μορφωμένων αλλά ανέργων νέων. Αν η αριστερά δεν επιλαμβάνεται αυτών των προβλημάτων, είναι ασαφές το ποια είναι η πραγματική της ιδεολογία, ακόμη και η κοσμοθεωρία της.