Οι σχέσεις Ελλάδας – ΠΓΔΜ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι σχέσεις Ελλάδας – ΠΓΔΜ

Ενόψει μιας λύσης ή επιμονή στο αδιέξοδο;

Στις συνομιλίες της με την Ιρλανδή ομόλογό της, η του Αναπληρώτρια Πρωθυπουργός και υπεύθυνη για τις Ευρωπαϊκές Υποθέσεις, Τεούτα Αρίφ,ι ζήτησε τη στήριξη της Ιρλανδικής Προεδρίας και έθεσε ως χρονικό ορίζοντα των προ-ενταξιακών διαπραγματεύσεων το τέλος του 2013. Δήλωσε ότι η ΠΓΔΜ «θα συνεχίσει να υιοθετεί μια εποικοδομητική στάση στο ζήτημα του ονόματος και να συνεισφέρει στην οικοδόμηση φιλικών σχέσεων με τις χώρες του εγγύς περιβάλλοντος της». Η αναφορά αυτή δεν είχε μόνο ως αποδέκτη την Ελλάδα αλλά και την Βουλγαρία η οποία επαναπροσδιόρισε τη στρατηγική της έναντι των Σκοπίων. Το χρονικό πλαφόν που θέτουν τα Σκόπια δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την αντίληψη ότι η δεινή οικονομική θέση της Ελλάδας συνιστά μια ευκαιρία άσκησης πίεσης στην Αθήνα.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων μέχρι τα τέλη Ιουνίου. Η πρότασή της θεμελιώθηκε με βάση τις ετήσιες εκθέσεις προόδου αλλά και ζητήματα τεχνικής φύσης που αφορούν οικονομικά και πολιτικά κριτήρια ένταξης, ωστόσο δεν δεσμεύει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και τις ευρωπαϊκές ηγεσίες. Ουσιαστικά, είναι μια πρόταση που κατατέθηκε και στο παρελθόν και ασκεί πίεση στην ελληνική πλευρά προκειμένου να συναινέσει στην έναρξη των διαπραγματεύσεων.

Ελλείψει μιας ουσιαστικά Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, οι εταίροι της Ελλάδας θεωρούν ότι το χρονίζον ζήτημα οφείλει να επιλυθεί άμεσα. Η διαφορά αντιλήψεων ανάμεσα στην Ελλάδα και τους εταίρους της στην ΕΕ προκύπτει μεταξύ άλλων από τις διαφορετικές αξιολογήσεις για το είδος και την ένταση της απειλής την οποία συνιστά το ζήτημα του ονόματος. Η ιστορική πολυπλοκότητα των διαβαλκανικών σχέσεων και ο αλυτρωτισμός αποτελούν αρνητική παρακαταθήκη της διαδικασίας επίλυσης. Επιπλέον, πράξεις βίας όπως οι πρόσφατοι βανδαλισμοί στο ελληνικό στρατιωτικό νεκροταφείο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου δεν διευκολύνουν τη διαδικασία επούλωσης των πληγών και αναδεικνύουν πτυχές της σκοτεινής ιστορίας των Βαλκανίων. Οι πράξεις αυτές προκάλεσαν διάβημα διαμαρτυρίας από πλευράς Ελλάδας και κατέδειξαν την αδυναμία ελέγχου των ακραίων εθνικιστικών στοιχείων στα Σκόπια. Έναν μη εποικοδομητικό ρόλο διαδραματίζει και η Ορθόδοξη Εκκλησία της ΠΓΔΜ, αφού η αναγνώρισή της ως ανεξάρτητη έχει συνδεθεί με το ζήτημα της πολιτικής επίλυσης της διένεξης Ελλάδας – ΠΓΔΜ.

Το Μακεδονικό δεν αποτελεί ζήτημα «καθαρότητας» των εθνών και ιστορικής τεκμηρίωσης, δεν συνιστά νομικής υφής διαφορά αλλά αποτελεί πρωτίστως ζήτημα ασφαλείας σε ένα υποσύστημα ασφαλείας στο οποίο διαχρονικά καταγράφονται αποσταθεροποιητικές εισροές. Αυτές αφορούν τη δράση και τις επιλογές συστημικών και εξω-συστημικών δρώντων Η νομική οδός, όπως διεφάνη και από τη διαδικασίας της Χάγης, δεν επιλύει ουσιαστικά πολιτικά ζητήματα όπως η αρχή του απαραβίαστου των συνόρων και η σταθερότητα. Μετά την απόφαση της Χάγης, οι 27 ΥΠΕΞ της ΕΕ δήλωσαν με σαφήνεια ότι η επίλυση του ζητήματος του ονόματος αποτελεί προϋπόθεση ένταξης των Σκοπίων στην Ένωση. Η δήλωση αυτή εξακολουθεί να αποτελεί τη Λυδία Λίθο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αφού η Ελλάδα δεν δεσμεύεται να μεταβάλλει την πολιτική της στο μέλλον, ενώ οι γείτονες μας θα πρέπει επί της ουσίας να λειτουργήσουν «καλή τη πίστη» προκειμένου να επιλυθεί το ζήτημα.

Η στρατηγική των Σκοπίων στόχευε στην εξουδετέρωση του δικαιώματος αρνησικυρίας που διαθέτουν τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ. Μια τέτοια εξέλιξη θα αλλοίωνε θεμελιωδώς τις καταστατικές προβλέψεις πολιτικής και όχι απλά νομικής υφής. Το δικαίωμα αρνησικυρίας εντός της Ατλαντικής Συμμαχίας θα πρέπει να εκληφθεί ως ένα πολιτικό μέσο που διαθέτουν τα κράτη προκειμένου να προασπίσουν τα εθνικά τους συμφέροντα. Υπό αυτό το πρίσμα, η Ελλάδα προάσπισε ζωτικό εθνικό συμφέρον, ανεξάρτητα από τη νομική ερμηνεία που έδωσε η Χάγη.

Η εντατικοποίηση των διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ μετά την τελευταία πρωτοβουλία του κ. Νίμιτς θα πρέπει να ικανοποιήσει όχι μόνο το αίσθημα δικαίου στο εσωτερικό των δύο κρατών αλλά και να θέσει μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης που να μην υπονομεύουν το μέλλον των διμερών σχέσεων. Μια βιώσιμη λύση θα πρέπει να οικο-δομηθεί με βάση σχέσεις καλής γειτονίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης χωρίς παρερμηνείες και ασαφείς ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Υπό αυτό το πρίσμα ο ρόλος των διαμεσολαβητών απαιτεί ενάργεια και απάλειψη δυσλειτουργικών εισροών σε ένα επιβαρυμένο ιστορικά πλαίσιο διμερών σχέσεων.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ