Έξω [η] αριστερά | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Έξω [η] αριστερά

Πώς οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες μπορούν να επανέλθουν

Όταν η παγκόσμια οικονομική κρίση ενέσκηψε το 2008, οι σοσιαλδημοκράτες στην Ευρώπη πίστευαν ότι είχε φτάσει η μεγάλη στιγμή τους. Μετά από μια δεκαετία κατά την οποία η ευρωπαϊκή πολιτική είχε διολισθήσει προς δεξιές πολιτικές φιλικές προς τις αγορές, η κρίση αντιπροσώπευε μια ευκαιρία για τους υποστηρικτές τής κεντροαριστεράς που υπερασπίζονται τις πιο αποτελεσματικές κυβερνητικές ρυθμίσεις και μια μεγαλύτερη κοινωνική δικαιοσύνη, να επανεπιβεβαιώσουν τον εαυτό τους.

Στο κάτω-κάτω, ήταν χάρη στις κεντροδεξιές πολιτικές που οι απορρυθμισμένες χρηματοπιστωτικές αγορές είχαν περιέλθει σε ένα είδος μαύρης τρύπας, αποσπασμένες από την ευρύτερη παγκόσμια οικονομία, αλλά εξακολουθώντας να ασκούν μια ισχυρή επίδραση σε όλα τα είδη τής οικονομικής δραστηριότητας. Όταν ο κλάδος των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών τελικά κατέρρευσε, οι επιπτώσεις πήγαν πολύ πέρα από την Wall Street και την οικονομία των ΗΠΑ, βυθίζοντας τις χρηματοπιστωτικές αγορές και τις οικονομίες όλου του κόσμου σε μια βαθιά κρίση η οποία δεν έχει ακόμη τελειώσει.

Ωστόσο, οι σοσιαλδημοκράτες στην Ευρώπη αισθάνθηκαν μια πιθανή χρυσή ευκαιρία. Για δεκαετίες, είχαν ταχθεί υπέρ πιο αυστηρών κανονισμών προκειμένου να σταθεροποιήσουν τις εγγενώς ασταθείς χρηματοπιστωτικές αγορές, χωρίς αποτέλεσμα. Η κρίση φαινόταν ότι τους έδινε δίκιο. Επιπλέον, στον απόηχο μιας τεράστιας παγκόσμιας ύφεσης, εκατομμύρια ανθρώπων έπρεπε να στραφούν για στήριξη στα συστήματα πρόνοιας που οι σοσιαλδημοκράτες είχαν οικοδομήσει και στηρίξει: μια ακόμη δικαίωση, πίστευαν.

Και όμως, πέντε χρόνια αργότερα, η μεγάλη στιγμή των σοσιαλδημοκρατών στην Ευρώπη δεν έχει έρθει ακόμη. Οι σοσιαλδημοκράτες έχουν κερδίσει νίκες σε εθνικό επίπεδο σε μια σειρά από χώρες, όπως η Δανία, η Γαλλία και η Σλοβακία. Αλλά, αυτά τα σχετικά μέτρια κέρδη έχουν επισκιαστεί από μια αίσθηση ότι η Ευρώπη έχει περιπέσει σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας, μια μόνιμη κατάσταση έκτακτης ανάγκης η οποία προέρχεται από τις αδυναμίες που αποκαλύφθηκαν στο σύστημα του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς η παγκόσμια οικονομική κρίση μεταλλάχθηκε σε μια κρίση τής ευρωζώνη. Παρότι οι σοσιαλδημοκράτες δεν είχαν ακόμη την δυνατότητα να επωφεληθούν πλήρως από την κατάσταση, εξακολουθούν να έχουν την ευκαιρία να το κάνουν, αλλά μόνο αν καταφέρουν να δουν το πώς τα λάθη που έκαναν κατά την διάρκεια των προηγούμενων δύο δεκαετιών μείωσαν το πολιτικό τους κεφάλαιο και τους άφησαν ανέτοιμους να επωφεληθούν από ένα πολιτικό περιβάλλον που θα έπρεπε να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματά τους αυτόματα.

ΥΙΟΘΕΤΩΝΤΑΣ, ΟΧΙ ΠΡΟΣΑΡΜΟΖΟΝΤΑΣ

Μέχρι την στιγμή που άρχισε η χρηματοπιστωτική κρίση, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης είχαν ήδη χάσει την ορμή τους. Από τα τέλη τού 1970 μέχρι τα μέσα τής δεκαετίας τού 1990, είχαν υποστεί σημαντικές απώλειες σε εκλογική στήριξη σε βασικές χώρες, όπως η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτές οι απώλειες ώθησαν σε ενδοσκόπηση την ευρωπαϊκή αριστερά, η οποία πήρε διάφορες μορφές σε διάφορες χώρες. Ένα κοινό συμπέρασμα, ωστόσο, ήταν ότι καθώς ο νεοφιλελευθερισμός εξαπλώθηκε και οι οικονομίες σε όλο τον κόσμο άλλαξαν δραματικά, οι παραδοσιακές σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές φάνηκαν ξεπερασμένες σε πολλούς ψηφοφόρους. Πέρα από τον Ατλαντικό, στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Δημοκρατικό Κόμμα με επικεφαλής τον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον, αντέδρασε μετατοπιζόμενο προς τα δεξιά, σχεδιάζοντας έναν «τρίτο δρόμο» που υιοθετούσε φιλικές προς τις αγορές νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Εντυπωσιασμένα από την επιτυχία τού Κλίντον, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη ακολούθησαν το παράδειγμά του. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Τόνι Μπλερ κέρδισε τις εκλογές ως πρωθυπουργός το 1997 υποσχόμενος ένα πιο φιλικό προς την ανάπτυξη «Νέο Εργατικό» Κόμμα. Στη Γερμανία, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ ακολούθησε, οδηγώντας το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του στη νίκη το 1998, υποσχόμενος να ηγηθεί του Neue Mitte (Νέου Κέντρου), μια ταμπέλα που επέλεξε για να περιγράψει την δική του εκδοχή στην προσέγγιση του Μπλερ.

Η στροφή–«κλειδί» τού σκεπτικού που μοιράζονταν πολλά ρεύματα του τρίτου δρόμου τα οποία προέκυψαν στην δεκαετία τού 1990, ήταν η εφαρμογή των πολιτικών υπέρ τής αγοράς, σχεδόν σε κάθε κυβερνητικό τομέα. Οι υποστηρικτές τού τρίτου δρόμου είδαν τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης όχι μόνο ως ασφάλιση έναντι των μεγάλων κινδύνων τής ζωής, όπως η ανεργία, η ασθένεια και η αναπηρία, αλλά μάλλον ως ένα μέσο οικονομικής επανένταξης. Ο στόχος τους ήταν να μετατρέψουν το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας σε ένα τραμπολίνο, επικεντρωμένο λιγότερο στην αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών των φτωχών και των μειονεκτούντων και περισσότερο στην παροχή βοήθειας σε αυτούς τους ανθρώπους για να επανέλθουν γρήγορα στην οικονομία. Στην πράξη, οι μεταρρυθμίσεις αυτές αυξάνουν τον κίνδυνο οι άνεργοι να αντιμετωπίσουν μόνιμη καθοδική κινητικότητα, με την κυβέρνηση να επιδοτεί την επανείσοδό τους στο τελείως κάτω άκρο τής αγοράς εργασίας.

Παρ’ όλα αυτά, από εκλογική άποψη, ο τρίτος δρόμος λειτούργησε καλά, τουλάχιστον για ένα διάστημα. Μέχρι το τέλος τής δεκαετίας τού 1990, οι σοσιαλδημοκράτες ηγούντο στα περισσότερα από τα κράτη-μέλη τής ΕΕ. Όμως, παρ’ όλο που ο εναγκαλισμός των πιο νεοφιλελεύθερων πολιτικών οδήγησε στην εκλογική επιτυχία, οι σοσιαλδημοκράτες υπέστησαν σύντομα τις συνέπειες της εγκατάλειψης της παραδοσιακής πολιτικής τους ταυτότητας. Όλα τα πολιτικά κινήματα μπορούν να επωφεληθούν από περιόδους προβληματισμού και ανανέωσης, και οι σοσιαλδημοκράτες είχαν - και εξακολουθούν να έχουν - πολλά μαθήματα να μάθουν από τους συντηρητικούς, τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους. Αλλά, για πολλούς ψηφοφόρους, ο βαθμός στον οποίο οι σοσιαλδημοκράτες είχαν αλλάξει τις θέσεις τους αντιπροσώπευε μια καιροσκοπική προδοσία των βασικών πεποιθήσεών τους, που τους άφησε σχεδόν να μην ξεχωρίζουν από τους πολιτικούς αντιπάλους τους.

Τέτοιες κατηγορίες δημιούργησαν πολιτικό κόστος, αλλά η αδυναμία τού τρίτου δρόμου έγινε αναμφισβήτητη μόνο μετά την οικονομική κρίση. Ξαφνικά, οι παραδοσιακές σοσιαλδημοκρατικές προειδοποιήσεις σχετικά με την εγγενή αστάθεια των αγορών - το είδος τής ρητορικής που οι ηγέτες τού τρίτου δρόμου, όπως ο Μπλερ, άφησαν πίσω τους - φάνηκαν προφητικές, όχι παρωχημένες. Αλλά, επειδή οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες είχαν περάσει τις προηγούμενες δύο δεκαετίες υιοθετώντας, παρά προσαρμόζοντας, παραμελώντας να αναπτύξουν μια πραγματική εναλλακτική λύση στην επιμονή τού νεοφιλελευθερισμού για αδέσμευτες αγορές, η κρίση τούς βρήκε απροετοίμαστους από πλευράς πολιτικής διανόησης. Ακόμα χειρότερα, πολλοί σοσιαλδημοκράτες που κυβερνούσαν, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων στην Γερμανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, είχαν προωθήσει διάφορες μορφές οικονομικής απορρύθμισης, οδηγώντας τούς ψηφοφόρους να τους βλέπουν ως συνεργάτες ενός αποτυχημένου συστήματος.

Ο ΠΕΛΑΤΗΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΑΝΤΑ ΔΙΚΙΟ

Οι αυτοπροκληθείσες πολιτικές πληγές των σοσιαλδημοκρατών έχουν αποδειχθεί τόσο μεγάλες που ακόμη και πέντε χρόνια αφότου η οικονομική κρίση αποκάλυψε τις αδυναμίες τού τρίτου δρόμου, δεν έχουν ακόμα βρει τον τρόπο να αφήσουν στο παρελθόν τον εναγκαλισμό τους με τη νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική και να παρουσιάσουν μια συνεκτική εναλλακτική πολιτική. Σήμερα, ενώ θα έπρεπε να είναι στην κορύφωσή τους, οι σοσιαλδημοκράτες δείχνουν συγκλονισμένοι από την ταχεία αλλαγή που συμβαίνει γύρω τους - ακριβώς όπως και σχεδόν κάθε άλλη ομάδα στο ευρωπαϊκό πολιτικό οικοσύστημα.
Η κρίση στην ευρωζώνη απαιτεί τολμηρές αποφάσεις και βήματα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που θα ήταν αδιανόητα πριν από μερικά χρόνια. Η συνήθης πορεία τής Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την δράση – δηλαδή, καρκινοβατώντας - έχει φθάσει στα όριά της, και οι πολίτες τής Ευρώπης, πολλοί από τους οποίους υποφέρουν από σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, είναι μπερδεμένοι και απογοητευμένοι. Για να υπάρχει οποιαδήποτε πιθανότητα να οδηγήσουν τις χώρες τους έξω από αυτό το τέλμα, οι σοσιαλδημοκράτες τής Ευρώπης πρέπει να επαναπροσδιορίσουν την πολιτική ταυτότητά τους και να ξαναχτίσουν την αξιοπιστία τους - και πρέπει να το κάνουν γρήγορα.

Για την επίτευξη αυτών των στόχων στη μέση μιας πολιτικής κρίσης σε όλο το εύρος τής ηπείρου, οι σοσιαλδημοκράτες πρέπει να εγκαταλείψουν την πρόσφατη εμμονή τους με τις βραχυπρόθεσμες εκλογικές τακτικές και να επιστρέψουν στις πολιτικές και ιδεολογικές ρίζες τους, προσφέροντας στους ψηφοφόρους στις χώρες τους το όραμα μιας «καλής κοινωνίας». Οι βασικές κοινωνικές δημοκρατικές αξίες τής ελευθερίας, της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης πρέπει να είναι τα κατευθυντήρια ιδανικά για μια καλή κοινωνία που επανεξισορροπεί την σχέση μεταξύ πολιτών, οικονομίας και κράτους. Μια δυναμική και βιώσιμη οικονομία δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός, αλλά ένα μέσο για την βελτίωση της ζωής όλων των πολιτών, όχι μόνο μερικών στην κορυφή. Η κατανομή τού εισοδήματος και του πλούτου σε πολλά σημεία σήμερα έχει να κάνει λίγο με τις επιδόσεις των ανθρώπων. Είναι κυρίως αποτέλεσμα ισχύος και επιρροής. Μια καλή κοινωνία θα επαναφέρει την αρχή τής επίδοσης. Και σε μια εποχή κατά την οποία αυξάνεται ο αριθμός των πολιτών οι οποίοι αισθάνονται αποξενωμένοι από την πολιτική διαδικασία, είναι σημαντικό να προσφερθούν νέες ευκαιρίες στους ανθρώπους για να διαμορφώσουν τις κοινωνίες που ζούμε.

Εκτός από τον τερματισμό τής ολέθριας στροφής των σοσιαλδημοκρατών στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, η πορεία προς την κατεύθυνση της προσέγγισης μιας «καλής κοινωνίας» θα απαιτούσε μια ρήξη με τις πολιτικές τεχνικές τού τρίτου δρόμου. Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, οι σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές πήραν συναλλακτικό χαρακτήρα. Με βάση ευρήματα δημοσκοπήσεων και ομάδων εστίασης (focus groups), οι υποστηρικτές τού τρίτου δρόμου ανέπτυξαν πολιτικές και ρητορική που ήλπιζαν ότι θα καλύψουν τις προϋπάρχουσες προτιμήσεις μικρών τμημάτων τής εκλογικής «πελατείας».

Δεν θα πρέπει να θεωρηθεί έκπληξη το γεγονός ότι η μετατροπή των τεχνικών τού μάρκετινγκ σε εκλογική στρατηγική δεν δημιούργησε συνεκτική πολιτική - σπάνια κάνει και για πετυχημένες μπίζνες, επίσης. Ο Steve Jobs, ο οραματιστής ιδρυτής τής Apple, το κατανοούσε αυτό καλά. Όταν ρωτήθηκε από τον βιογράφο του, Walter Isaacson, γιατί δεν θέλησε να βασίζεται στις παραδοσιακές έρευνες αγοράς, ο Jobs τού απάντησε, «Μερικοί άνθρωποι λένε, ‘Δώστε τους πελάτες ό,τι θέλουν’. Αλλά αυτό δεν είναι η προσέγγισή μου. Η δουλειά μας είναι να καταλάβουμε τι πρόκειται να θέλουν πριν το θελήσουν. … Οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι θέλουν μέχρι να τους το δείξει κάποιος». Οι σοσιαλδημοκράτες τής Ευρώπης θα πρέπει να ακολουθήσουν την συμβουλή τού Jobs και να δημιουργήσουν ένα νέο και πειστικό πολιτικό πρόγραμμα που θα αντανακλά τις βασικές αξίες τους, αντί να προσπαθούν να ανταποκριθούν σε μια πλατφόρμα που απλά αντανακλά όσα δείχνει μια έρευνα κοινής γνώμης για το τι θέλουν να ακούσουν οι πολίτες.

Μια εκλογική στρατηγική που βασίζεται στην άρθρωση βασικών σοσιαλδημοκρατικών αξιών θα προσφέρει επίσης ένα τακτικό πλεονέκτημα. Καθώς οι ευρωπαϊκές κοινωνίες γίνονται πιο κατακερματισμένες πολιτιστικά και κοινωνικά, η προσπάθεια να στοχευθούν συγκεκριμένες ομάδες ψηφοφόρων με προσαρμοσμένα μηνύματα σημαίνει κυνήγι συνεχώς μικρότερων τμημάτων τής κοινωνίας με διαρκώς στενότερα μηνύματα. Αυτή η «διαίρει και βασίλευε» προσέγγιση λειτούργησε καλά για τους πολιτικούς τού τρίτου δρόμου κατά την διάρκεια των ετών τής σταθερότητας και της ευημερίας. Όμως, κατά την διάρκεια μιας κρίσης ή μιας παρατεταμένης περιόδου αστάθειας, εμποδίζει τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα από το να προβάλουν ευρείες πλατφόρμες που θα μπορούσαν να ενώσουν τις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες γύρω από ένα ενιαίο οικονομικό και πολιτικό όραμα. Η επιλογή για ένα σαφές, συνεκτικό μήνυμα που θα στηρίζεται στις βασικές αξίες θα βοηθήσει τους σοσιαλδημοκράτες να διαφοροποιήσουν τον εαυτό τους και τις ιδέες τους στο χαοτικό πολιτικό περιβάλλον τής σημερινής Ευρώπης.

ΟΙΚΟΔΟΜΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Φυσικά, ο επαναπροσδιορισμός τής σοσιαλδημοκρατίας θα είναι μια αργή διαδικασία, περιορισμένη από τα όρια της πολιτικής καθημερινότητας. Η αποστολή αυτή θα περιπλακεί επίσης από το γεγονός ότι οι ανταγωνιστές των σοσιαλδημοκρατών μπορεί επίσης να προσαρμοστούν. Πράγματι, ορισμένοι κεντροδεξιοί ηγέτες, όπως η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, έχουν πάρει ένα κομμάτι από τις στρατηγικές τού τρίτου δρόμου και άρχισαν να κάνουν λαϊκίστικες δηλώσεις βασιζόμενες σε ιδέες τής σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης. Σε πλήρη αντίθεση με τα μέτρα λιτότητας που η Μέρκελ θέλει να εφαρμόσει η ΕΕ σε άλλα κράτη-μέλη, η εγχώρια ατζέντα τής Μέρκελ υπόσχεται έλεγχο στα ενοίκια, αυξημένα ωφελήματα για τα ζευγάρια με παιδιά, και δημόσιες επενδύσεις στην εκπαίδευση και τις υποδομές. Η υποστήριξη της Μέρκελ σε τέτοιες πολιτικές βοήθησε να προλάβει το αντίπαλο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας από το να κάνει μια ισχυρή παρουσία στις εθνικές εκλογές τού Σεπτεμβρίου. Τα αποτελέσματα των εκλογών έδειξαν επίσης ότι το να βρίσκονται απλά στην αντιπολίτευση δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι σοσιαλδημοκράτες θα κερδίσουν σημαντικό έδαφος. Μεταξύ 2009 και 2013, το κόμμα τής Μέρκελ αύξησε τον αριθμό των ψήφων του για τις βουλευτικές εκλογές κατά 7,7%, ενώ η άνοδος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος ήταν ένα μέτριο 2,7%. Το μάθημα είναι ότι οι σοσιαλδημοκράτες μπορεί να χρειαστούν κάτι περισσότερο από μια περίοδο στην αντιπολίτευση προκειμένου να καταλάβουν το πώς θα βελτιώσουν την πολιτική τους περιουσία.

Και ακόμη και στις σπάνιες περιπτώσεις κατά τις οποίες οι σοσιαλδημοκράτες έχουν ανακτήσει την εξουσία, όπως στην Γαλλία, μαθαίνουν ότι η εκλογική νίκη δεν είναι το ίδιο με μια πετυχημένη διακυβέρνηση. Η νίκη τού Φρανσουά Ολάντ ήταν ένα σημαντικό βήμα για τους σοσιαλδημοκράτες τής Ευρώπης. Αλλά, το ταραχώδες πρώτο έτος τού Γάλλου προέδρου στον θώκο του, κατά το οποίο είδε την δημοφιλία του να κατρακυλά, απέδειξε ότι το να νικάς στις εκλογές δεν είναι το ίδιο με το να κυβερνάς αποτελεσματικά και ότι οι ηγέτες δεν θα πρέπει να εκλάβουν την αδυναμία των πολιτικών τους αντιπάλων ως δική τους δύναμη. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν είναι μόνο μια πλατφόρμα για να κερδίζονται εκλογές, αλλά μια πολιτική φιλοσοφία που στοχεύει να μετασχηματίσει την κοινωνία, και θα ήταν καλύτερο να είναι βασισμένη σε ένα πρόγραμμα που να μπορεί να προσελκύσει ευρεία υποστήριξη.

Παρ’ όλα αυτά, οι σοσιαλδημοκράτες θα πρέπει να οργανώσουν μια εκλογική επιστροφή, προκειμένου να πραγματοποιήσουν τις αλλαγές που ζητούν. Το 2014 θα γίνουν οι σημαντικές εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και εθνικές εκλογές στην Σουηδία. Οι σοσιαλδημοκράτες έχουν μια ρεαλιστική πιθανότητα να τα πάνε καλά και στις δύο αναμετρήσεις. Το επόμενο έτος, οι εθνικές εκλογές στο Ηνωμένο Βασίλειο θα προσφέρουν στους σοσιαλδημοκράτες ίσως την καλύτερη ευκαιρία για να ξαναπάρουν την εξουσία σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα.

Αλλά, αν οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες πρόκειται να έχουν μια πραγματική ευκαιρία να πάρουν την εξουσία και να κυβερνήσουν με επιτυχία, πρέπει να σκεφτούν με ευρύ τρόπο. Οι ρητορικές προσαρμογές δεν θα είναι αρκετές, ούτε και μια απλή επαναδιατύπωση των ιδεών τού τρίτου δρόμου για την σημερινή κατάσταση. Για να κερδίσουν επιτέλους την μεγάλη στιγμή τους, οι σοσιαλδημοκράτες πρέπει να επιστρέψουν στις ρίζες τους και να προσφέρουν στους Ευρωπαίους το όραμα μιας καλής κοινωνίας, ένα όραμα που θα εξαργυρώσει την υπόσχεση για κοινωνική δικαιοσύνη και μια ευημερούσα οικονομία.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/140154/henning-meyer/left-out

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr