Αναχαιτίζοντας την Ρωσία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Αναχαιτίζοντας την Ρωσία

Η εθνική εμπειρία τής Ουκρανίας έχει διδάξει τους πολίτες της να θεωρούν την ειρήνη ως εύθραυστη και φευγαλέα, οι ρίζες της είναι πολύ ρηχές για να αντέχουν την πίεση της συνεχούς κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής. Εμείς οι Ουκρανοί δεχόμαστε τα διδάγματα της ιστορίας μας και εργαζόμαστε προς την κατεύθυνση των λύσεων που ανακουφίζουν τις πηγές αυτής της πίεσης, μήπως η αμέλεια επιτρέψει στον πόλεμο να υπερκεράσει την ειρήνη και στην εξουσία να ανατρέψει την ελευθερία. Αυτός είναι ο λόγος που βλέπουμε το μέλλον μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση: ο στόχος τής ΕΕ είναι να αντιμετωπίσει την αστάθεια και την ανασφάλεια, με μια διαρκή δομή ειρήνης και ευημερίας στην οποία όλα τα έθνη και οι γείτονες της Ευρώπης έχουν μερίδιο.

Για να διασφαλιστεί ότι η ευρωπαϊκή δομή τής ειρήνης είναι ασφαλής στην πρώην Σοβιετική Ανατολή, απαιτείται μια σαφής κατανόηση της υπάρχουσας δυναμικής τής ισχύος. Μοιάζοντας πολύ με τις περιόδους μετά τις Συνθήκες τής Βεστφαλίας και των Βερσαλλιών, ο απόηχος της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης παρουσιάζει μια ισχυρή χώρα απέναντι σε μια ομάδα μικρότερων και απροστάτευτων νέων κρατών. Δεδομένων των οικονομικών και θεσμικών δεσμών που προέκυψαν κατά τις δεκαετίες τής σοβιετικής κακοδιοίκησης, η επιρροή τής Ρωσίας στην περιοχή ήταν υποχρεωμένη να είναι ισχυρή. Αυτό είναι ένα γεγονός που εγώ, ως ενεργή πολιτικός στην Ουκρανία, το ζω κάθε μέρα. Είναι ένα γεγονός το οποίο η ΕΕ πρέπει να το αντιμετωπίσει υπό την τρέχουσα γερμανική προεδρία, με το να αρχίσει να διαπραγματεύεται μια νέα συνθήκη ΕΕ-Ρωσίας για να αντικαταστήσει εκείνη που συντάχθηκε στο ναδίρ τής δύναμης της Ρωσίας. Κατά τους προσεχείς μήνες, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα πώς η Ευρώπη μπορεί να σφυρηλατήσει μια διαρκή και αμοιβαία επωφελή σχέση με την ισχυρή νέα Ρωσία που έχει προκύψει υπό τον Πούτιν.

Ως μια πεπεισμένη Ευρωπαία, υποστηρίζω την Γερμανία και την ΕΕ σε αυτή την προσπάθεια. Οι σχέσεις με την Ρωσία είναι πολύ ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια και την ευημερία όλων μας για να τις αφήσουμε να αναπτυχθούν μεμονωμένα και ad hoc. Αν υπάρχει μια χώρα προς την οποία οι Ευρωπαίοι - και, μάλιστα, ολόκληρη η Δύση - θα πρέπει να μοιράζονται μια κοινή εξωτερική πολιτική, αυτή είναι η Ρωσία. Με τις υψηλές διεθνείς τιμές τής ενέργειας να επιτρέπουν στην Ρωσία να βγει από το τραύμα τής μετα-κομμουνιστικής μετάβασης, τώρα είναι η ώρα για έναν οξυδερκή υπολογισμό τής ευρωπαϊκής ασφάλειας απέναντι στην ανανεωμένη δύναμη της Ρωσίας. Το να επαφίεται κανείς στα μακροχρόνια συστημικά προβλήματα της Ρωσίας για να περιορίσει την τακτική πιέσεων που ακολουθεί, δεν θα αποτρέψει το Κρεμλίνο από το να αποκαταστήσει την ηγεμονία του βραχυπρόθεσμα.

Επιπλέον, τώρα είναι η στιγμή τής μέγιστης ευελιξίας, διότι η εξάρτηση από τις ρωσικές προμήθειες ενέργειας θα συνεχίσει να αυξάνεται. Πράγματι, μια πρόσφατη έκθεση του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών εκτιμά ότι η Γερμανία θα εξαρτάται από την Ρωσία για το 80% των εισαγωγών της σε φυσικό αέριο - σε σύγκριση με 44% σήμερα – μόλις ολοκληρωθεί ο προβλεπόμενος αγωγός trans- Baltic. Δυστυχώς, οι πολιτικοί ηγέτες δεν έχουν συνήθως την παραμικρή ιδέα για το τι να κάνουν όταν το πεδίο δράσης είναι μεγαλύτερο. Μέχρι την ώρα που αποκτούν μια καλύτερη ιδέα, η στιγμή για αποφασιστική και αποτελεσματική δράση μπορεί να έχει περάσει. Στη δεκαετία τού 1930, για παράδειγμα, η γαλλική και η βρετανική κυβέρνηση ήταν πολύ σίγουρες για τους στόχους δράσης τού Χίτλερ. Αλλά η εμμονή τους με τα κίνητρα του Χίτλερ ήταν εντελώς λανθασμένη. Η realpolitik έπρεπε να τους έχει διδάξει ότι οι σχέσεις τής Γερμανίας με τους γείτονές της θα καθοριζόταν από τον συσχετισμό των δυνάμεων, όχι μόνο από τις γερμανικές προθέσεις. Μια μεγάλη και ισχυρή Γερμανία που συνορεύει στα ανατολικά με μικρά και αδύναμα κράτη θα ήταν μια απειλή ανεξάρτητα από το ποιος κυβερνούσε στο Βερολίνο. Οι δυτικές δυνάμεις θα έπρεπε, συνεπώς, να έχουν ξοδέψει λιγότερο χρόνο για την αξιολόγηση των κινήτρων τού Χίτλερ και περισσότερο χρόνο για την αντιστάθμιση της δύναμης της Γερμανίας. Μόλις η Γερμανία επανεξοπλιζόταν, οι πραγματικές προθέσεις τού Χίτλερ θα ήταν άνευ σημασίας. Αυτό ήταν το μήνυμα του Ουίνστον Τσώρτσιλ σε όλη την διάρκεια των «άγριων χρόνων». Αλλά αντί να προσέξουν τον Τσόρτσιλ, οι Βρετανοί και οι Γάλλοι συνέχισαν να χειρίζονται τον Χίτλερ ως ψυχολογικό πρόβλημα, όχι ως στρατηγικό κίνδυνο - έως ότου ήταν πολύ αργά. Αυτό που έχει σημασία στην διπλωματία είναι η δύναμη, όχι η διανοητική κατάσταση εκείνων που την ασκούν.

Για τα περισσότερα από τα τελευταία 15 χρόνια, η απάντηση στις ρωσικές ενέργειες από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη καθοδηγείτο από τις αντιλήψεις τους περί των μεταρρυθμίσεων στην Ρωσία. Η Δυτική πολιτική φαίνεται να βασίζεται στην παραδοχή ότι η ειρηνική εξέλιξη μπορεί να εξασφαλιστεί με την δημοκρατία και με το να συγκεντρώνονται οι ενέργειες της Ρωσίας στην ανάπτυξη μιας οικονομίας τής αγοράς. Η Δυτική διπλωματία έχει δει έτσι ως κύριο έργο της την ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων στην Ρωσία, με την εμπειρία τού Σχεδίου Μάρσαλ, αντί να έχει κατά νου τις παραδοσιακές εκτιμήσεις τής εξωτερικής πολιτικής.

Αλλά ένας πολύ πιο σημαντικός παράγοντας από τις μεταρρυθμίσεις είναι η προσπάθεια της Ρωσίας να αποκαταστήσει την υπεροχή της σε εδάφη που κάποτε ήλεγχε. Η Ρωσία, η οποία προέκυψε από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, την ημέρα των Χριστουγέννων τού 1991 βρέθηκε με σύνορα που δεν αντανακλούν κανένα ιστορικό προηγούμενο. Κατά συνέπεια, η Ρωσία αφιερώνει μεγάλο μέρος τής ενέργειάς της για την αποκατάσταση της πολιτικής της επιρροής, αν όχι τον έλεγχό της, στην χαμένη αυτοκρατορία της. Παράλληλα με αυτή την προσπάθεια έχει έρθει μια μετατόπιση της εστίασης της Ρωσίας προς ανατολάς, γεγονός που την καθιστά μια πιο ενεργό συμμετέχουσα στην ασιατική δυναμική που δημιουργήθηκε από την άνοδο της Κίνας.