Νέα πλήγματα στην ασφάλεια της Μέσης Ανατολής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Νέα πλήγματα στην ασφάλεια της Μέσης Ανατολής

Οι γεωστρατηγικοί ενδοϊσλαμικοί ανταγωνισμοί στο σύστημα Συρίας-Λιβάνου

Επιπλέον, η διατήρηση του προαναφερθέντος διαδρόμου, διευκολύνει την άμυνα της Δαμασκού, που αποτελεί το στρατηγικό κέντρο βάρους τού καθεστώτος, ενώ συνδέει την Δαμασκό με τις ζωτικές και κυρίως αλαουιτικές παραλιακές πόλεις τής Λατάκιας και της Ταρσού, όπου η Ρωσία, υποστηρίζουσα το καθεστώς Άσαντ, διατηρεί και την μοναδική της στρατιωτική διευκόλυνση, στην Ανατολική Μεσόγειο. (Χάρτης 1)

25042014-001.jpg

Αποκορύφωμα της συντονισμένης σιιτικής αντεπιθέσεως στο συριακό έδαφος ήταν η επιχείρηση ανακαταλήψεως της στρατηγικής πόλης Κουσάιρ στην επαρχία Χομς, που βρίσκεται επί της ζωτικής σημασίας ζώνης η οποία συνδέει την Δαμασκό με τον Λίβανο και τα συριακά παράλια. Που βρίσκεται, δηλαδή, στο επίκεντρο των διαδρομών μεταφοράς μαχητών, όπλων και ενεργειακών πόρων. Την 5η Ιουνίου 2013, κατόπιν δύο εβδομάδων εντόνων συγκρούσεων εντός «αστικού θεάτρου μάχης», το Κουσάιρ περιήλθε στον έλεγχο της Χεζμπολά και των συριακών κυβερνητικών μονάδων. Η Χεζμπολά είχε χρησιμοποιήσει την εμπειρία της στις τακτικές ασύμμετρου πολέμου και την εκπαίδευσή της στις μάχες «αστικού θεάτρου» και είχε καταφέρει να μετατοπίσει την ισορροπία αυτής της κρίσιμης συγκρούσεως προς όφελος του καθεστώτος Άσαντ.

Η ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΗΠΑ-ΡΩΣΙΑΣ

Την 21η Αυγούστου 2013 συνέβη ένα από τα πλέον κρίσιμα και καθοριστικά γεγονότα της συριακής κρίσεως: η επίθεση με χημικά αέρια εναντίον τού ανατολικού προαστίου Γούτα τής Δαμασκού, περιοχής διεκδικουμένης από τις αντικαθεστωτικές δυνάμεις. Η επίθεση πραγματοποιήθηκε με πυραύλους εδάφους-εδάφους και το χρησιμοποιηθέν αέριο ήταν το «σαρίν» [5].

Μετά την χημική επίθεση, η Ουάσιγκτον προώθησε την επιλογήν ενός πυραυλικού πλήγματος κατά του καθεστώτος Άσαντ, επιλογή υποστηριχθείσα ενθέρμως από την Γαλλία, το Ριάντ και την Άγκυρα. Αν και με διαφορετικές περιφερειακές προτεραιότητες, αλλά και πολιτικές ιδεολογίες, η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία στόχευαν σε κοινό στόχο: την πτώση τού καθεστώτος Άσαντ και την αντικατάστασή του από άλλο, φιλικό προς αυτές, σουνιτικό καθεστώς. Αυτό θα έδινε την ευκαιρία στην ισλαμική κυβέρνηση Ερντογάν να επιχειρήσει να προβάλει, για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, την τουρκική ισχύ στον πυρήνα τού συστήματος της Μέσης Ανατολής. Για την Σαουδική Αραβία, η πτώση τού καθεστώτος Άσαντ θα αποτελούσε μοναδική γεωστρατηγική ευκαιρία ώστε να επιφέρει ένα σημαντικό πλήγμα στην κλιμακούμενη, κατά την τελευταία δεκαετία, ιρανική επιρροή επί του συστήματος της Μέσης Ανατολής.

Η αμερικανο-ρωσική συμφωνία περί καταστροφής τού χημικού οπλοστασίου τής Συρίας, συναφθείσα την 14η Σεπτεμβρίου και επικυρωθείσα την 26η Σεπτεμβρίου δια του σχετικού Ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας τού ΟΗΕ [6], αποτέλεσε σημαντική γεωστρατηγική αναστολή, τόσο για την Τουρκία, όσον, και κυρίως, για την Σαουδική Αραβία, η οποία θεωρούσε ως βασική της περιφερειακή προτεραιότητα, την ανατροπή τού Μπασάρ αλ Ασάντ και την ρηγμάτωση της ιρανικής γεωστρατηγικής αρχιτεκτονικής στο σύστημα της Μέσης Ανατολής.
Κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου παρατηρήθηκαν και τα πρώτα σημεία τής διπλωματικής προσεγγίσεως Ουάσιγκτον-Τεχεράνης, που όπως θα απεδεικνύετο κατόπιν, ήταν αποτέλεσμα των μυστικών επαφών αξιωματούχων των δύο χωρών με την διαμεσολάβηση του Ομάν [7]. Η πρώτη, άμεση αντίδραση του Ριάντ ήταν, την 7η Οκτωβρίου, η –για πρώτην φορά στα χρονικά- απόρριψη της καλύψεως της θέσεως στο Συμβούλιο Ασφαλείας τού ΟΗΕ. Θέση, την οποίαν η Σαουδική Αραβία είχε επιδιώξει και στην οποίαν είχε, τελικώς, καταφέρει να εκλεγεί [8].

Οι άμεσες γεωπολιτικές επιδράσεις τής αμερικανο-ρωσικής συμφωνίας υπήρξαν καταλυτικές: η αποτροπή ενός πυραυλικού χτυπήματος της Δύσεως κατά της Δαμασκού σήμαινε την σταθεροποίηση του καθεστώτος Άσαντ, τον περαιτέρω κατακερματισμό των αντικαθεστωτικών δυνάμεων (με μεγαλύτερη ενεργοποίηση των εξτρεμιστικών ισλαμιστικών οργανώσεων που σχετίζονται με την αλ Κάιντα) και την έναρξη των διαπραγματεύσεων των Έξι Δυνάμεων (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Γαλλία και Γερμανία) με την Τεχεράνη αναφορικά με το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Η ανακοίνωση της συμφωνίας των Έξι Δυνάμεων με το Ιράν, την 24η Νοεμβρίου 2013, ανέτρεψε γεωπολιτικά δεδομένα τριών δεκαετιών. Με βάση την συμφωνία τής 24ης Νοεμβρίου, το Ιράν και οι έξι συμμετέχουσες δυνάμεις συμφώνησαν στην ελάφρυνση των κυρώσεων της Δύσης επί του ιρανικού καθεστώτος, με αντάλλαγμα τον περιορισμό του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος από πλευράς Τεχεράνης [9].

ΟΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ ΤΗΣ ΣΑΟΥΔΙΚΗΣ ΑΡΑΒΙΑΣ

Οι γεωπολιτικοί κραδασμοί τής συμφωνίας των Έξι με το Ιράν έγιναν ιδιαζόντως διακριτοί στο Ισραήλ και κυρίως στην Σαουδική Αραβία. Κατά την ημέρα τής ανακοινώσεως της συμφωνίας, ο Αμερικανός διπλωμάτης Ρόμπερτ Τζόρνταν, διατελέσας πρέσβης των ΗΠΑ στην Σαουδική Αραβία (2001-2003), δήλωσε στο πρακτορείο Ρόιτερς ότι «η συμφωνία μπορεί να ανακουφίζει τους Σαουδάραβες αναφορικά με την αποτροπή μιας πυρηνικής απειλής από το Ιράν, όμως δεν αποτρέπει τις γεωπολιτικές τους ανησυχίες που ενδέχεται να είναι περισσότερο βαθιές» [10]. Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και η ανάλυση του καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στα πανεπιστήμια του Βερμόντ και της Ντόχα, Γκρέγκορι Γκάουζ: «Οι Σαουδάραβες δεν ανησυχούν απλώς για τις πυρηνικές φιλοδοξίες τού Ιράν. Έχουν έναν πιο βαθύ φόβο: τα γεωπολιτικά ρεύματα στην Μέση Ανατολή ευθυγραμμίζονται εναντίον τους, απειλώντας τόσο την περιφερειακή τους θέση όσο και την εσωτερική τους ασφάλεια» [11].