Κανονικές χώρες
Είκοσι πέντε χρόνια μετά την πτώση τού Τείχους τού Βερολίνου, οι επικριτές λένε ότι οι μετα-κομμουνιστικές μεταρρυθμίσεις έχουν αποτύχει. Όμως, τα στοιχεία λένε το αντίθετο. Τα κράτη σε μετάβαση στην Ευρώπη και την Ευρασία έχουν γίνει κανονικές χώρες - όχι χειρότερες, και μερικές φορές καλύτερες, από όσο άλλες χώρες με παρόμοια επίπεδα ανάπτυξης.
Ο ANDREI SHLEIFER είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Harvard.
Ο DANIEL TREISMAN είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Λος Άντζελες, και ο συγγραφέας τού βιβλίου με τίτλο The Return: Russia’s Journey From Gorbachev to Medvedev.
Ωστόσο, στα τελευταία χρόνια του, ο κομμουνισμός είχε λίγους υπερασπιστές. Για τον Βάτσλαβ Χάβελ, τον αντιφρονούντα τής Τσεχικής Δημοκρατίας που έγινε πρόεδρος, το σύστημα ήταν μια «τερατωδώς τεράστια, θορυβώδης και βρωμερή μηχανή». Χρόνια μετά την αποχώρησή του από την εξουσία, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο τελευταίος σοβιετικός πρόεδρος, χαρακτήρισε την οικονομία που κάποτε επέβλεψε ως «αδηφάγο» και που «κατασπαταλούσε πόρους».
Και τότε, απροσδόκητα, το σύστημα κατέρρευσε. Οι νέοι ηγέτες που εκλέγονται σε όλο το πρώην κομμουνιστικού μπλοκ βρήκαν τις οικονομίες τους σε κρίση. Το 1989, ο πληθωρισμός έφθασε το 640% στην Πολωνία και το 2.700% στην Γιουγκοσλαβία. Μέχρι το 1991, όταν διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση, η παραγωγή της έπεφτε κατά 15% τον χρόνο.
Όλες οι μετα-κομμουνιστικές κυβερνήσεις νομοθέτησαν μεταρρυθμίσεις – σχεδιασμένες να απελευθερώσουν τις τιμές και το εμπόριο, να εξισορροπήσουν τους προϋπολογισμούς, να περικόψουν τον πληθωρισμό, να δημιουργήσουν ανταγωνισμό, να ιδιωτικοποιήσουν τις κρατικές επιχειρήσεις, και να οικοδομήσουν προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας – παρ’ όλο που μερικές τις επιδίωξαν με μεγαλύτερη ταχύτητα και σθένος από ό, τι άλλες. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις αναδιαμόρφωσαν τις οικονομίες τους. Με την εγκατάλειψη του κεντρικού σχεδιασμού, οι μετα-κομμουνιστικές χώρες έγιναν, στο σύνολό τους, πιο φιλικές από την υπόλοιπη παγκόσμια αγορά. Μέχρι το 2011, ήταν κατά μέσο όρο στο 7,0 στον δείκτη οικονομικής ελευθερίας που καταρτίζεται σε ετήσια βάση από το Ινστιτούτο Fraser, μια καναδική ερευνητική ομάδα, σε σύγκριση με τον παγκόσμιο μέσο όρο που είναι στο 6,8. Η πιο πλήρως μεταρρυθμισμένη τής ομάδας, η Εσθονία, κατετάγη μεταξύ της Δανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Στα περισσότερα μέρη, οι κρατικοί βιομηχανικοί δεινόσαυροι έδωσαν την θέση τους σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες άρχισαν να αντιπροσωπεύουν μεγαλύτερο μερίδιο του ΑΕΠ. Το μέσο μερίδιο της παραγωγής τού ιδιωτικού τομέα στις μετα-κομμουνιστικές χώρες ανέρχεται σήμερα σε 70%. Η βαριά βιομηχανία συρρικνώθηκε, και, κατά μέσο όρο, οι υπηρεσίες αυξήθηκαν από το 36% στο 58% της εθνικής παραγωγής μεταξύ 1990 και 2012. Σε καμία άλλη περιοχή τού κόσμου το διεθνές εμπόριο δεν επεκτάθηκε τόσο γρήγορα, με τον μέσο όρο τού όγκου των εισαγωγών και των εξαγωγών μαζί να ανεβαίνει από το 75% στο 114% του ΑΕΠ. Μετά από δεκαετίες που πέρασαν σε μεγάλο βαθμό συναλλασσόμενες η μια με την άλλη, τα μετα-κομμουνιστικά κράτη αναπροσανατολίστηκαν γρήγορα προς τις ξένες αγορές στην Ευρώπη και αλλού. Μέχρι το 2012, το μερίδιο των εξαγωγών που έστελναν στην ΕΕ είχε αυξηθεί - σε μέση αξία 69% για τις χώρες τής Ανατολικής Ευρώπης και 47% για τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες.
Με λίγα λόγια, οι χώρες αναμόρφωσαν τα στρατιωτικοποιημένα, υπερβιομηχανοποιημέα, και κυριαρχούμενα από το κράτος συστήματά τους σε οικονομίες τής αγοράς προσανατολισμένες στην παροχή υπηρεσιών βασισμένες στην ιδιωτική ιδιοκτησία και ενσωματωμένες στα παγκόσμια εμπορικά δίκτυα. Πλέον, μη ούσες παραμορφωμένες ώστε να ταιριάξουν στα μαρξιστικά προγράμματα, οι οικονομικοί τους θεσμοί, το εμπόριο, και το κανονιστικό περιβάλλον τους σήμερα μοιάζει πολύ με εκείνα των άλλων χωρών με παρόμοια επίπεδα εισοδήματος.
Παρά αυτές τις αλλαγές, οι παρατηρητές κατηγορούν συχνά τις μετα-κομμουνιστικές μεταρρυθμίσεις για την κακή οικονομική επίδοση των μεταβατικών κρατών. Δύο κοινές κατηγορίες είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις ήταν θεμελιωδώς εσφαλμένες και ότι εφαρμόστηκαν με πολύ ριζοσπαστικό τρόπο. Αυτή η κριτική εγείρει δύο ερωτήματα: Πρώτον, αν η οικονομική απόδοση των κρατών υπήρξε πράγματι κακή, και δεύτερον, αν οι πιο ριζοσπαστικές στρατηγικές οδήγησαν σε χειρότερα αποτελέσματα από όσο αν επιλέγοντο πιο σταδιακές προσεγγίσεις. Η σύντομη απάντηση και στα δύο ερωτήματα είναι αρνητική.
ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΛΙΜΑΚΑ
Ένα λογικό σημείο εκκίνησης για την αξιολόγηση των οικονομικών επιδόσεων μιας χώρας είναι το εθνικό εισόδημά της, αλλά οποιαδήποτε σύγκριση που χρησιμοποιεί στοιχεία από την σοβιετική εποχή πρέπει να αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό. Για διάφορους λόγους, ένα μεγάλο μέρος τής παραγωγής που κατέγραφαν οι λογιστές τής κομμουνιστικής εποχής άξιζε πολύ λιγότερο από όσο ισχυρίζοντο. Εργοστάσια υπερέβαλλαν στην καταγραφή τής παραγωγής προκειμένου να κερδίσουν μπόνους, διογκώνοντας τα στοιχεία τού ΑΕΠ μέχρι και κατά 5%. Πολλά αγαθά που παρήγαγαν ήταν τόσο κακής ποιότητας που οι καταναλωτές αρνούντο να τα αγοράσουν. Οι κυβερνήσεις ξεκίνησαν τεράστια κατασκευαστικά έργα που δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ (αλλά εξακολουθούν να καταγράφονται ως επενδυτικές δαπάνες, αυξάνοντας τις τιμές τού ΑΕΠ) και προχώρησαν σε τεράστιες αμυντικές δαπάνες εξαιρετικά αμφιβόλου αξίας. Πολύ λίγο από το επίσημο εθνικό εισόδημα των χωρών κατέληξε στις τσέπες των πολιτών. Το 1990, για παράδειγμα, η κατανάλωση των νοικοκυριών στις περισσότερα μη κομμουνιστικές χώρες αντιπροσώπευε πάνω από το 60% του ΑΕΠ. Αλλά στην Ρωσία, το ποσοστό αυτό ανερχόταν σε λιγότερο από το ένα τρίτο τού ΑΕΠ, και στο Αζερμπαϊτζάν, έπεσε κάτω από το ένα τέταρτο.