Η υπόθεση των συντηρητικών κατά του Brexit | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η υπόθεση των συντηρητικών κατά του Brexit

Η μεγαλύτερη πλάνη του ευρωσκεπτικισμού
Περίληψη: 

Η Ευρώπη είναι σε μεγαλύτερο κίνδυνο διολίσθησης στο χάος από όσο σε οποιοδήποτε άλλο σημείο στην μεταπολεμική ιστορία της. Αυτός είναι ο πραγματικός κίνδυνος που αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαίοι σήμερα, όχι η απειλή ενός πανευρωπαϊκού αυταρχικού υπερκράτους.

Ο DALIBOR ROHAC είναι ερευνητικός συνεργάτης στο American Enterprise Institute και ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Towards an Imperfect Union: A Conservative Case for the EU [1].

Εναπόκειται τώρα στους Βρετανούς ψηφοφόρους να αποφασίσουν εάν το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση –όχι στους ξένους ηγέτες, συμπεριλαμβανομένων του προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, και της επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, οι οποίοι έχουν προσφέρει τις συμβουλές τους για το ποιά θα μπορούσε να είναι η σωστή επιλογή. Οι ψηφοφόροι, όμως, καλά θα κάνουν να μην απορρίψουν αυτόματα αυτά που έχουν πει ο Ομπάμα και η Λαγκάρντ. Μάλλον, θα πρέπει να προβληματιστούν σχετικά με την ουσιαστική αξία τους.

Η αλήθεια είναι ότι η υπόθεση του Brexit δεν ευσταθεί. Αν και υπάρχουν πολλά να επικριθούν για την ΕΕ, η ύπαρξή της αποτελεί ένα σημαντικό επίτευγμα, το οποίο θα τεθεί σε κίνδυνο από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από το μπλοκ. Οι Συντηρητικοί, οι κλασικοί φιλελεύθεροι, και οι υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικοί στο να γίνουν οι προπομποί για την διάλυση της ΕΕ [2]. Αντ’ αυτού, θα έπρεπε να είναι στην πρώτη γραμμή των προσπαθειών για την μεταρρύθμιση και την βελτίωση του μπλοκ.

ΟΙ υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς και οι συντηρητικοί εκτός των κομμάτων μπορεί να βλέπουν τον ευρωσκεπτικισμό ως φυσική προέκταση των καταδικαστικών αποφάσεων της ελεύθερης αγοράς. Για τους ένθερμους πιστούς στην δύναμη του ανταγωνισμού, συμπεριλαμβανομένου του ανταγωνισμού μεταξύ διαφόρων νομισμάτων και ρυθμιστικών και φορολογικών συστημάτων, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μπορεί να μοιάζει με μια ασύνετη προσπάθεια για την ολοκλήρωση της αγοράς μέσω μιας περιττής συγκέντρωσης της λήψης πολιτικών αποφάσεων. Και έτσι φαίνεται λογικό για τον πρόεδρο της Δημοκρατίας της Τσεχίας, Βάτσλαβ Κλάους, να συγκρίνει την ΕΕ με την πρώην Σοβιετική Ένωση, και για τις δεξαμενές σκέψης (think tank) υπέρ της ελεύθερης αγοράς να επικρίνουν την λαϊκίστικη πολυνομία της ΕΕ, το κοινό νόμισμα και την κοινή γεωργική πολιτική, μεταξύ άλλων.

Αλλά ο ευρωσκεπτικισμός δεν είναι μια αναπόφευκτη συνέπεια της συντηρητικής σκέψης για την ελεύθερη αγορά -κάτι που οι γραφικές φωνές του κινήματος της ελεύθερης αγοράς κατανοούν καλά. Ο Friedrich von Hayek ήθελε μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία. Έκανε έκκληση για την «κατάργηση της εθνικής κυριαρχίας» που θα επιφέρει μια «λογική ολοκλήρωση του φιλελεύθερου προγράμματος [δηλαδή, της ελεύθερης αγοράς]». Ο Hayek, που αργότερα έλαβε το βραβείο Νόμπελ για την Οικονομία, αναγνώρισε ότι οι προσπάθειες για την απελευθέρωση του εμπορίου στον 19ο αιώνα είχαν τελικά αποτύχει γιατί οι ευρωπαϊκές χώρες δεν διέθεταν ένα κοινό σύστημα διακυβέρνησης που θα κρατούσε σε απόσταση τον εγχώριο προστατευτισμό και τον εθνικισμό.

09062016-1.jpg

Τα ψηφοδέλτια της 23ης Ιουνίου για το δημοψήφισμα του BREXIT, όταν οι ψηφοφόροι θα αποφασίσουν εάν η Βρετανία θα παραμείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. RUSSELL BOYCE / REUTERS
-----------------------------

Η σκέψη του Hayek για τον διεθνή φεντεραλισμό αναπτύχθηκε παράλληλα με αυτή του Wilhelm Röpke, ενός Γερμανού οικονομολόγου της ελεύθερης αγοράς ο οποίος υποστήριξε ότι η μεταπολεμική ανοικοδόμηση της Ευρώπης θα πρέπει να περιλαμβάνει μια κλιμάκωση του ελβετικού μοντέλου διακυβέρνησης στην διεθνή σφαίρα, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο θα επιτρέψει την δημιουργία ενός συστήματος διακυβέρνησης που θα είναι ταυτόχρονα αποκεντρωμένο και θα επιτρέπει την από κοινού παροχή θεμελιωδών, πανευρωπαϊκών δημόσιων αγαθών -κυρίως την οικονομική ανοικτότητα και την ασφάλεια.

Ακόμα και ο μέντορας του Hayek, ο Ludwig von Mises, ο οποίος θεωρήθηκε γενικά ως ένας πολύ πιο ριζοσπάστης της ελεύθερης αγοράς από τον προστατευόμενό του, έγραψε το 1944 ότι για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης «η εναλλακτική λύση για ενσωμάτωση σε ένα νέο δημοκρατικό υπερεθνικό σύστημα δεν είναι η απεριόριστη κυριαρχία αλλά η τελική υποταγή από τις ολοκληρωτικές δυνάμεις». Και, όταν η Βρετανίδα πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ έκανε εκστρατεία για την ένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1975, αναγνώρισε ότι« σχεδόν κάθε μεγάλη χώρα έχει υποχρεωθεί ... να συγκεντρώσει σημαντικούς τομείς της εθνικής κυριαρχίας, έτσι ώστε να δημιουργηθούν πιο αποτελεσματικές πολιτικές μονάδες».

Ο σημερινός κόσμος είναι πολύ διαφορετικός από εκείνον της δεκαετίας του 1940 ή του 1970. Αλλά αυτό δεν κάνει το ευρωπαϊκό σχέδιο άνευ σημασίας. Μάλλον το αντίθετο. Ακόμη και οι φαινομενικά οικονομικές συνιστώσες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπως η ενιαία αγορά, απαιτούν σημαντική συγκέντρωση πολιτικής κυριαρχίας, μια γραφειοκρατία, και δικαστήρια για να επιβάλλουν τους κανόνες. Εν μέρει, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μια ενιαία αγορά πηγαίνει πολύ πιο πέρα από το θέμα των δασμών που, μέχρι το 1968, χώριζαν τις αγορές στις χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Επεδίωξε να περιορίσει τον ρυθμιστικό προστατευτισμό και άλλα, πιο λεπτά εμπόδια στο εμπόριο, συμπεριλαμβανομένων των στρεβλωτικών δαπανών των κρατικών ενισχύσεων που απευθύνοντο σε εθνικούς [επιχειρηματικούς] πρωταθλητές.

Η ενιαία αγορά δεν έχει προκύψει εν μία νυκτί. Χρειάστηκαν δεκαετίες πολιτικής και νομοθετικής προσπάθειας, κυρίως με την μορφή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης (Single European Act), με αιχμή του δόρατος την Θάτσερ και συντηρητικούς πολιτικούς και τελικά τον Ευρωπαίο Επίτροπο, Arthur Cockfield, για να φτάσει στον βαθμό της οικονομικής ανοικτότητας που υπάρχει στην ΕΕ σήμερα. Η ενιαία αγορά είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι κάνει καλύτερα η ΕΕ -δηλαδή, ότι χρησιμεύει ως ένας παράγων δέσμευσης.