Παρακαλούμε, φύγετε | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Παρακαλούμε, φύγετε

Γιατί το Brexit θα ωφελήσει την Ευρώπη
Περίληψη: 

Μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία, ειδικά μια ομοσπονδία που κυριαρχείται μεν από την αποτελεσματική Γερμανία αλλά είναι δομικά δημοκρατική, θα είναι ευκολότερο να διαδώσει και να επιβάλλει τις βέλτιστες πρακτικές. Όμως, ένα τέτοιο έργο απαιτεί μεγαλύτερη δέσμευση από όση η Αθήνα και το Λονδίνο είναι πρόθυμοι να προσφέρουν.

Ο CAMILLE PECASTAING είναι ανώτερος αναπληρωτής καθηγητής Μεσανατολικών Σπουδών στην Σχολή Προωθημένων Διεθνών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins.

Αν η Ευρώπη ήταν μια δημοκρατία, όλοι οι πολίτες της θα είχαν λόγο για το αν το Ηνωμένο Βασίλειο φύγει ή παραμείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο κάτω-κάτω, το Brexit δεν θα επηρεάσει μόνο την τύχη της Βρετανίας [1] αλλά και την ποιότητα και την μακροζωία όλου του ευρωπαϊκού σχεδίου [2]. Η ΕΕ, καθώς γίνεται 65 ετών, παρουσιάζει σοβαρή αρτηριοσκλήρωση, και φωνές -εθνικιστικές, λαϊκιστικές, και μερικές φορές ξενοφοβικές- καλούν για την διάλυσή της. Η στιγμή έχει έρθει λοιπόν, αν δεν έχει ήδη περάσει, για να κλαδευτεί το νεκρό ξύλο από το δέντρο ώστε να σωθεί ο κορμός.

Η αρχική αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν περισσότερο πολιτική παρά οικονομική, όπως και οι μεγαλύτερες επιτυχίες της. Η Ένωση είχε ως σκοπό να θέσει τέλος στην αέναη σύγκρουση μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας. Πέτυχε, τελειώνοντας μια χιλιετία ενδοευρωπαϊκών πολέμων [3] στην διαδρομή. Η Ένωση επίσης βοήθησε έξοχα τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης στην γρήγορη μετάβασή τους από τις δεκαετίες της ρωσικής κηδεμονίας μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Παράλληλα με το πολιτικό σχέδιο, κατά την διάρκεια των δεκαετιών, οι Ευρωπαίοι δημιούργησαν έναν ολοκληρωμένο οικονομικό χώρο, με αποκορύφωμα την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος [4] στο γύρισμα της χιλιετίας.

Το πρόβλημα είναι ότι, με την πάροδο του χρόνου, η οικονομική διάσταση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος έχει ξεπεράσει τις πολιτικές και πολιτιστικές πτυχές του. Παραβλέποντας όσα θα μπορούσε να είναι η Ευρώπη, οι φτωχότερες περιφέρειες και τα μέλη έφθασαν να βλέπουν την Ένωση ως ένα γιγαντιαίο ΑΤΜ. Οι πλουσιότεροι πίστευαν ότι είναι ένας λάκκος για τα χρήματα από τους φόρους τους. Το Ηνωμένο Βασίλειο, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο [μέλος], είχε επίγνωση αυτών των εντάσεων και τις είχε αξιοποιήσει από την εποχή της Μάργκαρετ Θάτσερ. Με αυτόν τον τρόπο, ενίσχυσε την δημόσια αντίληψη ότι η ένταξη στην Ένωση είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, ειδικά όταν τα χρήματα είναι σε σπανιότητα.

21062016-3.jpg

Ο Βρετανός πρωθυπουργός Νέιβιντ Κάμερον με τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ και την Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, τον Ιταλό πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι και τον Ντόναλντ Τουσκ, τότε πρωθυπουργό της Πολωνίας, σε μια συνάντηση Ευρωπαίων ηγετών για την ουκρανική κρίση, στις Βρυξέλλες, τον Μάρτιο του 2014. Yves Herman/Reuters
------------------------------------

Η θέση του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρώπη ήταν πάντα άβολη. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1960, η προσχώρησή του στην κοινή αγορά επανειλημμένα αντιμετώπισε βέτο από τον Γάλλο πρόεδρο Σαρλ ντε Γκωλ [5], ο οποίος κατήγγειλε το Λονδίνο ως δούρειο ίππο για την παρέμβαση της Ουάσινγκτον. Στην πραγματικότητα, ο de Gaulle φοβόταν ότι η βρετανική συμμετοχή θα αποδυνάμωνε την επιρροή του Παρισιού. Η Ευρώπη που οραματιζόταν χτίστηκε γύρω από έναν γαλλο-γερμανικό άξονα κυριαρχούμενο από την Γαλλία, έστω και μόνο λόγω όλων των περιορισμών που επιβλήθηκαν στην Γερμανία μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά με τον de Gaulle εκτός εξουσίας, η ένταξη ήρθε για το Ηνωμένο Βασίλειο το 1973, και μαζί με αυτήν ήρθε η τριγωνική σχέση που οι Γάλλοι και οι Γερμανοί τελικά δέχθηκαν με ανακούφιση. Η Γερμανία φοβόταν τις υπερβολικές φιλοδοξίες της Γαλλίας, μεταξύ των οποίων την απόσχιση από [6] την ενοποιημένη διοίκηση του ΝΑΤΟ και το ξεκίνημα μεγαλεπήβολων βιομηχανικών σχεδίων -ένα εκ των οποίων, ο Όμιλος Airbus, οφείλει την τελική επιτυχία του στον γερμανικό ρεαλισμό. Όσον αφορά την Γαλλία, η ύφεση του 1973 σηματοδότησε την έναρξη μιας συνεχούς οικονομικής διολίσθησης σε σχέση με την Γερμανία, η οποία έγινε επίσης δημογραφικά κυρίαρχη όταν επανενώθηκαν το ανατολικό και το δυτικό μισό της το 1990. Όταν το χρειαζόταν, το Παρίσι θα μπορούσε να συμμαχήσει με το Λονδίνο για να αντισταθεί στην Βόννη –αργότερα στο Βερολίνο- όπως έκανε πρόσφατα στον πόλεμο στην Λιβύη.

Γενικώς, το Ηνωμένο Βασίλειο παρέμεινε περιθωριακός εταίρος, αλλά το κόστος που ζητείτο απ' αυτό για την διαιτησία του ήταν υπέρογκο, συμπεριλαμβανομένων των εξαιρέσεων από τους κανόνες [της συμμετοχής στην ΕΕ] -το Ηνωμένο Βασίλειο έμεινε έξω από το Σένγκεν, έξω από το ευρώ- και επιπρόσθετες οικονομικές παραχωρήσεις -η περίφημη βρετανική έκπτωση στα τέλη, που διαπραγματεύθηκε η Μάργκαρετ Θάτσερ, και που υποβάλλετο κάθε χρόνο από το 1985. Στην πορεία, η προσέγγιση του Λονδίνου στην Ευρώπη βούλιαξε οποιαδήποτε ορμή προς τον φεντεραλισμό, μετατρέποντας ένα σχέδιο που φιλοδοξούσε μια ισχυρή πολιτική ένωση σε τίποτα περισσότερο από μια συνεχώς διευρυνόμενη ελεύθερη αγορά.

Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν ήταν το μόνο που εκμεταλλευόταν την κατάσταση, και εδώ είναι που η υπόθεση του Brexit απηχεί εκείνη του περσινού Grexit. Η Ελλάδα, μια υπανάπτυκτη χώρα που προσχώρησε στην ΕΕ το 1981, χρησιμοποίησε την ένωση κυρίως ως πηγή εξωτερικής βοήθειας και, όταν υιοθετήθηκε το ευρώ, σχεδόν άτοκων δανείων εγγυημένων από τα πλουσιότερα μέλη της ένωσης. Ήταν μια κατάφωρη κατάχρηση του πνεύματος της Ένωσης, αλλά η Ελλάδα ήταν οικονομικά περιθωριακή. Η ασωτία της πέρασε απαρατήρητη μέχρι την παγκόσμια οικονομική κατάρρευση που ξεκίνησε το 2007.

Ακόμα και τότε, πάντοτε αντιτιθέμενη σε ένα Grexit, η Ένωση αποφάσισε να προσφέρει κεφάλαια παρά να θέσει ένα προηγούμενο αποχώρησης από την ευρωζώνη. Οι ευρωκράτες αντιμετωπίζουν το Brexit με το ίδιο άγχος, προφέροντας στον Βρετανό πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον ακόμα πιο ειδική μεταχείριση για το Ηνωμένο Βασίλειο -μόνο στην Βρετανία οι πρόσφατοι μετανάστες της ΕΕ δεν έχουν πρόσβαση στην πρόνοια και σε άλλα οφέλη -και θέτοντας ακόμη περισσότερα καρφιά στο φέρετρο του φεντεραλισμού. Η ελπίδα ήταν ότι αυτές οι παραχωρήσεις, σε συνδυασμό με μια μαζική εκστρατεία οικονομικής κινδυνολογίας, στην οποία είχαν συνταχθεί το ΔΝΤ και ακόμη και ο πρόεδρος των ΗΠΑ Barack Obama [7], θα επηρέαζαν τους Βρετανούς ψηφοφόρους να παραμείνουν στην Ένωση.