Πώς η ΤΤΙΡ έχασε την ορμή της | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς η ΤΤΙΡ έχασε την ορμή της

Οι αντιξοότητες για την εμπορική συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ

Εμπορευματοκιβώτια (κοντέινερ) κατά την διάρκεια μιας πλημμύρας στην Riesa, στην Γερμανία, τον Ιούνιο του 2013. THOMAS PETER / REUTERS
--------------------------------

ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΓΑ ΣΤΟ ΣΤΑΜΑΤΗΜΑ

Οι διαπραγματευτές της ΤΤΙΡ αντιμετωπίζουν επίσης μια σειρά από διαρθρωτικά προβλήματα. Χάρη στην αυξανόμενη πολυπλοκότητα των εμπορικών συμφωνιών και την δυσκολία του περάσματός τους μέσα από δύσπιστα, δυσλειτουργικά νομοθετικά σώματα, οι διμερείς συμφωνίες χρειάζονται ολοένα και περισσότερο χρόνο για να τεθούν σε ισχύ. Η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής (North American Free Trade Agreement, NAFTA), η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1994, χρειάστηκε λιγότερο από τρία χρόνια για να ολοκληρωθεί. Μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Νότια Κορέα του 2011 πήρε σχεδόν έξι χρόνια για να επικυρωθεί˙ μια συμφωνία με τον Παναμά, που ολοκληρώθηκε λίγα χρόνια νωρίτερα, χρειάστηκε σχεδόν εννέα χρόνια. Οι διαπραγματεύσεις για την TPP ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 2008, κατά την διάρκεια της διοίκησης του αμερικανικού προέδρου George W. Bush. Τα τελευταία χρόνια, καθώς η πολιτική συναίνεση γύρω από τα οφέλη του εμπορίου έχει καταρρεύσει, οι ευρωπαϊκές εμπορικές συμφωνίες έχουν πέσει θύματα μιας παρόμοιας τάσης.

Ο 15ος γύρος διαπραγματεύσεων για την ΤΤΙΡ θα πραγματοποιηθεί στη Νέα Υόρκη στις αρχές Οκτωβρίου. Οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ, επιδιώκοντας να αποσπάσουν κάθε σταγόνα δυναμικού από τις διαπραγματεύσεις πριν από το τέλος της κυβέρνησης Ομπάμα, έχουν επιταχύνει για να ολοκληρώσουν την συμφωνία πριν από το τέλος του έτους. Αυτό είναι ένας απίθανος στόχος: Ο αριθμός των κεφαλαίων που θα περιέχει η συμφωνία δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί. Η επιμονή της Ουάσιγκτον για ταχεία ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων έχει ενοχλήσει πολλούς στην ΕΕ, όπως τον Αυστριακό υπουργό Οικονομίας Reinhold Mitterlehner και τον Γάλλο υπουργό Εμπορίου Matthias Fekl, οι οποίοι την βλέπουν ως αδέξια και μη ρεαλιστική. Και οι δύο ζήτησαν την έναρξη νέων διαπραγματεύσεων υπό διαφορετικό όνομα.

Το Brexit έχει αφήσει το στίγμα του στις διαπραγματεύσεις. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι υπεύθυνο για περίπου το 17% του ΑΕΠ της ΕΕ [12] και υποδέχεται το ένα τέταρτο των εξαγωγών των ΗΠΑ που προορίζονται για την ΕΕ. Μόλις η χώρα εγκαταλείψει την ένωση, η οικονομική και η διαπραγματευτική δύναμη του ευρωπαϊκού μπλοκ θα συρρικνωθούν. Ταυτόχρονα, η ΕΕ θα χάσει έναν από τους ισχυρότερους υποστηρικτές της για μια εμπορική συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ, και η ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη θα γείρει μακριά από τους οικονομικά φιλελεύθερους προς εκείνους που υποστηρίζουν μεγαλύτερη θωράκιση και διαχείριση της ευρωπαϊκής αγοράς. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, στην συνέχεια, το Brexit θα κάνει τις αγορές της ΕΕ μικρότερης αξίας [13], και τους αξιωματούχους της ΕΕ πιο δύσκολους διαπραγματευτικούς εταίρους. (Επίσης έχει οδηγήσει σε εκκλήσεις από κάποιους Ρεπουμπλικανούς στις ΗΠΑ για διαπραγμάτευση [14] μιας ξεχωριστής εμπορικής συμφωνίας μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών).

Υπάρχει επίσης το θέμα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα μείγμα θαυμασμού, τρόμου και περιφρόνησης. Οι πολιτικές αποφάσεις της ΕΕ που χτυπούν αμερικανικά εταιρικά συμφέροντα, όπως η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά των φορολογικών πληρωμών της Apple στην Ιρλανδία, είναι μεταξύ των πιο δημοφιλών στην γηραιά ήπειρο. Όσον αφορά την ΤΤΙΡ, επίσης, τέτοιες συμπεριφορές έχουν ενθαρρύνει κάποιους αξιωματούχους της ΕΕ να προσεγγίσουν τις διαπραγματεύσεις προσεκτικά.

ΑΝΑΙΣΘΗΤΗ, ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΝΕΚΡΗ

Επί δεκαετίες, το δικαίωμα να διαπραγματεύεται εμπορικές συμφωνίες για λογαριασμό των κρατών-μελών της ΕΕ ήταν το απαύγασμα των εξουσιών των Βρυξελλών. Το εμπόριο ήταν ο μόνος τομέας στον οποίο η ΕΕ μιλούσε με μια φωνή: Της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Όμως, πρόσφατα, η πίεση για τον επαναπατρισμό αυτών των εξουσιών στις εθνικές Αρχές ήταν σε άνοδο. Οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Γερμανίας, και άλλων χωρών πιέζουν για να παίξουν μεγαλύτερο ρόλο στις συνεδριάσεις της ΕΕ οι εθνικοί τους υπουργοί Εμπορίου και επέμειναν ότι τόσο CETA όσο και η ΤΤΙΡ να χαρακτηριστούν ως λεγόμενες μικτές συμφωνίες, πράγμα που σημαίνει ότι θα απαιτήσουν κύρωση από δεκάδες εθνικά και περιφερειακά κοινοβούλια για να τεθούν σε ισχύ.

Αυτή η αποκέντρωση υπονομεύει τα θεσμικά όργανα των Βρυξελλών, ιδιαίτερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ως πρωταρχικό διαιτητή της ηπείρου για το εμπόριο. Μπλέκει συμφωνίες όπως η CETA και η ΤΤΙΡ σε περιφερειακές και εθνικές συνελεύσεις, ουσιαστικά αφήνοντας τις συμφωνίες σε προσωρινή ισχύ για τα επόμενα χρόνια. (Μερικοί επικριτές των εμπορικών συμφωνιών που το έχουν προβλέψει αυτό έχουν ήδη αρχίσει να ζητούν τον τερματισμό της προσωρινής εφαρμογής).

Η τάση αυτή φαίνεται ότι θα συνεχιστεί για το προβλέψιμο μέλλον. Ωστόσο, δεν είναι πολύ αργά για να σωθούν η ΤΤΙΡ, η CETA και η TPP. Για να σωθεί η εποχή των μεγάλων εμπορικών συμφωνιών, οι Δυτικοί πολιτικοί πρέπει να ανταποκριθούν στις ανησυχίες των πολιτών, οι οποίοι έχουν ακούσει για τα γενικότερα οφέλη της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας ωστόσο έχουν υποστεί στάσιμους μισθούς, χαμένη διαπραγματευτική ισχύ, και μείωση ευκαιριών. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να ενσωματώσουν τις εμπορικές συμφωνίες σε ευρύτερες οικονομικές στρατηγικές που διατηρούν τα κορυφαία συστήματα υποδομής, δημιουργούν ένα «μαξιλάρι» για τους πολίτες κατά της οικονομικής ύφεσης, και κάνουν περισσότερα για να επιτευχθεί δικαιότερη κατανομή των κερδών που παράγονται από την οικονομική ανοικτότητα. Μόνο τότε η Δύση θα καρπωθεί τα οφέλη που η εμπορική συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ μπορεί να προσφέρει.

Copyright © 2016 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.