Ξαναγράφοντας την ιστορία στην Ανατολική Ευρώπη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ξαναγράφοντας την ιστορία στην Ανατολική Ευρώπη

Ο νέος Νόμος περί Ολοκαυτώματος της Πολωνίας και οι πολιτικές για το παρελθόν
Περίληψη: 

Σε κράτη που αντιμετωπίζουν άμεσες απειλές από την Ρωσία και κυβερνώνται από δεξιά λαϊκίστικα κόμματα, η τάση για αστυνόμευση της ιστορίας και φίμωση ενοχλητικών γεγονότων σχετικά με τον ρόλο τους στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι πιθανό να συνεχιστεί. Αυτό θα αυξήσει τις εντάσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ, θα διαιρέσει τους συμμάχους ακόμα και εντός της Ανατολικής Ευρώπης και θα καταπνίξει την ανοικτή συζήτηση.

Η VOLHA CHARNYSH είναι συνεργάτις στο Niehaus Center for Globalization and Governance στο Πανεπιστήμιο Princeton.
Ο EVGENY FINKEL είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Υποθέσεων στο Πανεπιστήμιο George Washington.

Την περασμένη εβδομάδα, ο Πολωνός πρόεδρος Andrzej Duda υπέγραψε έναν αμφιλεγόμενο νόμο ο οποίος ποινικοποιεί δηλώσεις που αποδίδουν ευθύνη για το Ολοκαύτωμα και άλλες ναζιστικές φρικαλεότητες στο «πολωνικό έθνος». Σε μια τηλεοπτική ομιλία, ο Duda ανέφερε [1] ότι ο νόμος προστατεύει τα συμφέροντα, την αξιοπρέπεια και την ιστορική αλήθεια, «έτσι ώστε να μην συκοφαντούμεθα». Η κίνηση αυτή προκάλεσε μια κατακραυγή στις Δυτικές χώρες. Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προειδοποίησε ότι «θα έχει ένα ανατριχιαστικό αποτέλεσμα στην ελευθερία της έκφρασης». Ο Jean-Yves Le Drian, ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, δήλωσε ότι η πολωνική κυβέρνηση δεν θα πρέπει να προσπαθήσει να «ξαναγράψει την ιστορία». Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Βενιαμίν Νετανιάχου, αποκάλεσε το νόμο «αβάσιμο». «Είμαι έντονα αντίθετος», είπε. «Δεν μπορεί κανείς να αλλάξει την ιστορία και κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το Ολοκαύτωμα».

Ο νόμος είναι απλώς το τελευταίο περιστατικό μιας ευρύτερης προσπάθειας για ιστορικό ρεβιζιονισμό. Πέρυσι, το κυβερνών Κόμμα του Νόμου και της Δικαιοσύνης της Πολωνίας (γνωστό ως PiS) ανέλαβε ένα μουσείο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο Γκντανσκ [2] σε μια προσπάθεια αναδιάρθρωσης των εκθεμάτων για να τονίσει τα δεινά και τον ηρωισμό της Πολωνίας. Ο διευθυντής του μουσείου απολύθηκε, το γνωμοδοτικό του συμβούλιο [3] ανασχηματίστηκε για να περιλάβει δεξιούς ιστορικούς υπέρ του PiS, και μια έκθεση για τις σύγχρονες συγκρούσεις ανά τον κόσμο αντικαταστάθηκε με ένα πατριωτικό έργο κινουμένων σχεδίων [4] για τον αγώνα της Πολωνίας από την αρχή του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου μέχρι την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Το PiS άρχισε επίσης να συζητά για να ζητήσει νέες αποζημιώσεις [5] από την Γερμανία και ξεκίνησε να αφαιρεί τα «μνημεία ευγνωμοσύνης» [6] στον Κόκκινο Στρατό που είχε αναγείρει η Σοβιετική Ένωση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

15022018-1.jpg

Υποστηρικτές του νομοσχεδίου για το Ολοκαύτωμα συγκεντρώνονται μπροστά στο Προεδρικό Μέγαρο στην Βαρσοβία, τον Φεβρουάριο του 2018. AGENCJA GAZETA / REUTERS
-----------------------------------------------------------------------------------------

Ούτε η Πολωνία είναι η μόνη μετακομμουνιστική χώρα που προσπάθησε να επαναπροσδιορίσει την ιστορία του ρόλου της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και να υπερασπιστεί τον ρόλο που έπαιξε στο Ολοκαύτωμα. Η Ουγγαρία, η Ουκρανία και τα κράτη της Βαλτικής έχουν κάνει παρόμοιες κινήσεις. Οι επικριτές τέτοιων πολιτικών λένε ότι παραποιούν την ιστορία [7]˙ οι υπερασπιστές τους, υποστηρίζουν ότι αντιπροσωπεύουν ένα κανονικό και απαραίτητο μέρος της οικοδόμησης κράτους [8] ή ακόμη και [ότι είναι] γενναίες προσπάθειες για την διατήρηση της ιστορικής αλήθειας [9]. Στην πραγματικότητα, αυτές οι εξελίξεις δεν έχουν καμία σχέση με την ιστορική ακρίβεια ή την οικοδόμηση κράτους. Η πρόσφατη αύξηση των προσπαθειών για την αναμόρφωση της ιστορικής μνήμης προήλθε από τρεις συναφείς παράγοντες: Την φθίνουσα επιρροή των θεσμών της ΕΕ, την άνοδο των δεξιών κομμάτων, και την αύξηση των εντάσεων με την Ρωσία.

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟ

Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του '90, ενώ η διεθνής κοινότητα ασχολείτο με τις πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις που εισήχθησαν λόγω της κατάρρευσης του κομμουνισμού, τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης συμμετείχαν σε μια άλλη σημαντική, αλλά σε μεγάλο βαθμό παραβλεφθείσα διαδικασία: Την ανακατασκευή και τον επαναπροσδιορισμό των εθνικών τους ιστοριών, και ειδικότερα σχετικά με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα.

Κεντρικό στοιχείο αυτής της προσπάθειας ήταν η εδραίωση μιας αίσθησης εθνικής θυματοποίησης. Το 1992, η Λιθουανία δημιούργησε ένα Μουσείο Θυμάτων Γενοκτονίας [10], το οποίο μνημονεύει τα εγκλήματα της σοβιετικής κατοχής αλλά αρχικά αγνόησε [11] το Ολοκαύτωμα. Το 1998, η Πολωνία δημιούργησε το Ινστιτούτο Εθνικής Μνήμης [12], το οποίο ερευνά και τιμωρεί τα ναζιστικά και σοβιετικά εγκλήματα κατά του πολωνικού έθνους. Το 2002, η Ουγγαρία μετέτρεψε το πρώην αρχηγείο των Ναζί και αργότερα έδρα της κομμουνιστικής αστυνομίας, σε Οίκο της Τρομοκρατίας [13], ένα μουσείο αφιερωμένο στα ναζιστικά και σοβιετικά εγκλήματα.

Αυτοί οι θεσμοί όχι μόνο μνημονεύουν το παρελθόν και εκπαιδεύουν το κοινό αλλά επίσης υπηρετούν και πολιτικούς στόχους. Εγχωρίως, η εθνική θυματοποίηση ήταν ένα ισχυρό εργαλείο για την κινητοποίηση της πολιτικής στήριξης και τη νομιμοποίηση εκείνων που έπαιζαν στο θέμα αυτό. Στο εξωτερικό, οι κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν την εστίαση στα προηγούμενα δεινά για να ασκήσουν πίεση στις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ και το ΝΑΤΟ.

Ωστόσο, αρχικά, οι επίσημες προσπάθειες εκμετάλλευσης της ιστορίας έπρεπε να συνυπάρχουν με τις προϋποθέσεις που επέβαλε η ΕΕ, η οποία απαιτούσε τουλάχιστον ρητορική αντιπαράθεση με τις κληρονομιές του αντισημιτισμού, του Ολοκαυτώματος και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην δεκαετία του 1990, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε πολυάριθμα ψηφίσματα που μνημόνευαν το Ολοκαύτωμα [14] και καλούσαν τις εθνικές κυβερνήσεις να αποκαταστήσουν τις κλεμμένες εβραϊκές περιουσίες και να καταπολεμήσουν τον αντισημιτισμό. Αν και δεν ήταν δεσμευτικά, τα ψηφίσματα σηματοδότησαν το τι τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη αναμένουν από τα μελλοντικά μέλη.