Real Politik στην Ανατολική Μεσόγειο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Real Politik στην Ανατολική Μεσόγειο

Όταν η επικοινωνιακή και πολιτική ρητορική ερμηνεύεται από την πραγματική διπλωματία
Περίληψη: 

Κανένας σημαντικός ενεργειακός επενδυτής δεν πρόκειται να αναλάβει επενδυτική δράση επιβαρυνόμενος εκείνος την διαχείριση μείζονος σημασίας ζητημάτων ασφαλείας στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν, τουλάχιστον σε επικοινωνιακό επίπεδο, διαγράφονται και ενδεχόμενα «θερμών επεισοδίων» μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, κλπ.

Ο ΝΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ είναι δημοσιογράφος.

Τα ανώτερα στελέχη της τουρκικής διπλωματίας δείχνουν να έχουν πλέον ξεπεράσει σε έναν βαθμό τις επιπτώσεις από τις εσωτερικές εκκαθαρίσεις που υπέστη το ΥΠΕΞ μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Τα συμπτώματα εσωτερικής ασυνεννοησίας και κυρίως η εντύπωση που ήταν διάχυτη στο πρόσφατο παρελθόν και αφορούσε πέραν της μιας προσεγγίσεις σε βασικά θέματα στρατηγικής, έχουν το τελευταίο διάστημα περιοριστεί, αν κρίνει κανείς από τον τρόπο ροής της πληροφόρησης μέσω των κατ’ ιδίαν συζητήσεων με Τούρκους διπλωμάτες.

Για τα δύο θέματα που αφορούν τα μείζονα ζητήματα ασφαλείας στην Ανατολική Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένων και των εξελίξεων σε πολιτικό επίπεδο στο Κυπριακό, προέκυψαν αρκετά ενδιαφέροντα σημεία σε πρόσφατη ενημέρωση δημοσιογράφων από Τούρκους διπλωμάτες.

03112018-1.jpg

Η ελληνική Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, σύμφωνα με τις απόψεις της Ελλάδας. Πηγή: www.quora.com
---------------------------------------------------------------------------

Συγκεκριμένα, σε πολύ πρόσφατη συνάντηση, ανώτερος διπλωμάτης του τουρκικού ΥΠΕΞ αναφέρθηκε εκτενώς στην ουσία του τρόπου σκέψης και άρα δράσης της τουρκικής διπλωματίας όσον αφορά τις διαφορές που έχουν κατατεθεί στον τομέα του προσδιορισμού της Κυπριακής ΑΟΖ σε σχέση με την Τουρκία αφενός, και στην οριοθέτηση της ελληνικής, αιγυπτιακής, ισραηλινής, και κυπριακής ΑΟΖ σε σχέση με τις τουρκικές διεκδικήσεις αφετέρου.

Απόντος ενός λεπτομερούς χάρτη της περιοχής, αυτής η συζήτηση εξελίχθηκε επί ενός τραπεζιού με μετακινούμενα αντικείμενα που απεικόνιζαν τις χώρες και τις θαλάσσιες περιοχές.

Επί της θαλάσσιας περιοχής μεταξύ των τουρκικών ακτών και της κυπριακής ακτογραμμής ο Τούρκος διπλωμάτης ξεκαθάρισε πώς η διαφορά στην οριοθέτηση των χωρικών υδάτων μεταξύ Κύπρου και Τουρκίας δεν αποτελούν ζήτημα το οποίο θα μπορούσε να καταλήξει σε πολεμική εμπλοκή. «Δεν θα πολεμήσουμε γι΄ αυτό», αναφέρθηκε συγκεκριμένα.

Για το πολυπλοκότερο ζήτημα που αφορά την επιχειρούμενη σύνδεση από την Ελλάδα της αιγυπτιακής και της κυπριακής ΑΟΖ με την ελληνική, και στην συνέχεια εκ των πραγμάτων με την ισραηλινή, ο Τούρκος διπλωμάτης ήταν επίσης σαφής: «Ούτε γι’ αυτό θα πολεμήσουμε. Όπως και το προηγούμενο, και ετούτο το ζήτημα αποτελεί βασικό τμήμα ενός διαλόγου. Θα συζητούμε για να τα βρούμε».

Η προσέγγιση αυτή, ωστόσο, σκοντάφτει σε ένα βασικό αίτημα της τουρκικής πλευράς. «Οι συζητήσεις και ο διάλογος για τα συγκεκριμένα θέματα θα πρέπει να ολοκληρωθεί πριν τα γεωτρύπανα αρχίσουν να σκάβουν», ειπώθηκε χαρακτηριστικά. Το αίτημα αυτό φαίνεται να ανταποκρίνεται σε μια λογική την οποία βρίσκουν ελκυστική και άλλοι παράγοντες εκτός Τουρκίας. Οι παράγοντες δεν είναι μόνον πολιτικοί, και εδώ το θέμα αποκτά ενδιαφέρον. Η έννοια της διασφάλισης μέσω ενός πρωθύστερου και αποτελεσματικού διαλόγου–διαπραγμάτευσης ενός περιβάλλοντος επιχειρηματικής ασφάλειας ή μείωσης του επιχειρηματικού ρίσκου φαίνεται πως στηρίζεται και από μέρος τουλάχιστον των επιχειρηματικών σχημάτων που έχουν εμπλακεί στην εκμετάλλευση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, και στην συνέχεια της διασφάλισης των δικτύων μεταφοράς του εμπορεύσιμου φυσικού αερίου. Τα ζητήματα ασφαλείας που προκύπτουν είναι σημαντικά. Κανένας επενδυτής δεν πρόκειται να αναλάβει επενδυτική δράση επιβαρυνόμενος εκείνος την διαχείριση μείζονος σημασίας ζητημάτων ασφαλείας στην περιοχή. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν, τουλάχιστον σε επικοινωνιακό επίπεδο, διαγράφονται και ενδεχόμενα «θερμών επεισοδίων», κλπ.

Θα πίστευε κάποιος παρατηρητής ότι η εμμονή της Τουρκίας σε γεωπολιτική «συμμετοχή» στο ενεργειακό project της Ανατολικής Μεσογείου οφείλεται σε καθαρά οικονομικά κίνητρα. Εκ των συναγομένων από τις συζητήσεις με Τούρκους διπλωμάτες προκύπτει πως το μείζον ζήτημα που αντιμετωπίζει η Άγκυρα είναι πρωτίστως πολιτικής και όχι οικονομικής φύσης.

Κατά την τουρκική διπλωματία, ο αποκλεισμός της Τουρκίας από το γεωπολιτικό – γεωοικονομικό παίγνιο της Ανατολικής Μεσογείου οδηγεί σε «στρατηγικό ακρωτηριασμό» μιας χώρας η οποία ιστορικά και γεωγραφικά έχει και αυτή στρατηγικά συμφέροντα στην περιοχή. Από τούτο το στοιχείο πηγάζει αυτή η διπλωματική εμμονή, η οποία συνοδεύεται και από μια επιθετική επικοινωνιακή πολιτική με παράλληλη έντονη έως και ενοχλητική, και άρα επικίνδυνη για ενδεχόμενες εμπλοκές , στρατιωτική παρουσία. Ιδιαίτερα δε όταν προ-ανακοινώνονται από την τουρκική στρατιωτική ηγεσία αλλαγές στους κανόνες εμπλοκής των ναυτικών και αεροπορικών μονάδων της Τουρκίας που δραστηριοποιούνται στο Αιγαίο ή την Ανατολική Μεσόγειο. Ωστόσο, η Άγκυρα αντιλαμβάνεται, ενδεχομένως περισσότερο από κάθε άλλον παράγοντα στην περιοχή, πώς η διπλωματία και άρα η διαπραγμάτευση είναι η μόνη εφικτή προοπτική.

ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ

Η «ζημιά» που προκάλεσε ο Νίκος Κοτζιάς είναι προφανώς μη αναστρέψιμη υπό τις παρούσες συνθήκες, εκτός εάν η Λευκωσία σε συνεννόηση με την Αθήνα (πράγμα δύσκολο) αποφασίσει να αλλάξει με ξεκάθαρο τρόπο την διπλωματική ρότα που ακολουθεί. Σε αυτό το συμπέρασμα φαίνεται να καταλήγουν οι σοβαρά σκεπτόμενοι διπλωμάτες και πολιτικοί στην Αθήνα, την Κύπρο, τον ΟΗΕ ,τις Βρυξέλλες και το Λονδίνο (!).

Η τουρκική πλευρά εκ των υστέρων δηλώνει πώς η Άγκυρα ήταν αποφασισμένη να στηρίξει λύση–απόφαση για το Κυπριακό στο Κρανς Μοντανά της Ελβετίας. Η πλευρά Τσαβούσογλου ισχυρίζεται πως η Τουρκία υποχώρησε κατά κράτος όσον αφορά το ζήτημα της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας στο νησί. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται από την Άγκυρα πώς η αρχικά θέση της Τουρκίας για σταδιακή μείωση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στο νησί μέσα σε μια διάρκεια 15 ετών, μεταβλήθηκε ριζικά με την υιοθέτηση κατ’ αρχήν μιας πενταετούς περιόδου απομάκρυνσης, με την τουρκική πλευρά να συναινεί τελικά στην πλήρη αποστρατιωτικοποίηση της νήσου εντός τριετίας.