Το επόμενο στάδιο της κορεατικής ειρηνευτικής διαδικασίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το επόμενο στάδιο της κορεατικής ειρηνευτικής διαδικασίας

Γιατί η Σεούλ παραμένει αισιόδοξη μετά το Ανόι
Περίληψη: 

Η Σεούλ δεν θεωρεί ανυπέρβλητη την οπισθοδρόμηση της συνόδου κορυφής του Ανόι. Η σύνεση, η αμοιβαία αυτοσυγκράτηση, οι καινοτόμες ιδέες και, πιο σημαντικό, η επανάληψη του διαλόγου και των διαπραγματεύσεων μπορούν να βοηθήσουν στην υπερνίκηση του σημερινού αδιεξόδου.

Ο CHUNG-IN MOON είναι ειδικός σύμβουλος Εξωτερικών Υποθέσεων και Εθνικής Ασφάλειας του προέδρου της Νότιας Κορέας, Moon Jae-in, και διακεκριμένος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Yonsei.

Όταν η σύνοδος ΗΠΑ-Βόρειας Κορέας στο Ανόι τερματίστηκε νωρίς, χωρίς καμία συμφωνία, πολλοί Νοτιοκορεάτες συγκλονίστηκαν. Το απογοητευτικό συμπέρασμα έπληξε την εμπιστοσύνη του κοινού στην διπλωματία των συνόδων κορυφής και υπονόμευσε τις προσπάθειες της Σεούλ να προωθήσει παράλληλες διαδικασίες: Για την αποπυρηνικοποίηση της Βόρειας Κορέας, την οικοδόμηση ενός καθεστώτος ειρήνης στην κορεατική χερσόνησο, και την προώθηση της διακοινοτικής οικονομικής συνεργασίας. Εν ολίγοις, η στρατηγική του προέδρου της Νότιας Κορέας, Moon Jae-in, για την βελτίωση των σχέσεων μεταξύ Σεούλ, Ουάσινγκτον και Πιονγκγιάνγκ μετά την σύνοδο κορυφής, θρυμματίστηκε.

Η σύνοδος κορυφής μπορεί να απέτυχε, αλλά η Σεούλ παρατήρησε αρκετά ενθαρρυντικά σημάδια. Δεν υπήρξε ούτε πικρία ούτε αμοιβαίες αντεγκλήσεις στην σύνοδο κορυφής, ούτε ξαφνική κλιμάκωση της στρατιωτικής έντασης στον απόηχό της. Λαμβάνοντας υπόψη την συμπεριφορά της Πιονγκγιάνγκ κατά το παρελθόν, η αυτοσυγκράτηση του ηγέτη της Βόρειας Κορέας, Kim Jong Un, ήταν ασυνήθιστη. Η απάντηση του προέδρου των ΗΠΑ, Donald Trump, ήταν επίσης ενθαρρυντική. Δεν έγραψε στο twitter τίποτα εμπρηστικό για την Πιονγκγιάνγκ μετά την σύνοδο. Επίσης, δεν πρότεινε νέες κυρώσεις ούτε την ανανέωση των κοινών στρατιωτικών ασκήσεων των ΗΠΑ-Νότιας Κορέας. Αντιθέτως, εξέφρασε την αδιάψευστη εμπιστοσύνη του στον Κιμ και την δέσμευσή του να συνεχίσει τον διάλογο, παρόλο που η σύνοδος κορυφής δεν τελείωσε όπως είχε ελπίσει.

15032019-1.jpg

Ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας, Kim Jong Un, και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Donald Trump, μιλούν κατά την διάρκεια της δεύτερης συνόδου κορυφής Βόρειας Κορέας-ΗΠΑ, στο Ανόι, τον Φεβρουάριο του 2019. KCNA VIA REUTERS
----------------------------------------------------------------------

Επιπλέον, αν η διακήρυξη της Σιγκαπούρης [1] θα μπορούσε να επικριθεί ως ότι δεν παρήγαγε τίποτα περισσότερο από μια απλή λίστα επιθυμιών, η διάσκεψη κορυφής του Ανόι τουλάχιστον έκανε ξεκάθαρα τα συγκεκριμένα και ειδικά αιτήματα της κάθε πλευράς. Για την Ουάσινγκτον, ήταν η τελική, πλήρως επαληθευμένη αποπυρηνικοποίηση (final, fully verified denuclearization, FFVD) της Πιονγκγιάνγκ. Η Βόρεια Κορέα ήταν εξίσου συγκεκριμένη στις απαιτήσεις της. Όπως εξήγησε ο υπουργός Εξωτερικών, Ri Yong Ho, σε συνέντευξη Τύπου τα μεσάνυχτα μετά την λήξη της συνόδου κορυφής, η Πιονγκγιάνγκ πρότεινε την διάλυση των πυρηνικών εγκαταστάσεων στην Yongbyon υπό την παρακολούθηση και επαλήθευση των Ηνωμένων Πολιτειών με αντάλλαγμα την μερική άρση των πέντε ψηφισμάτων των κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών που εφαρμόζονται από το 2016. Ήταν σπάνιο η Βόρεια Κορέα να προωθήσει μια τέτοια συγκεκριμένη πρόταση.

Η κυβέρνηση του Moon βλέπει τις κινήσεις αυτές και από των δύο μερών ως θετικά σημάδια. Πιστεύει ότι η διάσκεψη κορυφής του Ανόι ήταν μόνο μια προσωρινή οπισθοδρόμηση στη μακρά, επικίνδυνη οδύσσεια προς την αποπυρηνικοποίηση και την ειρήνη στην Κορέα και ότι οι συνομιλίες μεταξύ Πιονγκγιάνγκ και Ουάσιγκτον θα επαναληφθούν σύντομα. Παρ’ όλα αυτά, ο τρόπος που κατέληξαν τα πράγματα στο Ανόι άφησαν την Σεούλ ανήσυχη για έναν αριθμό πιθανών τρόπων με τους οποίους οι μελλοντικές διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν να εκτροχιαστούν.

ΔΥΝΗΤΙΚΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βόρεια Κορέα πήγαν στην διάσκεψη κορυφής του Ανόι με αντιφατικές ιδέες για το τι θα αποτελούσε μια καλή συμφωνία. Η Σεούλ φοβάται τώρα ότι αυτό το χάσμα μεταξύ των αιτημάτων της Ουάσιγκτον και της Πιονγκγιάνγκ θα σταματήσει την περαιτέρω πρόοδο. Η κυβέρνηση του Moon πίστευε αρχικά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν εύλογα να ζητήσουν από την Πιονγκγιάνγκ να καταργήσει πλήρως και επαληθεύσιμα τις πυρηνικές εγκαταστάσεις στην Yongbyon, ενώ θα δεσμευόταν να διαλύσει πρόσθετες πυρηνικές εγκαταστάσεις και βαλλιστικούς πυραύλους αργότερα˙ σε αντάλλαγμα, η Ουάσινγκτον θα μπορούσε να προσφέρει την ίδρυση γραφείων συνδέσμου, μια δήλωση που θα τερματίζει τον πόλεμο της Κορέας και μερικές άρσεις κυρώσεων, τέτοιες ώστε να μπορέσουν να συνεχιστούν οι δια-κορεατικές οικονομικές συναλλαγές και συνεργασίες. Η Σεούλ θα ήταν έτοιμη να ανοίξει εκ νέου το βιομηχανικό συγκρότημα Kaesong και το τουριστικό έργο Mount Kumgang, δύο μεγάλα διακοινοτικά οικονομικά έργα στον Βορρά, τα οποία έμειναν κλειστά ως αποτέλεσμα τόσο των διεθνών όσο και των νοτιοκορεατικών κυρώσεων.

Μια τέτοια συμφωνία θα έδινε σταθερή βάση για την επόμενη φάση της διπλωματίας. Αλλά όταν τα δύο μέρη συναντήθηκαν στο Ανόι, η αναντιστοιχία μεταξύ των αιτημάτων των ΗΠΑ, οι οποίες ήταν υπερβολικά φιλόδοξες, και η προσφορά της Βόρειας Κορέας, η οποία ήταν υπερβολικά επιφυλακτική, οδήγησε σε αποτυχία. Η Νότια Κορέα δεν θα βρει εύκολα μια ενδιάμεση απόσταση μεταξύ αυτών των δύο άκρων καθώς συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις.

Πράγματι, όχι μόνο οι ίδιες οι απαιτήσεις, αλλά και το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους έχουν οδηγήσει σε διχασμό και ανησυχία για την Σεούλ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραδοσιακά έκαναν έκκληση για ένα όλα-ή-τίποτα μοντέλο, του τύπου «διαλύστε πρώτα, ανταμειφθείτε αργότερα», ενώ η Βόρεια Κορέα πίεζε για σταδιακά βήματα με αντάλλαγμα τις παραχωρήσεις των ΗΠΑ. Η Σεούλ έχει κάνει διπλωματικές προσπάθειες για να περιορίσει το χάσμα, για τις οποίες μέχρι την σύνοδο στο Ανόι σκεπτόταν ότι ήταν κάπως επιτυχημένες. Για παράδειγμα, στην ομιλία του [2] ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ για την Βόρεια Κορέα, Stephen Biegun, τον Ιανουάριο στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, έδωσε έμφαση σε μια βήμα προς βήμα προσέγγιση και την παράλληλη επιδίωξη της αποπυρηνικοποίησης, ενός καθεστώτος ειρήνης και την ελάφρυνση των οικονομικών κυρώσεων.