Η αμυντική στρατηγική της Ταϊβάν δεν έχει στρατιωτική λογική
Παραδοσιακά, η Ταϊβάν αντισταθμίζει την κινεζική ανθρώπινη ισχύ με ανώτερη τεχνολογία και εκπαίδευση. Αλλά τα τελευταία 15 χρόνια, ο κινεζικός στρατός έχει εφαρμόσει το πιο φιλόδοξο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού που έχει δει ο κόσμος από την δεκαετία του 1930.
Ο TANNER GREER είναι συγγραφέας και αναλυτής που εδρεύει στο Πεκίνο. Η έρευνά του επικεντρώνεται στην εξέλιξη της στρατηγικής σκέψης στην Ανατολική Ασία.
Η Ταϊβάν είναι μια κουρελού από βουνά που καλύπτονται από ζούγκλα, λασπώδεις ορυζώνες και πυκνοκατοικημένες αστικές περιοχές -έδαφος που δυσκολεύει τους ελιγμούς των τανκς. Η πιο πιθανή χρήση για τανκς όπως αυτά, θα ήταν σε σχηματισμό κοντά σε παραλίες [12] για επιχειρήσεις αντι-απόβασης, όπου θα ήταν εξαιρετικά ευάλωτα σε επίθεση από τον αέρα. Καθώς οι Κινέζοι διοικητές δεν θα προσγειώσουν ποτέ μια δύναμη εισβολής, εκτός αν εξασφαλίσουν πρώτα αεροπορική υπεροχή, αυτά τα τανκς δεν θα σημαίνουν ποτέ τίποτα περισσότερο από 108 πολύ ακριβούς εύκολους στόχους [στμ: sitting ducks, στο πρωτότυπο].
Η αγορά ταιριάζει με ένα μακρόχρονο ταϊβανέζικο μοτίβο: Το να δίνεται προτεραιότητα στις πλατφόρμες υψηλού κύρους παρά στους ανθρώπους. Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας έχει μειώσει τις στρατιωτικές συντάξεις [13] και απέτυχε να καταβάλει στους εθελοντές στρατιώτες έναν ανταγωνιστικό μισθό [14] ή να τους παράσχει τα απαραίτητα οφέλη, και δεν έχει αρκετές σφαίρες διαθέσιμες [15] για τους [κληρωτούς] στρατιώτες ώστε να ασκηθούν στην σκοποβολή περισσότερο από μόνο μερικές φορές στο σύνολο της θητείας τους.
Ωστόσο, εκτός από την αγορά των τανκς, η κυβέρνηση της προέδρου Tsai Ing-wen υποσχέθηκε να βρει 8 δισεκατομμύρια δολάρια -που αντιστοιχούν στο 70% του στρατιωτικού προϋπολογισμού του Ταϊβάν για το 2019- ώστε να αγοράσει 66 νέα αεροσκάφη F-16 (αν και σε περίπτωση σύγκρουσης με την Κίνα, τα περισσότερα από αυτά θα καταστρέφονταν από πυραύλους του PLA [του κινεζικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού] ενώ θα βρίσκονταν ακόμη στους διαδρόμους των αεροδρομίων [16]). Το ναυτικό της Ταϊβάν προωθεί επίσης τακτικά σχέδια για ένα εγχώρια κατασκευασμένο ελικοπτεροφόρο [17] και ένα αντιτορπιλικό τύπου Aegis [18]. Δισεκατομμύρια έχουν δοθεί στην ανάπτυξη εγχώριων κινητήρων τζετ και μαχητικών [19]. Το πιο καταστροφικό από όλα, περίπου το ένα δέκατο του αμυντικού προϋπολογισμού έχει διατεθεί για την ανάπτυξη του ταϊβανέζικου εγχώριου προγράμματος υποβρυχίων [20]. Σύμφωνα με τις αγρίως αισιόδοξες κυβερνητικές προβλέψεις, το πρώτο από αυτά τα υποβρύχια θα είναι αξιόπλοο το 2025. Μόνο λίγα παραπάνω θα μπορούσαν να κατασκευαστούν πριν από την λήξη της δεκαετίας, με εκτιμώμενο κόστος στο 1 δισεκατομμύριο δολάρια ανά πλοίο.
Από μια άποψη τακτικής, αυτή η στρατηγική προμηθειών είναι παράλογη. Σε αυτό το σημείο, οι αναλυτές των ΗΠΑ συμφωνούν: Με το να οικοδομούν τον στρατό τους γύρω από ακριβές, υψηλής τεχνολογίας στρατιωτικές μηχανές, οι Ταϊβανέζοι δεσμεύονται σε έναν αγώνα δρόμου που δεν έχουν τα μέσα για να κερδίσουν. Ωστόσο, υπάρχει ένα διαφορετικό πρίσμα μέσω του οποίου μπορεί να ιδωθούν αυτές οι αγορές, κάτι που λίγοι παρατηρητές των ΗΠΑ εξετάζουν στις αναλύσεις τους. Στο πλαίσιο του υπερ-κομματικοποιημένου πολιτικού και μηντιακού περιβάλλοντος της Ταϊβάν, οι αμυντικές προτεραιότητες των ηγετών της Ταϊβάν δημιουργούν μια διεστραμμένη λογική.
Οι Ταϊβανέζοι είναι απομονωμένοι στην διεθνή σκηνή, μη έχοντας αναγνωριστεί επίσημα από κανέναν από τους πιο κρίσιμους οικονομικούς και αμυντικούς εταίρους τους, και συνεχώς υπόκεινται σε μια βλαπτική κινεζική προπαγανδιστική εκστρατεία που είναι σχεδιασμένη ώστε να υπονομεύει την εμπιστοσύνη του κοινού στην διπλωματική στάση και την στρατιωτική ισχύ της Ταϊβάν. Ως αποτέλεσμα, κάθε διεθνές συμβάν -οτιδήποτε μπορεί να δείχνει ότι μειώνει την θέση της Ταϊβάν στον κόσμο- είναι μια ευκαιρία για να σημειωθούν πολιτικοί πόντοι εναντίον του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία.
Εξετάστε τον ανταγωνισμό της Ταϊβάν με την Κίνα για επίσημη διπλωματική αναγνώριση. Το εάν μικρές χώρες αναγνωρίζουν επίσημα την Ταϊβάν δεν έχει ουσιώδη επίδραση στην οικονομία ή την ασφάλεια της χώρας. Ο αντίκτυπος είναι ψυχολογικός και πολιτικός. Όταν το Ελ Σαλβαδόρ διέκοψε τους δεσμούς με την Ταϊπέι το 2018 και μετέφερε την αναγνώρισή του στο Πεκίνο, ένας εκπρόσωπος του Κουομιντάγκ (ΚΜΤ), του κύριου κόμματος της αντιπολίτευσης στην Ταϊβάν, κατηγόρησε [21] το κυβερνών Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (DPP) για καλλιέργεια της καταστροφής: «Το DPP πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για την απομόνωση της Ταϊβάν και να απολογηθεί στον λαό μας», βρόντηξε ο εκπρόσωπος. «Θα ήθελα προσωπικά να ρωτήσω την Tsai Ing-wen: Πού ακριβώς οδηγείτε στην Δημοκρατία της Κίνας;».
Τα στρατιωτικά λάθη ενεργοποιούν παρόμοια πυρά στα μέσα ενημέρωσης. Ένα σκάνδαλο ξέσπασε το 2016, όταν ένας πύραυλος κατά πλοίων εκτοξεύτηκε τυχαία εναντίον ενός ταϊβανέζικου αλιευτικού σκάφους, σκοτώνοντας τον καπετάνιο του. Μέσα σε μια μέρα, εκπρόσωποι του KMT χαρακτήρισαν το περιστατικό [22] ως μια «κρίση εθνικής ασφάλειας» και ζήτησαν από την Τσάι να ακυρώσει το προγραμματισμένο ταξίδι της στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Tsai μετατόπισε την ευθύνη προς τα κάτω, κατηγορώντας τον στρατό [23] για «απόλυτη περιφρόνηση της πειθαρχίας και πλήρη έλλειψη ικανότητας». Η επακόλουθη φρενίτις των μέσων ενημέρωσης ακολούθησε το φυσιολογικό ταϊβανέζικο μοτίβο, με βεβιασμένες απολογίες στα υψηλά και στα χαμηλά της ταϊβανέζικης αλυσίδας διοίκησης, προσφέροντας τροφή για 24ωρα οργής στην ταϊβανέζικη τηλεόραση.
Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο πρέπει να γίνει κατανοητή η στρατηγική προμηθειών της Ταϊβάν. Οι ηγέτες της Ταϊβάν έχουν ένα ισχυρό πολιτικό κίνητρο να αυξήσουν το ανάστημα της Ταϊβάν στην διεθνή σκηνή και να αντισταθούν δημόσια στις προσπάθειες της Κίνας να την αποκόψει από τους συμμάχους της. Παρομοίως, ενθαρρύνονται να δείξουν ότι υπό την ηγεσία τους, ο στρατός της Ταϊβάν παραμένει μια μαχητική δύναμη παγκόσμιου επιπέδου. Η αγορά φανταχτερού στρατιωτικού εξοπλισμού δεν έχει στρατηγική σημασία, αλλά επιτυγχάνει και τους δύο αυτούς στόχους.