Η κλιματική αλλαγή δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί συγκρούσεις
Οι κυβερνήσεις πρέπει να κάνουν περισσότερα από το να μετριάσουν τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Πρέπει να δημιουργήσουν μηχανισμούς που να μπορούν να ρυθμίσουν ειρηνικά την πρόσβαση στους πόρους. Όταν αποτυγχάνουν σε αυτό, τότε ένοπλες ομάδες μπορούν να εκμεταλλευτούν την έλλειψη εμπιστοσύνης των περιθωριοποιημένων κοινοτήτων προς την κυβέρνηση και να καλύψουν το κενό.
Ο TAREK GHANI είναι επικεφαλής οικονομολόγος και διευθυντής προγράμματος του Μέλλοντος των Συγκρούσεων στο International Crisis Group και εξωτερικός συνεργάτης στο Brookings Institution.
Ο ROBERT MALLEY είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του International Crisis Group και διετέλεσε συντονιστής του Λευκού Οίκου για τη Μέση Ανατολή, την Βόρεια Αφρική και την περιοχή του Κόλπου από το 2015 έως το 2017.
- previous-disabled
- Page 1of 4
- next
Μεταξύ των πολλών απογοητευτικών προβλέψεων της βλάβης που προκαλείται από την κλιματική αλλαγή είναι αυτή η εξόφθαλμη στατιστική: κατά μέσο όρο, σύμφωνα με τους οικονομολόγους, μια αύξηση της τοπικής θερμοκρασίας μισού βαθμού Κελσίου σχετίζεται με αύξηση κατά 10% έως 20% [1] του κινδύνου θανατηφόρων συγκρούσεων. Εάν είναι ακριβές, αυτό σημαίνει ότι η πιθανότητα τέτοιων συγκρούσεων αυξάνεται γρήγορα. Οι επιστήμονες του ΟΗΕ για το κλίμα εκτιμούν ότι οι ανθρωπογενείς εκπομπές έχουν δημιουργήσει θέρμανση του πλανήτη από την προϊστορική περίοδο [μέχρι σήμερα] κατά έναν βαθμό και επειδή ο ρυθμός της κλιματικής αλλαγής επιταχύνεται γρήγορα, προβλέπουν [2] άλλο μισό βαθμό θέρμανσης τόσο σύντομα όσο στο 2030. Οι τροπικές περιοχές θα έχουν ακόμη πιο ακραία θέρμανση, με αντίστοιχα υψηλότερο κίνδυνο σχετιζόμενης με το κλίμα ανασφάλειας.
Στις όχθες της λίμνης Turkana, στην Κένυα, τον Οκτώβριο του 2013. Siegfried Modola / Reuters
---------------------------------------------------------
Ο τερματισμός ή η πρόληψη συγκρούσεων που επιδεινώνονται από την κλιματική αλλαγή απαιτεί μια ταχύτερη και διαφορετική προσέγγιση από την αντιμετώπιση της ίδιας της κλιματικής αλλαγής. Πολλές κυβερνήσεις έχουν αρχίσει να περιορίζουν τις εκπομπές, αλλά δημιουργούν βαθμιαία τα στάδια στις προσπάθειές τους για μετριασμό του κλίματος. Για παράδειγμα, 120 χώρες [3] έχουν υιοθετήσει έναν στόχο μηδενικών εκπομπών άνθρακα έως το 2050 -έναν άξιο στόχο που θα μπορούσε να εμποδίσει να γίνει τελικά ακατοίκητη η γη. Ωστόσο, εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο βιώνουν ήδη ρεκόρ καυσώνων, ακραίες βροχοπτώσεις, και αύξηση της στάθμης της θάλασσας -αλλαγές που διαταράσσουν τα προς το ζην˙ επιδεινώνουν την επισιτιστική ανασφάλεια, την λειψυδρία, και τον ανταγωνισμό για τους πόρους˙ και παρακινούν τη μετανάστευση. Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι μια απαραίτητη αλλά αναπόφευκτα μακροπρόθεσμη προσπάθεια. Η πρόληψη των συγκρούσεων πρέπει να συμβεί τώρα.
Η σχέση μεταξύ κλίματος και συγκρούσεων δεν είναι ούτε απλή ούτε γραμμική. Οι ίδιες κλιματικές επιπτώσεις μπορούν να παράγουν πολύ διαφορετικά συγκρουσιακά αποτελέσματα ανάλογα με την πολιτική απόκριση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αυξανόμενες θερμοκρασίες και οι άνισες βροχοπτώσεις δημιουργούν ελλείψεις˙ σε άλλες, η κλιματική αλλαγή -και οι ανθρώπινες αντιδράσεις σε αυτήν- ξεκλειδώνουν νέους πόρους. Ενώ ορισμένες χώρες διαχειρίζονται καλά τον ανταγωνισμό που προκαλείται από το κλίμα, άλλες δεν τον διαχειρίζονται καθόλου -καθιστώντας πιο πιθανή την σύγκρουση. Η σχέση μεταξύ του κλίματος και των συγκρούσεων μπορεί επίσης να αντιστραφεί: οι συγκρούσεις και η εγκληματικότητα μπορούν να επιδεινώσουν την κλιματική αλλαγή και να εμποδίσουν τις προσπάθειες μετριασμού, όπως έχει κάνει η παράνομη υλοτομία στον Αμαζόνιο.
Εν ολίγοις, ο αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο κυβερνώνται τα κράτη. Το κλίμα έχει σημασία όταν πρόκειται για τον πόλεμο και την ειρήνη, αλλά η πολιτική και οι πολιτικές που αφορούν το κλίμα έχουν ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Για τον λόγο αυτόν, η απάντηση στην κλιματική αλλαγή δεν μπορεί να περιοριστεί στο να καμφθούν τα σοκ της. Αντίθετα, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην ενίσχυση της ικανότητας των κρατών να αντέχουν αυτά τα σοκ και να διασφαλίζουν την ανθεκτικότητα των πιο ευάλωτων κοινοτήτων τους. Αυτό θα απαιτήσει την κατανόηση της σύνθετης πολιτικής δυναμικής που είτε επιτρέπει στις κοινωνίες να διαχειρίζονται την περιβαλλοντική αλλαγή είτε τις ωθεί προς την βία.
ΕΝΑ ΚΛΙΜΑ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ
Η Βόρεια Νιγηρία [4] είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση για τις περιβαλλοντικές αλλαγές που προκαλούν θανατηφόρες συγκρούσεις. Ξεκινώντας από την δεκαετία του 1970, η περιοχή γνώρισε συχνές ξηρασίες ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής και η Σαχάρα εισχώρησε σταθερά προς τα νότια μέσα στον Νιγηρία, προκαλώντας την ερημοποίηση περίπου 351.000 εκταρίων γης [5] ετησίως. Πολλές φυσικές πηγές νερού έχουν στεγνώσει, μειώνοντας τα λιβάδια και τα χωράφια. Στις περισσότερο πληγείσες επαρχίες της βόρειας Νιγηρίας, αυτές οι περιβαλλοντικές αλλαγές έχουν εντείνει τον μακροχρόνιο ανταγωνισμό μεταξύ των βοσκών και των αγροτών σχετικά με τη μείωση των πόρων. Μεγάλος αριθμός κτηνοτρόφων έχει μεταναστεύσει νότια αναζητώντας παραγωγική γη και κατ' αυτόν τον τρόπο έρχονται σε σύγκρουση με εγκατεστημένους αγρότες στην κεντρική Νιγηρία. Και οι δύο κοινότητες κινητοποίησαν κατά καιρούς ένοπλες ομάδες για προστασία. Η προκύπτουσα βία έχει επιβαρύνει υπερβολικά τον στρατό της Νιγηρίας, ο οποίος είχε ήδη επιβαρυνθεί από τον πόλεμό του ενάντια στην θανατηφόρα τζιχαντιστική ομάδα Μπόκο Χαράμ. Νιγηριανοί ερευνητικοί δημοσιογράφοι ανέφεραν ότι η ένοπλη βία από «ληστές» -ένας όρος που αναφέρεται τόσο σε συμμάχους των βοσκών όσο και σε εγκληματικές ομάδες στις βόρειες επαρχίες- ήταν υπεύθυνη για 875 αναφερθέντες θανάτους [6] μεταξύ Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου 2019. Ο αριθμός αυτός είναι υπερδιπλάσιος από τους 370 θανάτους που αποδόθηκαν στη Μπόκο Χαράμ την ίδια περίοδο.
- previous-disabled
- Page 1of 4
- next