Ο καπιταλισμός μετά την πανδημία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο καπιταλισμός μετά την πανδημία

Καταλαβαίνοντας την ανάκαμψη σωστά*

Γενικότερα, οι χώρες πρέπει επίσης να διαρθρώσουν τις δημόσιες επενδύσεις τους λιγότερο ως δωρεές και περισσότερο ως προσπάθειες να διαμορφώσουν την αγορά προς όφελος του κοινού, πράγμα που σημαίνει η κυβερνητική βοήθεια να συνοδεύεται από προϋποθέσεις. Κατά την διάρκεια της πανδημίας, αυτές οι συνθήκες πρέπει να προωθούν τρεις συγκεκριμένους στόχους: Πρώτον, την διατήρηση της απασχόλησης να προστατευθεί η παραγωγικότητα των επιχειρήσεων και η εισοδηματική ασφάλεια των νοικοκυριών. Δεύτερον, την βελτίωση των συνθηκών εργασίας με την παροχή επαρκούς ασφάλειας, αξιοπρεπών μισθών, επαρκών επιπέδων αποζημιώσεων ασθενείας και μεγαλύτερο λόγο στην λήψη αποφάσεων. Τρίτον, την προώθηση μακροπρόθεσμων αποστολών όπως η μείωση των εκπομπών άνθρακα και η εφαρμογή των πλεονεκτημάτων της ψηφιοποίησης στις δημόσιες υπηρεσίες, από τις μεταφορές μέχρι την υγεία.

Η κύρια απάντηση των Ηνωμένων Πολιτειών στην COVID-19 -ο νόμος CARES (Coronavirus Aid, Relief, and Economic Security), που ψηφίστηκε από το Κογκρέσο τον Μάρτιο του 2020- απεικονίζει αυτά τα σημεία αντίστροφα. Αντί να τοποθετήσει αποτελεσματικές μισθολογικές ενισχύσεις, όπως έκαναν οι περισσότερες άλλες προηγμένες χώρες, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσέφεραν ενισχυμένα προσωρινά επιδόματα ανεργίας. Αυτή η επιλογή οδήγησε σε απολύσεις άνω των 30 εκατομμυρίων εργαζομένων, με αποτέλεσμα οι Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν ένα από τα υψηλότερα ποσοστά [14] ανεργίας που σχετίζεται με την πανδημία στον ανεπτυγμένο κόσμο. Επειδή η κυβέρνηση προσέφερε τρισεκατομμύρια δολάρια σε άμεση και έμμεση υποστήριξη σε μεγάλες εταιρείες χωρίς ουσιαστικές προϋποθέσεις, πολλές εταιρείες ήταν ελεύθερες να προβούν σε ενέργειες που θα μπορούσαν να διαδώσουν τον ιό, όπως το να αρνηθούν να πληρώσουν αποζημίωση για ημέρες ασθενείας στους υπαλλήλους τους και η λειτουργία μη ασφαλών χώρων εργασίας.

Ο νόμος CARES καθιέρωσε επίσης το Πρόγραμμα Μισθολογικής Προστασίας (Paycheck Protection Program), σύμφωνα με το οποίο οι επιχειρήσεις έλαβαν δάνεια που θα μπορούσαν να διαγραφούν εάν οι εργαζόμενοι διατηρούντο στη μισθοδοσία. Όμως, το ΡΡΡ κατέληξε να εξυπηρετεί περισσότερο ως μια τεράστια επιχορήγηση σε εταιρικά ταμεία παρά ως μια αποτελεσματική μέθοδος διάσωσης θέσεων εργασίας. Οποιαδήποτε μικρή επιχείρηση, όχι μόνο εκείνες που το είχαν ανάγκη, θα μπορούσε να λάβει δάνειο, και το Κογκρέσο χαλάρωσε γρήγορα τους κανόνες σχετικά με το πόσο χρειάζεται μια επιχείρηση να δαπανήσει για μισθοδοσία για να διαγραφεί το δάνειο. Ως αποτέλεσμα, το πρόγραμμα κατάφερε μια θλιβερά μικρή κάμψη στην ανεργία. Μια ομάδα του MIT κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ΡΡΡ έδωσε δάνεια 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αλλά έσωσε μόνο 2,3 εκατομμύρια θέσεις εργασίας σε περίπου έξι μήνες. Υποθέτοντας ότι τα περισσότερα από τα δάνεια τελικά θα διαγραφούν, το ετήσιο κόστος του προγράμματος ανέρχεται σε περίπου 500.000 δολάρια ανά θέση εργασίας. Κατά την διάρκεια του καλοκαιριού του 2020, τόσο το ΡΡΡ όσο και τα διευρυμένα επιδόματα ανεργίας εξαντλήθηκαν και το ποσοστό ανεργίας των ΗΠΑ εξακολουθεί να υπερβαίνει το 10%.

Μέχρι στιγμής, το Κογκρέσο έχει εγκρίνει δαπάνες άνω των 3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για την αντιμετώπιση της πανδημίας και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ενέχυσε περίπου 4 τρισεκατομμύρια δολάρια στην οικονομία –όλα μαζί συνολικά πάνω από το 30% του ΑΕΠ των ΗΠΑ. Ωστόσο, αυτές οι τεράστιες δαπάνες δεν έχουν επιτύχει τίποτα όσον αφορά την αντιμετώπιση επειγόντων, μακροπρόθεσμων ζητημάτων, από την κλιματική αλλαγή έως την ανισότητα. Όταν η γερουσιαστής Ελίζαμπεθ Γουόρεν, Δημοκρατική της Μασαχουσέτης, πρότεινε να προσαρτηθούν προϋποθέσεις στις διασώσεις -για να εξασφαλιστούν υψηλότεροι μισθοί και μεγαλύτερη δύναμη στους εργαζόμενους για την λήψη αποφάσεων, και να περιοριστούν τα μερίσματα, οι επαναγορές μετοχών, και τα μπόνους των στελεχών- δεν μπορούσε να βρει τις απαιτούμενες ψήφους.

Το νόημα της παρέμβασης της κυβέρνησης ήταν να αποτρέψει την κατάρρευση της αγοράς εργασίας και να διατηρήσει τις επιχειρήσεις ως παραγωγικές οργανώσεις -ουσιαστικά, να ενεργήσει ως ασφαλιστής έναντι καταστροφικού ρίσκου. Αλλά αυτή η προσέγγιση δεν μπορεί να επιτραπεί να κάνει φτωχή την κυβέρνηση, ούτε πρέπει να επιτρέπεται η χρηματοδότηση καταστροφικών επιχειρηματικών στρατηγικών. Στην περίπτωση αφερεγγυότητας, η κυβέρνηση ίσως να εξετάσει το ενδεχόμενο να απαιτήσει μετοχικά μερίδια στις εταιρείες που σώζει, όπως συνέβη το 2008 όταν το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ ανέλαβε μερίδιο ιδιοκτησίας στην General Motors και σε άλλες προβληματικές εταιρείες. Και κατά την διάσωση των επιχειρήσεων, η κυβέρνηση θα πρέπει να επιβάλει όρους που απαγορεύουν κάθε είδους κακή συμπεριφορά: πρόωρη διανομή μπόνους στους CEO, έκδοση υπερβολικών μερισμάτων, διεξαγωγή επαναγοράς μετοχών, ανάληψη περιττού χρέους, εκτροπή κερδών σε φορολογικούς παραδείσους, εμπλοκή σε προβληματικές πολιτικές πιέσεις. Θα πρέπει επίσης να σταματούν τις επιχειρήσεις από την αύξηση των τιμών, ειδικά στην περίπτωση των θεραπειών και εμβολίων κατά της COVID-19.

Άλλες χώρες δείχνουν πώς φαίνεται η κατάλληλη απάντηση στην κρίση. Όταν η Δανία προσφέρθηκε να πληρώσει το 75% του κόστους μισθοδοσίας των επιχειρήσεων κατά την έναρξη της πανδημίας, το έπραξε υπό τον όρο ότι οι εταιρείες δεν μπορούσαν να κάνουν απολύσεις για οικονομικούς λόγους. Η δανική κυβέρνηση αρνήθηκε επίσης να διασώσει εταιρείες που είχαν εγγραφεί σε φορολογικούς παραδείσους [15] και απαγόρευσε την χρήση κεφαλαίων ελάφρυνσης για μερίσματα και επαναγορές μετοχών. Στην Αυστρία και την Γαλλία, οι αεροπορικές εταιρείες σώθηκαν υπό τον όρο ότι θα μειώσουν το ανθρακικό αποτύπωμά τους [16].