Ο άλλος πόλεμος της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο άλλος πόλεμος της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη

Η επί δεκαετίες επίθεση στην υεμενική οικονομία
Περίληψη: 

Αν και μπορεί να φαίνεται πρόωρο να εξεταστεί το μεταπολεμικό μέλλον της Υεμένης, δεδομένων των συνεχιζόμενων εχθροπραξιών, είναι αναμφισβήτητα προς το συμφέρον της Σαουδικής Αραβίας όχι μόνο να σταματήσει την στρατιωτική της επέμβαση αλλά και να βοηθήσει στην πολιτική και οικονομική στήριξη της γείτονός της.

Ο ASHER ORKABY είναι ερευνητικός συνεργάτης στο Transregional Institute του Πανεπιστημίου Princeton και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Yemen: What Everyone Needs to Know [1].

Ο πόλεμος στην Υεμένη είχε ως αποτέλεσμα 250.000 θανάτους και οικονομική ζημιά δισεκατομμυρίων δολαρίων, κάνοντας ορισμένους να τον χαρακτηρίσουν ως την χειρότερη ανθρωπογενή ανθρωπιστική κρίση στον κόσμο. Ένας φαύλος κύκλος αεροπορικών επιδρομών της Σαουδικής Αραβίας και στρατιωτικών επιθέσεων των Χούτι, σε συνδυασμό με τον, υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας, αποκλεισμό και την παρεμβολή των Χούτι στην παράδοση ανθρωπιστικής βοήθειας, έχει αφήσει περισσότερο από τον μισό πληθυσμό της Υεμένης να κινδυνεύει από την πείνα και τις ευρέως διαδεδομένες μεταδοτικές ασθένειες. Η σύγκρουση μεταξύ ενός υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας συνασπισμού και των υποστηριζόμενων από το Ιράν ανταρτών Χούτι, η οποία ξεκίνησε το 2015, είναι μόνο το πιο πρόσφατο επεισόδιο σε μια μακρά ιστορία σαουδαραβικών προσπαθειών να ελέγξουν και να καθυποτάξουν την οικονομία και το πολιτικό καθεστώς της Υεμένης. Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, η Σαουδική Αραβία διεξάγει μια οικονομική εκστρατεία για να καταπνίξει τον νότιο γείτονά της σε μια προσπάθεια να τον αποτρέψει από το να αναδειχθεί σε περιφερειακό ανταγωνιστή. Πιο πρόσφατα, η Σαουδική Αραβία άρχισε να διακόπτει τις βίζες εργασίας δεκάδων χιλιάδων μεταναστών εργατών από την Υεμένη, αναγκάζοντάς τους να επιστρέψουν σε μια κατεστραμμένη από τον πόλεμο χώρα εν μέσω μιας συνεχιζόμενης ανθρωπιστικής κρίσης.

05112021-1.jpg

Στην επαρχία al-Mahweet, στην Υεμένη, τον Ιούνιο του 2021. Khaled Abdullah / Reuters
---------------------------------------------------------------

Η απόφαση της Σαουδικής Αραβίας να εκδιώξει τους Υεμενίτες εργάτες -αν και είναι ιδιαίτερα αποτρόπαιη δεδομένων των συνθηκών της εκτόπισής τους- είναι μέρος ενός μακροχρόνιου μοτίβου. Από την δημιουργία του σύγχρονου κράτους της Σαουδικής Αραβίας κατά την δεκαετία του 1930, διαδοχικοί μονάρχες φοβήθηκαν την απειλή που θα μπορούσε να αποτελέσει για την βασιλεία τους μια ενωμένη, ευημερούσα, και δημοκρατική Υεμένη, ειδικά μετά την ενοποίηση της Βόρειας και της Νότιας Υεμένης το 1990. Οι Σαουδάραβες έχουν βρει τρόπους να υποδαυλίσουν εσωτερικές διαιρέσεις και να αποδυναμώσουν την οικονομία της Υεμένης, ιδίως με την ανάκληση των αδειών εργασίας αλλοδαπών και την κατάργηση της εξωτερικής βοήθειας από την οποία εξαρτάται η χώρα. Η, με πρωτοβουλία της Σαουδικής Αραβίας, απόφαση να αποκλειστεί η Υεμένη από το πλούσιο σε πετρέλαιο Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου (Gulf Cooperation Council - GCC) -μια περιφερειακή πολιτική και οικονομική ένωση- έχει επίσης εντείνει την οικονομική κατάρρευση της Υεμένης, κάτι που προσθέτει στην πολιτική αναταραχή και την κρίση διακυβέρνησης η οποία έχει διχάσει την χώρα και έχει οδηγήσει στον εμφύλιο πόλεμο.

Αν και μπορεί να φαίνεται πρόωρο να εξεταστεί το μεταπολεμικό μέλλον της Υεμένης, δεδομένων των συνεχιζόμενων εχθροπραξιών, είναι αναμφισβήτητα προς το συμφέρον της Σαουδικής Αραβίας όχι μόνο να σταματήσει την στρατιωτική της επέμβαση αλλά και να βοηθήσει στην πολιτική και οικονομική στήριξη της γείτονός της. Προσπάθειες δεκαετιών να παρεμποδίσει την ανάπτυξη της Υεμένης δεν έχουν επιτύχει τους στόχους ασφαλείας της Σαουδικής Αραβίας για την διαμόρφωση ενός αδύναμου και εύπλαστου υεμενικού κράτους. Αντίθετα, κατάφεραν μόνο να δημιουργήσουν μια δαπανηρή και ρευστή στρατιωτική σύγκρουση [2]. Το βασίλειο θα έκανε καλά να ενσωματώσει την Υεμένη στην περιφερειακή οικονομία και να δημιουργήσει νομικές οδούς για τους πολίτες της ώστε να εργαστούν ξανά στην Σαουδική Αραβία.

ΜΙΑ ΜΑΚΡΑ, ΜΠΕΡΔΕΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Πριν από το 1990, η μετανάστευση εργατών από την Υεμένη στην Σαουδική Αραβία και σε άλλες χώρες του Κόλπου οδήγησε στην οικονομική άνθηση της πατρίδας τους, καθώς αυτοί οι μετανάστες εργάτες έστελναν εμβάσματα που χρηματοδοτούσαν τοπικά κατασκευαστικά και αναπτυξιακά έργα στην Βόρεια και Νότια Υεμένη. Οι κάτοικοι της Βόρειας Υεμένης επωφελήθηκαν ιδιαίτερα καθώς η Σαουδική Αραβία τους χορήγησε προνομιακό καθεστώς, παραιτούμενη από τα έγγραφα και την εγγυοδοσία που απαιτούνταν από άλλους μετανάστες εργάτες και επιτρέποντάς τους σχετικά ελεύθερη διέλευση από και προς τις σαουδαραβικές πετρελαιοπηγές και τα εργοτάξια. Κατά την διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και του 1980, υπολογίζεται ότι 700.000 έως 1,8 εκατομμύρια Υεμενίτες εργάζονταν σε χώρες του GCC, το οποίο αποτελείται από τις πλούσιες σε πετρέλαιο αραβικές μοναρχίες του Μπαχρέιν, του Κουβέιτ, του Ομάν, του Κατάρ, της Σαουδικής Αραβίας, και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.

Σχεδόν κάθε νοικοκυριό της Υεμένης επωφελήθηκε είτε άμεσα από τα εμβάσματα των εργαζομένων είτε έμμεσα από τον αντίκτυπο που είχε η εισροή μετρητών στην τοπική αγοραστική δύναμη και σε επενδυτικά έργα μικρής κλίμακας. Οι φίλοι και οι οικογένειες των μεταναστών εργατών σχημάτισαν Τοπικές Αναπτυξιακές Ενώσεις (Local Development Associations), οργανώσεις λαϊκής βάσης που συγκέντρωναν εμβάσματα και επένδυαν σε έργα αγροτικής ανάπτυξης. Οι LDA ήταν αξιοσημείωτες όχι μόνο για την ικανότητά τους να δίνουν ώθηση στην στοχευμένη ανάπτυξη αλλά και για την ικανότητά τους να ισχυροποιούν τους τοπικούς ηγέτες, προστατεύοντας παράλληλα τον εαυτό τους από τις ιδιοτροπίες μιας σε μεγάλο βαθμό διεφθαρμένης κεντρικής κυβέρνησης της Υεμένης.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ωστόσο, οι Σαουδάραβες εργοδότες επιθυμούσαν μια φθηνότερη και πιο ευέλικτη πηγή εργασίας και άρχισαν να αναζητούν μια εναλλακτική δεξαμενή εργασίας για να αντικαταστήσουν το εργατικό δυναμικό της Υεμένης. Στην θέση του, οι μετανάστες εργάτες από τη Νότια και τη Νοτιοανατολική Ασία έγιναν το ταχύτερα αναπτυσσόμενο εργατικό δυναμικό στην Σαουδική Αραβία, εν μέρει επειδή οι Σαουδάραβες ηγέτες το θεωρούσαν λιγότερο πιθανό να εμπλακεί σε αραβικές εθνικιστικές ή ισλαμιστικές ταραχές.