Θα παραμείνει η Γερμανία στην πορεία της; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Θα παραμείνει η Γερμανία στην πορεία της;

Πώς μπορεί ο Μπάιντεν να κρατήσει το Βερολίνο εστιασμένο στην άμυνα

Η συνεργασία ΗΠΑ-Γερμανίας στον τομέα της ασφάλειας σημαδεύτηκε επίσης από απογοητεύσεις κατά την διάρκεια του πρώτου έτους του Μπάιντεν στα καθήκοντά του, ειδικά στο Αφγανιστάν. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η Γερμανία είχε συνεισφέρει χιλιάδες στρατιώτες στον υπό την ηγεσία των ΗΠΑ εκεί συνασπισμό -η πρώτη της χρήση στρατευμάτων μάχης από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά- παρόλο που αυξήθηκαν οι αμφιβολίες στο Βερολίνο για τις προοπτικές επιτυχίας του πολέμου. Στις αρχές της προεδρίας του Μπάιντεν, η Annegret Kramp-Karrenbauer, η Υπουργός Άμυνας της Γερμανίας εκείνη την εποχή, επανέλαβε δημόσια την προθυμία της Γερμανίας να παραμείνει στο Αφγανιστάν στο πλευρό των Ηνωμένων Πολιτειών. Στην συνέχεια, όμως, η κυβέρνηση Μπάιντεν αποσύρθηκε απότομα τον Αύγουστο του 2021, σοκάροντας τους Γερμανούς ηγέτες αποτυγχάνοντας να συντονιστεί μαζί τους ή έστω να τους προειδοποιήσει. Μόλις ένα μήνα αργότερα, η Γερμανία (και μεγάλο μέρος της Ευρώπης) έμεινε έκπληκτη από την ανακοίνωση της AUKUS από την κυβέρνηση Μπάιντεν, μιας νέας συνεργασίας με την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο που κόστισε στην Γαλλία μια στρατηγικής σημασίας συμφωνία για υποβρύχια και υπογράμμισε την ανάγκη των Ευρωπαίων να ενισχύσουν τη μεταξύ τους αμυντική συνεργασία και να κάνουν την αμυντική τους βιομηχανία πιο ανταγωνιστική.

Η Ρωσία αναδύθηκε ως μια άλλη περιοχή τριβής μεταξύ της Ουάσιγκτον και του Βερολίνου πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ακόμη και μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία και τα οκτώ χρόνια πολέμου στην ανατολική Ουκρανία, η Γερμανία εξακολουθούσε να βασίζει την πολιτική της έναντι της Μόσχας στην υπόθεση ότι οι στενότεροι οικονομικοί δεσμοί θα διασφάλιζαν μια εποικοδομητική σχέση. Η κυβέρνηση της Γερμανίδας καγκελαρίου, Άνγκελα Μέρκελ, είχε βασιστεί στο ότι η Μόσχα θα ήταν ένας αξιόπιστος ενεργειακός εταίρος και επέλεξε να μην μειώσει την εξάρτηση της Γερμανίας από το ρωσικό αέριο. Μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου, ένα μέρος του γερμανικού κατεστημένου θεωρούσε κατανοητή την διεκδίκηση μιας σφαίρας επιρροής από την Ρωσία στην γειτονιά της, εφόσον η Μόσχα συνεργαζόταν με τους Ευρωπαίους. Πριν από την εισβολή, μέλη αυτού του στρατοπέδου, που συνδυάζουν την ρωσοφιλία με τον αντιαμερικανισμό, υποστήριξαν ότι η Γερμανία έπρεπε να διατηρήσει τους δεσμούς με τη Μόσχα και επομένως δεν έπρεπε να υιοθετήσει την σκληρή γραμμή των Ηνωμένων Πολιτειών για την Ουκρανία και την Ρωσία.

Στην συνέχεια ήρθε η μαζική συσσώρευση στρατευμάτων της Ρωσίας στα σύνορα της Ουκρανίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μοιράστηκαν πληροφορίες με τους Ευρωπαίους συμμάχους και εταίρους τους και ενημέρωσαν το κοινό για τα πολεμικά σχέδια της Ρωσίας. Επιδίωξαν επίσης να σφυρηλατήσουν ένα ενιαίο διατλαντικό μέτωπο εναντίον της Μόσχας, σπρώχνοντας ιδιαίτερα το Βερολίνο να μετατοπίσει την ξεπερασμένη στάση του προς την Ρωσία.

Αρχικά, η κυβέρνηση του Σολτς αντιστάθηκε σε μέτρα όπως οι κυρώσεις που θα μπορούσαν να αποτρέψουν την Ρωσία ή που θα ενίσχυαν την Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένων των παραδόσεων όπλων. Αυτός ο δισταγμός πυροδότησε επικρίσεις από την Ουάσιγκτον και από τις πρωτεύουσες της Ανατολικής Ευρώπης. Αλλά μόλις η ρωσική επίθεση φαινόταν επικείμενη, η γερμανική κυβέρνηση μετατόπισε ριζικά την εξωτερική της πολιτική. Στις 22 Φεβρουαρίου, αφότου η Ρωσία αναγνώρισε επίσημα τις αποσχισθείσες περιοχές της Ντονέτσκ και της Λουχάνσκ, το Βερολίνο πάγωσε τον Nord Stream 2. Στην ομιλία του πέντε ημέρες αργότερα, ο Σολτς ανακοίνωσε ότι η Γερμανία θα μειώσει την ενεργειακή της εξάρτηση από την Ρωσία. Η κυβέρνησή του υποσχέθηκε επίσης την εκτόξευση των αμυντικών δαπανών και άρχισε να παραδίδει αμυντικά όπλα στην Ουκρανία, κάνοντας μια εξαίρεση στους γερμανικούς κανονισμούς που απαγορεύουν την εξαγωγή όπλων σε ζώνες συγκρούσεων.

Η μεταβολή της Γερμανίας σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έχουν έναν ισχυρότερο Ευρωπαίο εταίρο στην άμυνα. Το Βερολίνο παραμένει πλήρως δεσμευμένο στην διατλαντική συμμαχία και, όπως υπογράμμισε η απόφασή του την περασμένη εβδομάδα να αγοράσει αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη F-35, δεσμεύεται να μοιραστεί την πυρηνική αποτροπή. Η Γερμανία θα είναι επίσης καθοριστική στην προώθηση της ευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας, η οποία έκανε ένα άλμα προς τα εμπρός αυτή την εβδομάδα με την υιοθέτηση της Στρατηγικής Πυξίδας (Strategic Compass), ενός εγγράφου στρατηγικής και σχεδίου εργασίας της ΕΕ για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας σε συντονισμό με το ΝΑΤΟ.

H ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ

Με έναν βάναυσο πόλεμο να μαίνεται στην Ουκρανία, είναι κατανοητό πως η προσοχή των ΗΠΑ και της Γερμανίας βρίσκεται στον Πούτιν και στην Ρωσία. Αλλά η μεγαλύτερη στρατηγική πρόκληση για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Γερμανία (και την ΕΕ) παραμένει η αντιμετώπιση της Κίνας, η οποία εξακολουθεί να είναι για την Δύση ένας σημαντικός οικονομικός εταίρος, ένας συστημικός αντίπαλος, και ένας απαραίτητος συνομιλητής για την διαχείριση παγκόσμιων κινδύνων όπως η κλιματική αλλαγή και οι πανδημίες. Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες υιοθέτησαν μια πιο σκληρή γραμμή εναντίον του Πεκίνου υπό τον Τραμπ, βρέθηκαν να χάνουν όλο και περισσότερο τον συγχρονισμό τους με την Γερμανία. Η Μέρκελ, η οποία επισκεπτόταν την Κίνα σχεδόν κάθε χρόνο κατά την διάρκεια των 16 ετών της ως καγκελάριος, καλλιέργησε βαθείς επιχειρηματικούς δεσμούς μεταξύ των δύο χωρών, υποστηρίζοντας ότι επέτρεψαν μεγαλύτερη συνεργασία για την κλιματική αλλαγή, ακόμη και για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όταν η Γερμανία κατείχε την προεδρία της ΕΕ, πίεσε για μια επενδυτική συμφωνία Κίνας-ΕΕ στην οποία η Ουάσιγκτον αντιτάχθηκε.