Γιατί ο Πούτιν υποτίμησε την Δύση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί ο Πούτιν υποτίμησε την Δύση

Και πώς η Δύση θα διατηρήσει τη νεοευρεθείσα ενότητά της

Με παρόμοιο τρόπο, η Ουάσιγκτον και οι Ευρωπαίοι εταίροι της αρνήθηκαν να επιβάλουν ουσιαστικές κυρώσεις στην Ρωσία αφότου παρενέβη στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας το 2015, βομβαρδίζοντας αδιακρίτως αμάχους, στοχεύοντας νοσοκομεία, και τελικά ισοπεδώνοντας το Χαλέπι. Τα τελευταία χρόνια, οι απόπειρες δολοφονίας των αντιπάλων του Πούτιν στο εσωτερικό και στο εξωτερικό με νευροπαραλυτικούς παράγοντες προκάλεσαν μόνο την επιβολή κυρώσεων μικρής κλίμακας και την απέλαση ορισμένων Ρώσων διπλωματών από Δυτικές χώρες. Και όταν η Ρωσία παρενέβη στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016, οι Δυτικές δημοκρατίες και τα media επέκριναν το Κρεμλίνο [2] αλλά έκαναν ελάχιστα περισσότερα.

Η συμπεριφορά των Ευρωπαίων ηγετών τους μήνες πριν από την επίθεση στην Ουκρανία υποδήλωνε ότι η Δύση ήταν πιθανό να παραμείνει σε αυτό το μοτίβο. Απορρίπτοντας τα στοιχεία για μια επικείμενη εισβολή, που παρουσιάστηκαν από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας, πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες υπέθεσαν ότι ο Πούτιν συσσώρευε στρατεύματα κοντά στην Ουκρανία για [να αποκτήσει] μόχλευση για να διαπραγματευτεί νέες ρυθμίσεις ασφαλείας. Αρκετοί από αυτούς ταξίδεψαν στη Μόσχα αναζητώντας να κλείσουν μια συμφωνία. Η γερμανική κυβέρνηση, ειδικότερα, έκανε πίσω στην προοπτική να απαντήσει δυναμικά στην αυξανόμενη επιθετικότητα του Πούτιν, μπλοκάροντας τις προσπάθειες να ενεργοποιηθεί η Δύναμη Απόκρισης (Response Force) του ΝΑΤΟ και αρνούμενη να δώσει άδεια στους συμμάχους του ΝΑΤΟ να στείλουν στην Ουκρανία φονικό εξοπλισμό γερμανικής προέλευσης. Σε συνέντευξη Τύπου στον Λευκό Οίκο στις αρχές Φεβρουαρίου, ο Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, αρνήθηκε κατηγορηματικά να δεσμευτεί ότι θα τερματίσει τον αγωγό αερίου Nord Stream 2 εάν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Οι προφανείς διαιρέσεις της Δύσης ήταν τόσο ξεκάθαρες που ο Μπάιντεν ανησυχούσε ανοιχτά ότι μια «μικρή εισβολή» θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια Δυτική «μάχη για το τι να κάνουμε και τι να μην κάνουμε».

Αυτές οι εξελίξεις ενίσχυσαν την πεποίθηση του Πούτιν ότι η Δύση ήταν μια εξαντλημένη δύναμη. «Υπάρχει επίσης η αποκαλούμενη φιλελεύθερη ιδέα», είπε ο Ρώσος ηγέτης στην [εφημερίδα] Financial Times το 2019, «η οποία έχει ζήσει περισσότερο από τον σκοπό της». Ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, συνεργάτης του Πούτιν σε μια στρατηγική συνεργασία «χωρίς όρια», αναμφίβολα ενθάρρυνε αυτή την σκέψη. Το σύνθημα του Κινέζου προέδρου ήταν εδώ και καιρό: «Η Ανατολή αναδύεται, η Δύση παρακμάζει». Ωστόσο, τέτοιοι υπολογισμοί δεν έλαβαν υπόψη το τι θα συνέβαινε όταν η Ρωσία θα αναλάμβανε μια κραυγαλέα, απρόκλητη εισβολή σε μια κυρίαρχη ευρωπαϊκή δημοκρατία -μια ενέργεια που ξεπέρασε κατά πολύ οποιαδήποτε από τις προηγούμενες επιθετικές πράξεις του Πούτιν.

ΣΥΣΠΕΙΡΟΥΜΕΝΟΙ

Αντί να διαιρέσει την Δύση, η επίθεση του Πούτιν εναντίον της Ουκρανίας την ένωσε. Μέσα σε λίγες μέρες από την εισβολή, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους ένωσαν τις δυνάμεις τους για να επιβάλουν ένα σαρωτικό καθεστώς κυρώσεων στην Ρωσία, καθιστώντας την τήν χώρα με τις περισσότερες κυρώσεις στον κόσμο. Στις ρωσικές τράπεζες απαγορεύτηκε να χρησιμοποιούν τον μηχανισμό ανταλλαγής χρημάτων SWIFT, τα αποθεματικά της ρωσικής κεντρικής τράπεζας σε ξένες χώρες πάγωσαν, και οι εξαγωγές κρίσιμων τεχνολογιών απαγορεύτηκαν, επηρεάζοντας το 50% των εισαγωγών τεχνολογίας της Ρωσίας και το 20% όλων των εισαγωγών. Στον Πούτιν [3], στα ανώτερα στελέχη της κυβέρνησής του, και σε μια σειρά Ρώσων ολιγαρχών επιβλήθηκαν κυρώσεις και κατασχέθηκαν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Στα ρωσικά αεροσκάφη απαγορεύτηκε η είσοδος στον εναέριο χώρο 33 χωρών. Η Γερμανία εγκατέλειψε τον Nord Stream 2, οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες διέκοψαν τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου, και η ΕΕ κινήθηκε για να μειώσει την εξάρτησή της από την ρωσική ενέργεια. Σχεδόν 500 Δυτικές εταιρείες έχουν εγκαταλείψει την ρωσική αγορά. Η πρόθεση της Δύσης, όπως το έθεσε ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Bruno Le Maire, ήταν «να προκαλέσει την κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας».

Οι Δυτικές χώρες κινητοποιήθηκαν επίσης πολιτικά εναντίον της Ρωσίας. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ψήφισε με 11-1, και τρεις αποχές, να καταδικάσει την εισβολή, μολονότι το ένα και μοναδικό βέτο της Ρωσίας μπλόκαρε την επιβολή του. Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ακολούθησε το παράδειγμά του, ψηφίζοντας με 141-5 να απαιτήσει από την Ρωσία να αποσυρθεί από την Ουκρανία. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (International Court of Justice) διέταξε την Ρωσία να σταματήσει όλες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία. Διεθνείς πολιτιστικοί και αθλητικοί οργανισμοί, όπως η FIFA, το παγκόσμιο κυβερνητικό όργανο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, συμμετείχαν επίσης, απαγορεύοντας την ρωσική συμμετοχή στις δραστηριότητές τους.

Η στρατιωτική απάντηση της Δύσης ήταν εξίσου εντυπωσιακή. Αντί να αποσύρει τις δυνάμεις του από την ανατολική Ευρώπη, όπως είχε απαιτήσει ο Πούτιν, το ΝΑΤΟ διπλασίασε την μαχητική του παρουσία στην περιοχή, ενεργοποίησε την Δύναμη Απόκρισής του (Response Force) και έθεσε υπό την διοίκησή του 40.000 στρατιώτες. Περισσότερες από 35 χώρες ξεκίνησαν ή αύξησαν τις αποστολές όπλων στην Ουκρανία. Αυτή η βοήθεια κυμαινόταν από την βασική —τουφέκια, πυρομαχικά, κράνη, γιλέκα Kevlar, βλήματα πυροβολικού, και εκτοξευτές χειροβομβίδων— μέχρι την προηγμένη -αντιαεροπορικοί πύραυλοι Stinger, αντιαρματικοί πύραυλοι Javelin των ΗΠΑ, σουηδικοί εκτοξευτές πυραύλων AT-4, βρετανικά αντιαρματικά όπλα επόμενης γενιάς, και οπλισμένα drones. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συνεισφέρει πάνω από 1,7 δισεκατομμύρια δολάρια σε βοήθεια στον ουκρανικό στρατό από την έναρξη του πολέμου και μετά, και η ΕΕ έχει δεσμεύσει 500 εκατομμύρια ευρώ για την ουκρανική άμυνα, σηματοδοτώντας μια πρωτιά για το μπλοκ, το οποίο στο παρελθόν δεν είχε παράσχει ποτέ στρατιωτική αρωγή σε άλλη χώρα.