Το ψεύδος στο τουρκικό αφήγημα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το ψεύδος στο τουρκικό αφήγημα

Ο ρόλος της συστηματικής προβολής αναληθειών εντός και εκτός Τουρκίας*
Περίληψη: 

Η τουρκική κυβέρνηση υπό τον πρόεδρο Ερντογάν, αρνούμενη την διεθνή και περιφερειακή γεωπολιτική και νομική πραγματικότητα, φαίνεται ότι έχει πιστέψει ως αληθή τα τερατώδη ψέματα που χρησιμοποιεί ως βάση για τις μονομερείς και νομικά μετέωρες διεκδικήσεις όχι μόνον έναντι της χώρας μας αλλά και έναντι άλλων. Αυτό δεν έγινε τυχαία.

Ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΠΛΑΤΙΑΣ είναι Ταξίαρχος ε.α. Υπηρέτησε στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας ως Διευθυντής Πολιτικής Εθνικής Άμυνας, και στην Διεύθυνση Διεθνών Σχέσεων, ως Τμηματάρχης Διμερών Αμυντικών Συνεργασιών και ως επικεφαλής Γραφείου ΝΑΤΟ και Διεθνών Οργανισμών. Είναι απόφοιτος του NATO Defence College, και άλλων σχολών του εσωτερικού και του εξωτερικού και κατέχει Μεταπτυχιακό Τίτλο Σπουδών στη Διοίκηση Επιχειρήσεων από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Έχει υπηρετήσει σε διάφορα Επιτελεία και Μονάδες του εσωτερικού καθώς και στην Τουρκία, στην Κύπρο, και στην Βοσνία και Ερζεγοβίνη.

Στην ψυχιατρική, ενώ το ψέμα αποτελεί διαχρονικά αναπόσπαστο τμήμα της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης, η φανταστική ψευδολογία (Pseudologia fantastica) συνιστά την ψυχοπαθολογική της διάσταση. Στην φανταστική ή παθολογική ψευδολογία που συναντάται και ως παθολογικό ψέμα, μυθομανία, ή σύνδρομο εξαπάτησης, το άτομο ψεύδεται εκουσίως και επανειλημμένα, δημιουργώντας φανταστικές και ενδιαφέρουσες ιστορίες που συνήθως εκφράζουν τους «ευσεβείς πόθους» του, και τις οποίες εξιστορεί υπερβάλλοντας για τον ρόλο του σε αυτές, ενώ πολλές φορές καταλήγει στο να πιστεύει ακόμα και ο ίδιος τα ψεύδη του [1]. Οι ιστορίες είναι συχνά δραματικές, υπερβολικά λεπτομερείς ή περίπλοκες και είναι δυσανάλογες με τα γεγονότα της πραγματικότητας. Συνήθως απεικονίζουν το άτομο ως το θύμα ή τον ήρωα και δίνουν μια αίσθηση ότι επιδιώκουν την συμπόνια ή τον θαυμασμό [2].

17042022-1.jpg

Ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, κατεβαίνει τις σκάλες ανάμεσα σε στρατιώτες που φορούν παραδοσιακές στρατιωτικές στολές από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στο Προεδρικό Μέγαρο στην Άγκυρα, στις 12 Ιανουαρίου 2015. REUTERS/Adem Altan
-----------------------------------------------------

Τα αίτια της παθολογικής ψευδολογίας σχετίζονται με την αποστασιοποίηση του ατόμου από την πραγματικότητα λόγω έλλειψης συναισθήματος και ψυχρότητας του χαρακτήρα του, και μπορούν να αναζητηθούν στην ανάγκη για αποδοχή, στην αδυναμία αντιμετώπισης της απόρριψης, σε συναισθήματα ντροπής, στην έλλειψη αυτοπεποίθησης, σε λανθάνουσες ανασφάλειες, σε τραυματικά γεγονότα του παρελθόντος, στην αδυναμία αποδοχής της πραγματικότητας και, εν κατακλείδι, στην ανάγκη του παθολογικού ψεύτη να γίνει αποδεκτός από το περιβάλλον του αλλά ακόμα κι από τον ίδιο του τον εαυτό, σαν κάποιος άλλος, καλύτερος από αυτός που πράγματι είναι [3].

Η ανάγκη του παθολογικού ψεύτη να καταφύγει στη μυθοπλασία σε συνδυασμό με την αλάνθαστη πεποίθηση του Γκαίμπελς ότι «ακόμα και το μεγαλύτερο ψέμα αν λέγεται συνέχεια μπορεί να γίνει πιστευτό», διαστρέφει πλήρως την πραγματικότητα και εντέλει τον κάνει πιστευτό από τους γύρω του. Ο παθολογικός ψεύτης είναι συνήθως νάρκισσος κι επιζητά αδιάκοπα την προσοχή των άλλων. Αυτή η προσοχή που αναζητά μαζί με την καταναγκαστική ανάγκη για αναγνώριση και επιβράβευση, τροφοδοτούν την λεκτική του επιμονή.

Αυτό που έχει επίσης ενδιαφέρον είναι τα άτομα που επιλέγει να έχει γύρω του. Επιθυμεί να συναναστρέφεται με άτομα υψηλού κύρους κι επιπέδου ώστε να αντλεί εμμέσως κύρος και αναγνωρισιμότητα. Αν ο παθολογικός ψεύτης αποκαλυφθεί, τότε οργίζεται, δραματοποιεί την συμπεριφορά του και αυτοθυματοποιείται, αλλά πάντως δεν αποδέχεται τα ψεύδη του [4]. Στο τέλος, αν ο παθολογικός ψεύτης αποκαλυφθεί αλλά δεν αποδεχθεί τον εαυτό του και την πραγματικότητα, απομονώνεται από το περιβάλλον του και -έχοντας πιστέψει τα ψεύδη του- κατηγορεί μόνο τους άλλους για την εγκατάλειψή του.

Ας μεταφερθούμε τώρα στο πεδίο των διεθνών σχέσεων. Η συμπεριφορά των σουλτάνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τουλάχιστον κατά το τελευταίο τέταρτο της ύπαρξής της, ήταν τέτοια που να επιβεβαιώνει σχεδόν όλες τις παραπάνω περιγραφές. Μη έχοντας γίνει ποτέ αποδεκτή από τις τότε Μεγάλες Δυνάμεις ως ισότιμη, και μη έχοντας αντιληφθεί την επερχόμενη πραγματικότητα, η αυτοκρατορία προέβαινε σε κάθε είδους απεγνωσμένες έως και γραφικές ενέργειες για να αναγνωρισθεί ως τέτοια, κάτι που δεν κατάφερε εντέλει ποτέ αφού -μεταξύ πολλών άλλων λόγων- η αυταπάτη της υπερεκτίμησης των δυνατοτήτων της προκάλεσε την κατάρρευσή της.

Αμέσως μετά, η διάδοχη Τουρκική Δημοκρατία κληρονόμησε, από την ίδρυσή της το 1923, την διοικητική παράδοση, την εμπειρία, αλλά και τις εγγενείς παθογένειες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μαζί και μια ιδιότυπη μίξη μεγαλομανίας και επαρχιωτισμού της Πύλης, όταν, για παράδειγμα, οι Σουλτάνοι έχτιζαν παλάτια σε ευρωπαϊκά πρότυπα για να μιμηθούν και να εντυπωσιάσουν τους Ευρωπαίους Αυτοκράτορες. Μη μπορώντας να ξεφύγει από την παγίδα της ιστορικής επαναληψιμότητας ως φάρσας, ο νυν Πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έχτισε ένα τεράστιο προεδρικό μέγαρο κατοικίας και διοίκησης, το οποίο ειδικά ο φιλοκυβερνητικός Τύπος δε χάνει ευκαιρία να το αποκαλεί ως Αk Saray (δηλ. Λευκό Παλάτι) παραλληλίζοντάς το προφανώς με τον Λευκό Οίκο.

Κατά σύμπτωση ή όχι, όπως κατά το τελευταίο τέταρτο της Οθωμανικής διακυβέρνησης, έτσι και κατά το τελευταίο τέταρτο της διακυβέρνησης Ερντογάν η τουρκική διοίκηση αρνούμενη την διεθνή και περιφερειακή γεωπολιτική και νομική πραγματικότητα, φαίνεται ότι έχει πιστέψει ως αληθή τα τερατώδη ψέματα που χρησιμοποιεί ως βάση για τις μονομερείς και νομικά μετέωρες διεκδικήσεις όχι μόνον έναντι της χώρας μας αλλά και έναντι άλλων. Αυτό δεν έγινε τυχαία. Από την δεκαετία του 1960 κιόλας, η Τουρκία άρχισε πολύ δειλά να διαμορφώνει μια σειρά άτυπων επιχειρημάτων τα οποία συνέθεταν ένα παράλογο πλέγμα διεκδικήσεων, για τα οποία ούτε και οι ίδιοι οι κρατικοί φορείς δεν πίστευαν ότι θα μπορούσαν ποτέ να αποκτήσουν διπλωματικά ή νομικά ερείσματα. Αργότερα, και ιδιαίτερα μετά το 1974, τα επιχειρήματα αυτά κέρδιζαν όλο και περισσότερο έδαφος στο εσωτερικό της τουρκικής γραφειοκρατίας αλλά δεν επιχειρήθηκε ποτέ να τεθούν συνολικά, ούτε στο πεδίο των όποιων επαφών με την Ελλάδα ούτε στα διεθνή fora, διότι ο αρκετά επιδραστικός την εποχή εκείνη Τούρκος ακαδημαϊκός και διπλωμάτης Hüseyin Pazarci μάλλον δεν πίστεψε ποτέ ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν σοβαρή επιχειρηματολογία στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, ιδιαίτερα αντισταθμιζόμενα υπό το ειδικό βάρος της αντικείμενης νομικής επιχειρηματολογίας του επί έτη επικεφαλής της ΥΠΕΞ/ΕΝΥ αείμνηστου Καθηγητή Διεθνούς Δικαίου, Κωνσταντίνου Οικονομίδη.