Ο σωστός τρόπος να επιβληθούν κυρώσεις στην ρωσική ενέργεια | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο σωστός τρόπος να επιβληθούν κυρώσεις στην ρωσική ενέργεια

Πώς θα περικοπούν τα έσοδα της Μόσχας χωρίς να παραλύσει η παγκόσμια οικονομία
Περίληψη: 

Μολονότι ένα εμπάργκο από την ΕΕ θα ήταν επώδυνο για την Ρωσία, θα ήταν κάτι από το οποίο θα μπορούσε να επιβιώσει. Γι’ αυτό οι Δυτικές χώρες χρειάζονται ένα νέο παγκόσμιο πλαίσιο, τέτοιο που να μειώνει συστηματικά την τιμή του ρωσικού πετρελαίου, ενώ παράλληλα να διατηρεί την ροή του.

O EDWARD FISHMAN είναι πρόσθετος ανώτερος συνεργάτης στο Center for a New American Society, εξωτερικός ανώτερος συνεργάτης στο Atlantic Council και πρόσθετος καθηγητής Διεθνών και Δημόσιων Σχέσεων στο Columbia University. Υπηρέτησε στο Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ ως μέλος του προσωπικού για τον σχεδιασμό πολιτικής και ως επικεφαλής για τις κυρώσεις στην Ρωσία και στην Ευρώπη, από το 2014 έως το 2017.
Ο CHRIS MILLER είναι επίκουρος καθηγητής στο Fletcher School και επισκέπτης συνεργάτης στην έδρα Jeane Kirkpatrick στο American Enterprise Institute.

Οι Δυτικές κυρώσεις αρχίζουν να πλήττουν την Ρωσία εκεί που πονά περισσότερο: στις εξαγωγές ενέργειάς της. Τις τελευταίες εβδομάδες, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο μεγαλύτερος αγοραστής ρωσικού πετρελαίου, επεξεργάζεται ένα σχέδιο για να απαγορεύσει τις εισαγωγές έως το τέλος αυτού του έτους, μολονότι οι αντιρρήσεις του Βίκτορ Όρμπαν, [του πρωθυπουργού] της Ουγγαρίας, έχουν επιβραδύνει την πρόοδο.

18052022-01.jpg

Διαδηλωτές στις Βρυξέλλες, τον Μάρτιο του 2022. Johanna Geron / Reuters
--------------------------------------------------------------------------------

Ωστόσο, για να λειτουργήσουν οι ενεργειακές κυρώσεις, πρέπει να σχεδιαστούν προσεκτικά ώστε να βλάψουν την Ρωσία περισσότερο από όσο θα βλάψουν τα Δυτικά κράτη. Ο πρωταρχικός στόχος τους δεν θα πρέπει να είναι η μείωση του όγκου του πετρελαίου και του φυσικού αερίου που φεύγει από την Ρωσία, κάτι που θα αύξανε περαιτέρω τις παγκόσμιες τιμές της ενέργειας και θα έθετε σε κίνδυνο την εγχώρια υποστήριξη, αλλά η μείωση των δολαρίων και των ευρώ που θα εισρέουν στην Ρωσία. Προχωρώντας, η ΕΕ θα πρέπει επομένως να εστιάσει τις συλλογικές προσπάθειες σε μια πιο φιλόδοξη προσέγγιση: την συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλους συμμάχους για την επιβολή ενός παγκόσμιου καθεστώτος, υποστηριζόμενου από την απειλή δευτερογενών κυρώσεων, για την θέσπιση ανώτατου ορίου στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου και την περικοπή των εσόδων του Κρεμλίνου [1].

Οι προηγούμενοι γύροι κυρώσεων εναντίον της Μόσχας περιόρισαν τις επενδύσεις και τις τεχνολογίες που προορίζονταν για τον ενεργειακό τομέα της Ρωσίας, στοχοποιώντας τα διυλιστήρια και την κατασκευή των υποδομών υγροποιημένου φυσικού αερίου της χώρας. Ο Καναδάς, το Ηνωμένο Βασίλειο, και οι Ηνωμένες Πολιτείες απαγόρευσαν, επίσης, τις εισαγωγές ρωσικής ενέργειας, αλλά αυτό είχε περιορισμένο αντίκτυπο επειδή και οι τρεις ήταν μικροί καταναλωτές ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου. Μέχρι πρόσφατα, ο μεγαλύτερος αγοραστής ρωσικής ενέργειας -η ΕΕ- όχι μόνο ηρνείτο να επιβάλει κυρώσεις στις εξαγωγές ενέργειας, αλλά σχεδίασε επίσης τις οικονομικές κυρώσεις της [με τρόπο] που θα επέτρεπε ρητά την συνέχιση της ροής των ρωσικών καυσίμων.

Αλλά τώρα, η ρωσο-ευρωπαϊκή ενεργειακή σχέση καταρρέει. Εκτός από τις συζητήσεις της για την σταδιακή κατάργηση των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου, η ΕΕ ανακοίνωσε, επίσης, σχέδια για τον πλήρη τερματισμό των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου τα επόμενα χρόνια. Η Ευρώπη αγοράζει ελαφρώς περισσότερο από το μισό του συνόλου των ρωσικών εξαγωγών αργού πετρελαίου και διυλισμένων προϊόντων, όπως η βενζίνη, το ντίζελ, και τα καύσιμα αεροσκαφών. Εν τω μεταξύ, η φορολόγηση αυτών των εξαγωγών παρέχει σήμερα περίπου το ένα τέταρτο του προϋπολογισμού της Μόσχας. Η προσπάθεια της ΕΕ να σταματήσει τις αγορές ρωσικού πετρελαίου αντιπροσωπεύει επομένως μια δραματική και ευπρόσδεκτη μετατόπιση στην παγκόσμια απάντηση για την εισβολή της Ρωσίας.

Αλλά τα σχέδια της Ευρώπης αποτελούν επίσης πρόκληση για την Ουάσιγκτον. Μέχρι στιγμής, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αρνηθεί [2] να επιβάλουν τις πλέον σκληρές κυρώσεις στην ρωσική ενέργεια, συμπεριλαμβανομένων των ειδών των δευτερογενών κυρώσεων που έχουν χρησιμοποιηθεί εναντίον του Ιράν για τον περιορισμό των πωλήσεων πετρελαίου σε τρίτες χώρες. Αυτή η απροθυμία εξηγείται από τον σεβασμό της κυβέρνησης Μπάιντεν προς την ΕΕ σε ζητήματα που επηρεάζουν την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, και τις ανησυχίες ότι η μείωση των παγκόσμιων προμηθειών πετρελαίου θα οδηγούσε τις τιμές της βενζίνης -και επομένως τον πληθωρισμό- να αυξηθούν κατακόρυφα. Αλλά τώρα που πολλοί Ευρωπαίοι σηματοδοτούν ότι αντιμετωπίζουν σοβαρά την διακοπή των ρωσικών εισαγωγών ενέργειας, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους χρειάζονται μια συντονισμένη στρατηγική. Μαζί, πρέπει να ανακαλύψουν πώς θα περικόψουν τα ρωσικά ενεργειακά έσοδα χωρίς να βλάψουν αδικαιολόγητα την παγκόσμια οικονομία.

ΠΕΡΙΚΟΠΤΟΝΤΑΣ ΤΑ ΡΩΣΙΚΑ ΕΣΟΔΑ

Εάν η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της πρόκειται να αξιοποιήσουν την πρόθεσή τους να επιβάλουν αποτελεσματικές κυρώσεις στην ρωσική ενέργεια, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν ένα δύσκολο δίλημμα. Τα ρωσικά φορολογικά έσοδα από το πετρέλαιο είναι συνάρτηση όχι μόνο του αριθμού των βαρελιών που πωλούνται, αλλά και της τιμής τους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη έχουν πολλά εργαλεία για να μειώσουν την ικανότητα της Ρωσίας να πωλεί πετρέλαιο [3], αλλά η τιμή καθορίζεται στις παγκόσμιες αγορές. Λόγω του κινδύνου που ενέχουν οι κυρώσεις για τους δυνητικούς αγοραστές, οι ρωσικές εταιρείες πρέπει πλέον να πωλούν το πετρέλαιο τους με έκπτωση άνω των 30 δολαρίων ανά βαρέλι, με τις τρέχουσες παγκόσμιες τιμές. Όμως, δεδομένου ότι η τιμή του πετρελαίου έχει αυξηθεί σημαντικά τους τελευταίους 12 μήνες, η Ρωσία κερδίζει σχεδόν το ίδιο ποσό ανά βαρέλι με αυτό που κέρδιζε πριν από έναν χρόνο.

Με άλλα λόγια, οι κυρώσεις έχουν μια περίπλοκη και αντιφατική επίδραση στον δεύτερο μεγαλύτερο εξαγωγέα πετρελαίου στον κόσμο. Όσο περισσότερο καταφέρνουν να θέσουν εκτός σύνδεσης την ρωσική [4] προσφορά, τόσο υψηλότερα ανεβαίνει η παγκόσμια τιμή του πετρελαίου. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν υπάρχουν ελάχιστες άμεσες εναλλακτικές πηγές στην παγκόσμια αγορά για την αντικατάσταση της χαμένης ρωσικής προσφοράς —ακριβώς η παρούσα κατάσταση.