Ένας κόσμος ισχύος και φόβου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ένας κόσμος ισχύος και φόβου

Πού κάνουν λάθος οι επικριτές του ρεαλισμού

Το 1942, η Αμερικανή μελετητίς, Merze Tate, δημοσίευσε το The Disarmament Illusion, ένα βιβλίο που υποστήριζε ότι τα κράτη θα επιδιώξουν αναπόφευκτα να διατηρήσουν τα όπλα τους, και της οποίας οι ιδέες ταιριάζουν καλά με τους ισχυρισμούς των μεταγενέστερων ρεαλιστών, Hans Morgenthau [5] και Kenneth Waltz [6]. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στην δεκαετία του 1950, ο Κίσινγκερ και ο Morgenthau επισήμαναν το μη πρακτικό του να ελπίζει κάποιος σε μια ενιαία παγκόσμια κυβέρνηση ή ακόμα και στην ειρηνική συνύπαρξη των χωρών. Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, οι ρεαλιστές προσδιορίζονταν κυρίως (είτε από άλλους είτε από τους ίδιους) ως εκείνοι που χλεύαζαν την ελπίδα ότι διεθνή καθεστώτα, όπως ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, θα μπορούσαν να λύσουν τα παγκόσμια προβλήματα. Μέχρι την δεκαετία του 1990, οι ρεαλιστές επέκριναν την προσδοκία ότι οι διεθνείς θεσμοί και η εξάπλωση της δημοκρατίας θα ανήγγειλαν μια χρυσή εποχή παγκόσμιας ειρήνης και ευημερίας, την οποία θα τάρασσε μόνο το περιστασιακό κράτος – παρίας.

Ο ρεαλισμός τα πήγε αρκετά καλά σε σύγκριση με μια εναλλακτική θεωρία που κέρδισε δημοσιότητα την δεκαετία του 1990 και συνεχίζει να τυγχάνει της προσοχής των πολιτικών κύκλων: την αντίληψη ότι η γεωπολιτική θα γινόταν μια «σύγκρουση πολιτισμών» [7] όπως προτάθηκε από τον Αμερικανό πολιτικό επιστήμονα Samuel Huntington. Όπως το βασικό ρεαλιστικό έργο του Mearsheimer, η διατριβή του Huntington γράφτηκε στον απόηχο του Ψυχρού Πολέμου, καθώς αναλυτές και μελετητές επιδίωκαν να προβλέψουν τι θα σήμαινε για τον κόσμο το τέλος του διπολισμού των υπερδυνάμεων. Ενώ ο Mearsheimer εστίασε στην επιστροφή της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, ο Huntington ισχυρίστηκε ότι θα ήταν οι πολιτισμικές, σε μεγάλο βαθμό θρησκευτικές, διαφορές που θα οδηγούσαν στις συγκρούσεις του μέλλοντος. Ο Huntigton [8] ουσιαστικά αντέκρουε το έργο του Mearsheimer. Σε αντίθεση με την κρατικιστική έμφαση του ρεαλισμού, η βασισμένη στην κουλτούρα θεωρία του Huntington προέβλεπε ειρηνικές σχέσεις μεταξύ της Ουκρανίας και της Ρωσίας, χώρες που κατά την άποψή του ανήκαν στον ίδιο κυρίαρχο πολιτισμό. Αυτή η πρόβλεψη δεν έχει επαληθευθεί.

Αυτό που τελικά ενοποιεί τους κλάδους του ρεαλισμού είναι η άποψη ότι τα κράτη με υπερβολικά πολλά όπλα είναι ένα αναπόφευκτο γεγονός της ζωής και ότι η διεθνής συνεργασία δεν είναι απλώς δύσκολη, αλλά θεμελιωδώς μάταιη. Στην ουσία, είναι ανόητο να ελπίζει κάποιος ότι η συνεργασία θα παράσχει μόνιμες λύσεις στην δυσεπίλυτη πραγματικότητα της σύγκρουσης και του ανταγωνισμού, καθώς οι χώρες επιδιώκουν τα δικά τους συμφέροντα.

Αυτό είναι το πλαίσιο που χαρακτηρίζει την ρεαλιστική σκέψη, συμπεριλαμβανομένου του έργου του Mearsheimer. Ο ρεαλισμός θεωρεί την διεθνή πολιτική ως ένα τραγικό στάδιο στο οποίο η επιμονή, αν όχι η επικράτηση, στον πόλεμο σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να εστιάσουν στην εγγύηση της εθνικής ασφάλειας, ακόμη και σε βάρος των ελευθεριών και της ευημερίας. Η Tate αποτύπωσε καλά αυτή την αίσθηση στο [βιβλίο με τίτλο] The Disarmament Illusion: «Οι δυσαρεστημένες δυνάμεις ίσως να μην θέλουν πραγματικά τον πόλεμο, ίσως ακόμη και να τον τρέμουν, και ίσως είναι εξίσου απρόθυμες με τα ικανοποιημένα κράτη να διακινδυνεύσουν ένα κάλεσμα σε επιστράτευση˙ αλλά παρόλα αυτά, δεν θα αποκλείσουν οικειοθελώς κάθε δυνατότητα να αποκτήσουν μια κατάσταση πραγμάτων που θα τους είναι πιο αποδεκτή από την παρούσα».

Ο ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ο ρεαλισμός ως θεωρία αποκτά ισχύ με το να υπογραμμίζει τους μηχανισμούς που περιορίζουν την ανθρώπινη αυτενέργεια, είτε πρόκειται για την εγγενή φύση των ανθρώπων (όπως τονίζεται από τον Morgenthau) είτε για την κατανομή της παγκόσμιας ισχύος (η εστίαση του Waltz). Για να γίνει μια αναλογία, ο ρόλος του ρεαλισμού είναι να επικαλείται συνεχώς την βαρύτητα που υπονομεύει τις προσπάθειες του ανθρώπου να πετάξει. Ο ρεαλισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσει τις επιλογές της εξωτερικής πολιτικής συγκεκριμένων χωρών ή το γιατί συνέβη ένα γεγονός, όπως ένας πόλεμος. Ως θεωρία, ο ρεαλισμός μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματικός στην εξήγηση των σχέσεων μεταξύ των κρατών. Αλλά γίνεται κάτι διαφορετικό όταν ταξιδεύει από την σφαίρα της περιγραφής σε αυτή της πρότασης. Όταν εισέρχεται στην πολιτική, η θεωρία του ρεαλισμού γίνεται realpolitik: η θέση ότι τα κράτη θα πρέπει να ισορροπούν έναντι των αντιπάλων τους και να επιδιώκουν σχετικά κέρδη, αντί να αποδέχονται υπερεθνικούς και θεσμικούς περιορισμούς στην ελευθερία δράσης τους στις διεθνείς υποθέσεις.

Η διάκριση μεταξύ του ρεαλισμού ως θεωρίας και ως πολιτικής εμφανίζεται στην ιστορική συζήτηση για την διάδοση των πυρηνικών εξοπλισμών. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Waltz υποστήριξε ότι η εξάπλωση των πυρηνικών όπλων θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη ειρήνη. Αντιτάχθηκε στην επικρατούσα άποψη που επέμενε ότι μόνο ο περιορισμός της εξάπλωσης αυτών των όπλων θα εξασφάλιζε έναν ασφαλέστερο κόσμο (η λογική πίσω από την δημιουργία της Συνθήκης για τη μη Διάδοση των Πυρηνικών Εξοπλισμών [Nuclear Nonproliferation Treaty] το 1970). Στην συνέχεια, ο ισχυρισμός του συζητήθηκε από εκείνους που, για να το θέσουμε απλά, επισήμαναν ότι η διάδοση των πυρηνικών όπλων θα έκανε τον κόσμο πιο επικίνδυνο.

17062022-2.jpg

Ένας Ουκρανός πρόσφυγας στην [πόλη] Przemyslτης Πολωνίας, τον Φεβρουάριο του 2022. Yara Nardi / Reuters
------------------------------------------------------