Η νέα παλαιά τάξη πραγμάτων στη Μέση Ανατολή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η νέα παλαιά τάξη πραγμάτων στη Μέση Ανατολή

Το ταξίδι του Μπάιντεν δείχνει γιατί η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να κάνει λάθος στην περιοχή

Για μια στιγμή, όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στην Ουάσιγκτον. Οι Ηνωμένες Πολιτείες [11] ξεκίνησαν την ειρηνευτική διαδικασία της Μαδρίτης για να τερματίσουν την ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση αλλά και για να εγκαθιδρύσουν μια περιφερειακή τάξη πραγμάτων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, που θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει τόσο το Ισραήλ όσο και τα αραβικά κράτη. Πρώην Σοβιετικοί σύμμαχοι, όπως η Συρία, αναζήτησαν τρόπους για να εισέλθουν σε αυτή τη νέα τάξη πραγμάτων μέσω ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων με το Ισραήλ. Ακόμη και το Ιράν, εξαντλημένο από μια δεκαετία πολέμου με το Ιράκ [12], προσπάθησε να ανοικοδομήσει τις σχέσεις του με την Ευρώπη και τα κράτη του [Περσικού] Κόλπου, ξεκινώντας έναν «διάλογο μεταξύ των πολιτισμών» στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, κάνοντας μικρά βήματα προς την δέσμευση με την Ουάσιγκτον και περιορίζοντας τον περιφερειακό παρεμβατισμό του.

Ένας θετικός κανονιστικός σκοπός, καθώς και ένα στρατιωτικό θεμέλιο, για μια περιφερειακή τάξη πραγμάτων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, φτερούγισε φευγαλέα. Η στρατιωτική επιχείρηση υπό την ηγεσία των ΗΠΑ για την ανακατάληψη του Κουβέιτ ήταν μια πραγματικά πολυμερής υπόθεση, εγκεκριμένη από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (UN Security Council) [13] και μια αραβική σύνοδο κορυφής. Η μεγάλη επένδυση των ΗΠΑ στην αραβο-ισραηλινή ειρηνευτική διαδικασία μετά το 1991 και η εποπτεία της ειρηνευτικής διαδικασίας του Όσλο προσέφεραν ένα δυνητικά θετικό [14] όραμα για το μέλλον της Μέσης Ανατολής.

Αλλά εκείνα τα κανονιστικά θεμέλια δεν ρίζωσαν και η περιφερειακή τάξη πραγμάτων αποδείχθηκε δύσκολη στην διαχείριση. Η νοσταλγία της Ουάσιγκτον για τη Μέση Ανατολή της δεκαετίας του 1990 έχει βαθιές ρίζες [15], αλλά εκείνη η περίοδος δεν ήταν τόσο ομαλή όσο υποστηρίζει ο μύθος. Το γιατί η προσέγγιση που υιοθέτησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες το 1991 απέτυχε να δημιουργήσει μια σταθερή, νομιμοποιημένη περιφερειακή τάξη πραγμάτων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, ακόμη και στο απόγειο της παγκόσμιας ισχύος τους, προσφέρει διδακτικά μαθήματα για το σήμερα.

ΧΩΡΙΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ

Η περιφερειακή τάξη πραγμάτων μετά το 1991 δεν διαχειρίστηκε τον εαυτό της. Η αποκαλούμενη διπλή ανάσχεση του Ιράν και του Ιράκ απαιτούσε την εγκαθίδρυση ημιμόνιμων στρατιωτικών βάσεων των ΗΠΑ σε όλη την περιοχή, και ειδικά στον Περσικό Κόλπο. Αυτή ήταν μια τεράστια μετατόπιση σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες εξισορρόπησης στο εξωτερικό, κατά την διάρκεια των οποίων οι Ηνωμένες Πολιτείες αστυνόμευαν την περιοχή μέσω των τοπικών συμμάχων τους και απέφευγαν τις μόνιμες στρατιωτικές βάσεις μεγάλης κλίμακας. Απαιτούσε επίσης να αφιερωθεί μια δυσανάλογη ποσότητα διπλωματικής [16] ενέργειας στα προβλήματα της περιοχής, με κάθε κρίση να φαίνεται να απαιτεί ακόμη μεγαλύτερη αμερικανική προσοχή. Η ενασχόληση με αυτές τις ατέρμονες κρίσεις σήμαινε ότι θα αγνοούντο ή ακόμη και θα προωθούντο τα αυταρχικά καθεστώτα [17] που τελικά θα υπονόμευαν την τάξη πραγμάτων.

Στο επίκεντρο της αμερικανικής μικροδιαχείρισης της περιοχής βρισκόταν η ανάσχεση του Ιράκ, η οποία απαιτούσε την διατήρηση ενός δρακόντειου, ιστορικά πρωτόγνωρου καθεστώτος κυρώσεων. Η αποκοπή του Ιράκ από τις εισαγωγές και τις εξαγωγές ήταν υπεύθυνη για ανείπωτους αριθμούς πλεοναζόντων θανάτων και ανθρώπινης δυστυχίας, που υπονόμευσαν βαθιά τις αμερικανικές ηθικές αξιώσεις στα μάτια των Αράβων. Οι συγκρούσεις για τις επιθεωρήσεις όπλων οδήγησαν σε επανειλημμένες στρατιωτικές ενέργειες, όπως η Επιχείρηση Αλεπού της Ερήμου (Operation Desert Fox), μια τετραήμερη εκστρατεία βομβαρδισμού ιρακινών στόχων που διεξήχθη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο τον Δεκέμβριο του 1998. Τελικά, ωστόσο, αυτές οι προσπάθειες δεν απέδωσαν. Ο Σαντάμ εκμεταλλεύτηκε το πρόγραμμα «πετρέλαιο αντί τροφής» (oil for food) του ΟΗΕ για να εξασφαλίσει το δικό του καθεστώς, και η περιφερειακή συμμόρφωση με τις κυρώσεις διαβρώθηκε.

Παρά την διπλωματική ενέργεια που δαπανήθηκε για αυτή, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν κατάφεραν επίσης να εκπληρώσουν την υπόσχεση για την ειρήνη [18] μεταξύ των Ισραηλινών και των Παλαιστινίων. Η κυβέρνηση Κλίντον ασφαλώς κατέβαλε προσπάθεια στις διαπραγματεύσεις, αλλά δεν μπόρεσε να ξεπεράσει την δολοφονία του Ισραηλινού πρωθυπουργού, Γιτζάκ Ράμπιν, το 1995, τα διαδοχικά κύματα τρομοκρατίας της Χαμάς ή την αδιάκοπη επέκταση των εποικισμών του Ισραήλ στην Δυτική Όχθη. Ομοίως η Ουάσιγκτον δεν κατάφερε να επιτύχει την ειρήνη μεταξύ του Ισραήλ και της Συρίας.

Η δεκαετία του 1990 είδε επίσης την υποβάθμιση της δημοκρατίας, λόγω του φόβου για τις νίκες των ισλαμιστών στην κάλπη. Αντίθετα, η Ουάσιγκτον προσποιήθηκε ότι πίστευε πως οι Άραβες αυταρχικοί θα καλλιεργούσαν κοινωνίες των πολιτών [19] και θα προετοίμαζαν τους πληθυσμούς τους να είναι κάποτε έτοιμοι για την πραγματική δημοκρατία. Ετούτο, φυσικά, είναι το ίδιο επιχείρημα που διατυπώνουν σήμερα τα περισσότερα αραβικά αυταρχικά καθεστώτα, ένας ισχυρισμός που η ομάδα του Μπάιντεν δεν έχει δείξει ενδιαφέρον να αμφισβητήσει. Το αποτέλεσμα της ανταλλαγής της προώθησης της δημοκρατίας με την σταθερή τάξη πραγμάτων ήταν η περιχαράκωση της αραβικής απολυταρχίας σε όλες τις παθολογίες της. Καθόλου συμπτωματικά, η δεκαετία του 1990 ήταν επίσης μια περίοδος ισλαμιστικής εξέγερσης στην Αίγυπτο και την Αλγερία και η περίοδος επώασης της αλ Κάιντα [20].

Τελικά, οι ημέρες δόξας της, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, περιφερειακής τάξης πραγμάτων στη Μέση Ανατολή ήταν λιγότερες από όσες φαίνονταν. Η ανάσχεση του Ιράκ και οι προσπάθειες των Αμερικανών να εξασφαλίσουν την αραβο-ισραηλινή ειρήνη απέτυχαν αμφότερες. Η ιδέα της οικοδόμησης των συνθηκών για την δημοκρατία με την συνεργασία με τους Άραβες απολυταρχικούς δεν πέτυχε. Και η εξέχουσα θέση του ρόλου των ΗΠΑ σε όλες αυτές τις αποτυχίες τις κατέστησε αναμφισβήτητα έναν ελκυστικό στόχο για την αλ Κάιντα, καθώς αυτή μετατοπίστηκε από τον «κοντινό εχθρό» στον «μακρινό εχθρό» στις 11 Σεπτεμβρίου [2001] [21].

ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΛΑΘΗ