Το πρόβλημα της Γερμανίας με την Ουκρανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το πρόβλημα της Γερμανίας με την Ουκρανία

Η μεγαλύτερη χώρα της Ευρώπης χρειάζεται χρόνο για να προσαρμοστεί σε έναν επικίνδυνο νέο κόσμο

Στα τέλη Ιουλίου 2022, προέκυψε ότι το σχέδιο της Γερμανίας να βοηθήσει τους Ανατολικοευρωπαίους συμμάχους της να εξοπλίσουν την Ουκρανία είχε σημειώσει μικρή πρόοδο. Σύμφωνα με το σχέδιο, χώρες όπως η Πολωνία, η Σλοβακία, και η Τσεχική Δημοκρατία θα προμήθευαν το Κίεβο με όπλα της σοβιετικής εποχής από τις ένοπλες δυνάμεις τους. Με την σειρά της, η Γερμανία θα μεταβίβαζε τον δικό της Δυτικό εξοπλισμό για να αναπληρώσει το απόθεμα αυτών των χωρών. Ωστόσο, παρά τις πολύμηνες συνομιλίες, δεν έχουν γίνει τέτοιες μεταβιβάσεις γερμανικών όπλων.

15082022-1.jpg

Ο Γερμανός Καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, επιθεωρεί έναν αεριοστρόβιλο, στο Muelheim an der Ruhr, στην Γερμανία, τον Αύγουστο του 2022. Wolfgang Rattay / Reuters
---------------------------------------------------------------

Αυτό δεν ήταν το πρώτο παράδειγμα με το Βερολίνο να δυσκολεύεται να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις του για την Ουκρανία. Στις αρχές της άνοιξης, η Γερμανία δεσμεύτηκε να παράσχει βαρέα όπλα [1] απευθείας στο Κίεβο, αλλά μέχρι τον Ιούλιο, μόνο λίγα τέτοια όπλα είχαν παραδοθεί. Για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στην Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες, το μοτίβο έχει γίνει κάτι σαν βασικό θέμα στις συζητήσεις σχετικά με την γερμανική κυβέρνηση: υποσχέσεις που ακολουθούνται από βραδυπορία. Η καθυστερημένη δράση είναι ιδιαίτερα ανησυχητική δεδομένου ότι η Γερμανία υφίσταται ήδη έλλειμμα εμπιστοσύνης μεταξύ πολλών Ευρωπαίων συμμάχων για την στενή ενεργειακή της σχέση με τη Μόσχα, και ειδικότερα για την άρνησή της να αναστείλει το έργο του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 μέχρι λίγες μέρες πριν από τότε που ξεκίνησε η ρωσική εισβολή [2]. Αντί να παράσχει γερά θεμέλια για ευρωπαϊκή δράση, ο Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, φαινόταν συχνά να αγωνίζεται να προφτάσει τους πιο αποφασιστικούς ομολόγους του.

Δεν έπρεπε να είναι έτσι. Ακόμη περισσότερο από όσο για άλλες χώρες, είναι προς το συμφέρον της Γερμανίας να παρέχει ισχυρή υποστήριξη [3] στην Ουκρανία και να δει τον πόλεμο να τελειώνει γρήγορα και με όσο το δυνατόν ευνοϊκότερους όρους για την Ουκρανία. Επιπλέον, σε μια εποχή αβεβαιότητας [4] στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Γερμανία βρίσκεται σε καλή θέση για να προσφέρει κρίσιμη ηγεσία, όχι μόνο στην Ουκρανία αλλά και στις ευρύτερες προκλήσεις ασφαλείας της ΕΕ. Εκτός από τη μεγάλη οικονομία της και τις βαθιές δεσμεύσεις της στο ΝΑΤΟ, τις Βρυξέλλες, και την διατλαντική συμμαχία, η Γερμανία είναι επίσης ο σημερινός ηγέτης των G-7, μια θέση που δίνει στο Βερολίνο την ευκαιρία να βοηθήσει στο γεφύρωμα του αυξανόμενου χάσματος με τον παγκόσμιο Νότο και στην αποκατάσταση την αξιοπιστία τής υπό την ηγεσία της Δύσης τάξης. Για να εκμεταλλευτεί αυτές τις ευκαιρίες, ωστόσο, η γερμανική κυβέρνηση θα πρέπει να ξεπεράσει την αποστροφή της χώρας για την χρήση στρατιωτικής βίας και την βαθιά αντίσταση στην αλλαγή. Μια αποτυχία να συμβεί αυτό θα μπορούσε μακροπρόθεσμα όχι μόνο να υπονομεύσει την θέση της Γερμανίας στην Ευρώπη, αλλά και να αποδυναμώσει την Δυτική συμμαχία σε μια εποχή πρωτόγνωρων παγκόσμιων προκλήσεων.

ΕΥΚΟΛΟΤΕΡΑ ΛΕΓΕΤΑΙ ΠΑΡΑ ΓΙΝΕΤΑΙ

Στην αρχική φάση του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία, η γερμανική απάντηση ήταν ιδιαίτερα ισχυρή. Λίγες μέρες μετά την έναρξη της εισβολής, ο Scholz εξέπληξε ακόμη και το δικό του κόμμα δηλώνοντας [5] ότι αυτός ο νέος πόλεμος στην Ευρώπη σηματοδότησε ένα Zeitenwende, το τέλος μιας εποχής. Όπως κατέστησε σαφές, δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε πόλεμος, αλλά ένας πόλεμος που διεξήγαγε η Ρωσία, μια πυρηνικά εξοπλισμένη μεγάλη δύναμη που είχε στόχο να εξαλείψει [6] την Ουκρανία ως ανεξάρτητο έθνος. Ανακοίνωσε σημαντικές αλλαγές πολιτικής και πρωτοφανή νέα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των παραδόσεων όπλων στην Ουκρανία και 100 δισεκατομμυρίων ευρώ σε πρόσθετες αμυντικές δαπάνες.

Ωστόσο, η εφαρμογή αυτών των τολμηρών πολιτικών έχει αποδειχθεί πολύ πιο δύσκολη. Πρώτον, ο τριμερής συνασπισμός του Scholz εξαρτάται από την υποστήριξη των Πρασίνων και των Ελεύθερων Δημοκρατικών Κομμάτων, καθώς και από το δικό του Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, ιστορικά το κόμμα της Ostpolitik, του ανοίγματος προς τις συμμαχικές των σοβιετικών χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Ο Σολτς όχι μόνο ζήτησε να αντιστραφεί η πορεία για την Ρωσία, από την συνεργασία στην αντιπαράθεση, σχεδόν εν μια νυκτί, αλλά επίσης ανέλαβε νέες αμυντικές δεσμεύσεις που θα μπορούσαν να έχουν αυξήσει την πιθανότητα γερμανικής κατασκευής τανκς να πυροβολούν Ρώσους στρατιώτες. Το εφιαλτικό σενάριο να έρθουν σε άμεση σύγκρουση οι δυο χώρες δημιούργησε σοβαρή εσωτερική αντίθεση στο πρόγραμμα Zeitenwende του Scholz: κάποιοι παραπονέθηκαν ότι επρόκειτο για υπερβολική αλλαγή δια μιάς˙ άλλοι το χαρακτήρισαν πολύ μιλιταριστικό.

Πίσω από τις αμφιβολίες των Γερμανών για μεγαλύτερη ανάμειξη στην Ουκρανία κρύβονται μια σειρά από ανησυχίες ασφαλείας. Ο πιο προφανής είναι ο κίνδυνος στρατιωτικής κλιμάκωσης [7] από την Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης πυρηνικών και χημικών όπλων [8]. Το «Καμία εμπλοκή του ΝΑΤΟ» έχει γίνει ένα δημοφιλές σύνθημα στο Βερολίνο καθώς και μεταξύ άλλων Δυτικών χωρών που υποστηρίζουν την Ουκρανία. Όπως είναι λογικό, το τελευταίο πράγμα που επιθυμεί ο Scholz είναι να τον θυμόμαστε ως τον καγκελάριο μετά τον Ψυχρό Πόλεμο που οδήγησε την Γερμανία σε μια άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση με την Ρωσία. Αλλά ακόμα κι αν το ΝΑΤΟ [9] δεν παίξει άμεσο ρόλο στην σύγκρουση, θα εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για την Γερμανία: μέσω των παραδόσεων όπλων στο Κίεβο, η Γερμανία και άλλες χώρες θα μπορούσαν να γίνουν προφανείς στόχοι για πιθανή ρωσική κλιμάκωση.

Ως προς αυτό, δύο ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Πρώτον είναι το ερώτημα εάν η Μόσχα έχει μια κόκκινη γραμμή [10] σχετικά με τις αποστολές Δυτικών —και συγκεκριμένα γερμανικών— όπλων στην Ουκρανία. Θα ανεχθεί η Ρωσία, για παράδειγμα, την παράδοση πυροβολικού συν πυρομαχικά, αλλά όχι πολεμικά αεροσκάφη ή μεγάλα τανκς σχεδιασμένα από την Δύση; Εάν υπάρχει μια τέτοια [κόκκινη] γραμμή, τότε η Γερμανία και οι Δυτικοί σύμμαχοί της πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για τις συνέπειες. Η Ρωσία μπορεί να επιδιώξει να αντεπιτεθεί, για παράδειγμα, εναντίον ενός ή περισσοτέρων χωρών της Βαλτικής ή, εναλλακτικά, μπορεί να επιτεθεί σε Δυτικές συνοδείες όπλων που κατευθύνονται προς την Ουκρανία ενώ βρίσκονται ακόμη στο έδαφος του ΝΑΤΟ [11]. Εάν, ωστόσο, η Ουκρανία κατάφερε να διώξει τις ρωσικές δυνάμεις από την περιοχή της Ντονμπάς σε κάτι που θα ισοδυναμούσε με ταπεινωτική ρωσική ήττα, ορισμένοι Γερμανοί αναλυτές αναρωτήθηκαν αν η Ρωσία θα προσπαθούσε στην συνέχεια να διευρύνει τον πόλεμο και να αντεπιτεθεί, απελπισμένα, και ακόμη πιο βάναυσα. Γιατί η Γερμανία φαίνεται πιο επιρρεπής σε τέτοιους φόβους και ανησυχίες από πολλούς άλλους Ευρωπαίους συμμάχους; Απλώς δεν υπάρχει άλλη χώρα στην Ευρώπη για την οποία η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία να έχει προκαλέσει την ίδια θεμελιώδη και εκτεταμένη αλλαγή πολιτικής. Επί δεκαετίες, η γερμανική εξωτερική πολιτική έχει οικοδομηθεί σε αρχές όπως η militärische Zurückhaltung (απροθυμία για χρήση στρατιωτικής βίας), που υποστηρίζεται από σημαντικά ειρηνιστικά ρεύματα στην γερμανική κοινωνία μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο˙ τώρα το πρόγραμμα Zeitenwende του καγκελαρίου Scholz θα μετατρέψει την χώρα σε βασικό λίθο της ευρωπαϊκής ασφάλειας.

Ένα δεύτερο ζήτημα αφορά την κατάσταση του στρατού της Γερμανίας. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος [12], η Γερμανία είχε μια μικρή προμήθεια στρατιωτικού υλικού που θα μπορούσε να παραδοθεί εύκολα στην Ουκρανία. Αυτό το πρόβλημα περιόριζε το πόσο γρήγορα θα μπορούσε η Γερμανία να βοηθήσει το Κίεβο, αλλά επίσης, για πολλούς Γερμανούς σχολιαστές, φαινόταν να θέτει στην κυβέρνηση ένα δίλημμα. Θα ήταν καλύτερο να διατηρηθεί η ομολογουμένως ανεπαρκής αμυντική στάση της Γερμανίας; Ή θα έπρεπε η Γερμανία να αποδεχθεί ότι αυτή την στιγμή η ίδια η ασφάλειά της τυγχάνει υπεράσπισης από τις ουκρανικές δυνάμεις στον Δνείπερο στην Ουκρανία και όχι στον Έλβα στην Γερμανία; Όσοι είναι πεπεισμένοι για τ0 τελευταίο υποστηρίζουν ότι η Γερμανία πρέπει να παραδώσει όσο το δυνατόν περισσότερο βαρύ οπλισμό στην Ουκρανία [13]. Εν μέσω αυτών των ανταγωνιστικών απόψεων, η γερμανική κυβέρνηση συχνά εμφανίστηκε αναποφάσιστη, με αποτέλεσμα σημαντικές καθυστερήσεις στην παροχή στρατιωτικής βοήθειας —ιδιαίτερα βαρέων όπλων— στην Ουκρανία.

Εν τω μεταξύ, η συνεχιζόμενη εξάρτηση της Γερμανίας από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου [14] έχει γίνει ένα θέμα εντεινόμενης διαμάχης μεταξύ του Βερολίνου και ορισμένων από τους Ευρωπαίους συμμάχους του. Είναι πλέον σαφές ότι το Κρεμλίνο θα χρησιμοποιήσει αυτή την εξάρτηση εναντίον της Γερμανίας και άλλων χωρών όποτε το κρίνει απαραίτητο. Ως εκ τούτου, η γερμανική κυβέρνηση πρέπει να καταστήσει ως ύψιστη προτεραιότητά της τον απογαλακτισμό από το ρωσικό αέριο. Όσο λιγότερο φυσικό αέριο αγοράζει η Γερμανία από την Ρωσία και όσο πιο γρήγορα τελειώσει ο πόλεμος, τόσο λιγότερο ευάλωτη θα είναι η Γερμανία στην κατηγορία ότι έχει γίνει κύριος προμηθευτής εσόδων της Gazprom και συνεπώς της πολεμικής μηχανής του Κρεμλίνου. Αλλά η γερμανική κυβέρνηση αντιμετωπίζει επίσης την σοβαρή πρόκληση της ραγδαίας αύξησης των τιμών του φυσικού αερίου και την απειλή της έλλειψης αερίου καθώς πλησιάζει ο χειμώνας. Κατά συνέπεια, ακόμη και οι κατά της πυρηνικής ενέργειας Πράσινοι συμμετέχουν τώρα σε μια πολιτική συζήτηση σχετικά με το εάν και πώς θα παραταθεί η διάρκεια ζωής των τριών εναπομεινάντων πυρηνικών σταθμών της Γερμανίας -ένα άλλο παράδειγμα του εκπληκτικού αριθμού βασικών αρχών της γερμανικής εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής που έχουν ήδη εγκαταλειφθεί ή βρίσκονται υπό εξέταση.

Η κυβέρνηση Scholz φαίνεται να ελπίζει ότι οι εταίροι και οι σύμμαχοί της αναγνωρίζουν το μέγεθος της πολιτικής αλλαγής που κάνει η χώρα και ότι θα δώσουν στο Βερολίνο το περιθώριο που χρειάζεται για να ανταποκριθεί σε αυτά τα περίπλοκα ζητήματα. Αλλά περαιτέρω γερμανικές καθυστερήσεις στην Ουκρανία θα μπορούσαν να διακινδυνεύσουν να υπονομεύσουν την θέση της Γερμανίας στην Ευρώπη -καθώς και να υπονομεύσουν τα ίδια συμφέροντα της Γερμανίας.

ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΩΡΙΤΕΡΑ ΠΑΡΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ

Η υπόθεση για περισσότερη γερμανική δράση στην Ουκρανία [15] δεν είναι δύσκολο να γίνει. Πρώτον, η Γερμανία θα πρέπει να καταστήσει σαφές το ενδιαφέρον της να δει το τέλος του πολέμου. Όπως έδειξαν πρόσφατα παραδείγματα, από τα Βαλκάνια μέχρι το Ιράκ και έως την Συρία, όσο περισσότερο διαρκεί μια τοπική ή περιφερειακή σύγκρουση, τόσο περισσότερη πόλωση και μίσος θα προκαλέσει, δημιουργώντας τεράστια εμπόδια στις μελλοντικές προσπάθειες συμφιλίωσης. Για την Γερμανία και τους Ευρωπαίους συμμάχους της, το αποτέλεσμα ενός παρατεταμένου [16] πολέμου στην Ουκρανία θα μπορούσε να είναι πολλά χρόνια αστάθειας στα σύνορα της Ευρώπης.

Αν και η Γερμανία πρόκειται να επωφεληθεί από το γρήγορο τέλος του πολέμου, δεν θα ωφεληθεί εάν μια τέτοια επίλυση συμβεί με ρωσική επιταγή. Ως εκ τούτου, η Γερμανία πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί για να στηρίξει την Ουκρανία στην προσπάθειά της να ανακτήσει περιοχές στα νότια και ανατολικά της χώρας. Το Βερολίνο, μαζί με άλλους Ευρωπαίους συμμάχους, πρέπει να είναι έτοιμο να παράσχει πολύ περισσότερο βαρύ οπλισμό στο Κίεβο για να συμβάλει στην δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για κατάπαυση του πυρός ή ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Τέτοιες διαπραγματεύσεις θα ξεκινήσουν μόνο εάν κάθε πλευρά καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι στρατιωτικές επιλογές της έχουν εξαντληθεί. Πέντε μήνες μετά την έναρξη των εχθροπραξιών, και τα δύο μέρη φαίνονται πολύ μακριά από τον υπολογισμό αυτό: η Ρωσία δεν έχει χάσει αρκετά και η Ουκρανία δεν έχει κερδίσει αρκετά. Η Γερμανία, επομένως, θα πρέπει να επιδιώξει να αλλάξει την εξίσωση και να κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να βοηθήσει την Ουκρανία να πολεμήσει καλύτερα [17]. Και πρέπει να το κάνει τώρα και όχι στο μεσοπρόθεσμο μέλλον: η Ουκρανία δεν έχει την πολυτέλεια να περιμένει.

Μέχρι στιγμής, οι προσπάθειες του Scholz να αλλάξει την προσέγγιση της Γερμανίας έχουν συναντήσει σημαντική αντίσταση από την αριστερή πτέρυγα του δικού του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Για μεγάλο μέρος της άνοιξης και του καλοκαιριού, ο Scholz αντιμετώπιζε παράπονα για τις δυνητικά επιζήμιες πολιτικές και οικονομικές συνέπειες των ελλείψεων φυσικού αερίου [18] τον επερχόμενο χειμώνα, καθώς και για τις αμφιλεγόμενες αποφάσεις του καγκελάριου να υποστηρίξει πρωτοφανείς κυρώσεις κατά της Ρωσίας, να αυξήσει δραματικά τον αμυντικό προϋπολογισμό και να υποσχεθεί αποστολές βαρέων όπλων στο Κίεβο. Υπάρχουν όμως σημάδια ότι αυτή η αντίθεση μπορεί να ξεπεραστεί. Παραδόξως, ένας από τους εταίρους του Σολτς στον συνασπισμό, το Γερμανικό Κόμμα των Πρασίνων -παλαιότερα γνωστό για την αντιπολεμική, αντιαμερικανική του στάση- έχει ξεπεράσει το SPD για να γίνει υπέρμαχος του ρεαλισμού στον κυβερνητικό συνασπισμό. Αντιπαράθεση με την Ρωσία; Κανένα πρόβλημα. Παραδόσεις όπλων στην Ουκρανία; Βεβαίως. Συνέχιση των πυρηνικών αντιδραστήρων; Ίσως και αυτό. Οι Πράσινοι φαίνεται να έχουν κατανοήσει τη μεταβαλλόμενη διάθεση του ευρύτερου γερμανικού κοινού, το οποίο έχει αρχίσει να κατανοεί ότι η ρωσική εισβολή αντιπροσωπεύει ένα σημείο καμπής στην παγκόσμια πολιτική.

Πράγματι, μια έρευνα που ανατέθηκε από την Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου για την συνάντηση των G-7 τον περασμένο Ιούνιο διαπίστωσε ότι δεν είναι μόνο οι Γερμανοί που αντιλαμβάνονται την ρωσική εισβολή ως Zeitenwende. Μεταξύ 60% και 70% των ερωτηθέντων σε όλες τις χώρες του G-7 συμφώνησαν ότι η νέα εποχή θα διαμορφωθεί από την επιστροφή των παραδοσιακών απειλών για την ασφάλεια, και ότι η Δύση «εισέρχεται σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο με την Ρωσία». Όπως ήταν αναμενόμενο, σε όλες τις χώρες του G-7 εκτός από την Ιταλία, η Ρωσία θεωρήθηκε η μεγαλύτερη απειλή. Πριν από τριάντα δύο χρόνια, οι Γερμανοί ηγέτες ανακοίνωσαν χαρούμενα και σωστά: «Τώρα περιτριγυριζόμαστε μόνο από φίλους». Σήμερα, αυτό ακούγεται σαν ένα μήνυμα από τον περασμένο αιώνα, όπως πράγματι είναι. Τώρα, υπάρχει ένας πόλεμος στην Ευρώπη, ένας πόλεμος που θα απαιτήσει από την Ευρώπη —και την Γερμανία— να δράσει. Και θα εναπόκειται στον Scholz να φέρει το SPD πληρέστερα σε αυτήν την πραγματικότητα.

ΠΟΙΟΥ ΕΥΡΩΠΗ;

Εκτός από το να κρατά μαζί του το γερμανικό κοινό, ο Γερμανός ηγέτης πρέπει να κρατήσει ενωμένη την Ευρωπαϊκή Ένωση [19]. Με το Ηνωμένο Βασίλειο να συνεχίζει να ανταλλάσσει οργισμένες κατηγορίες μετά το Brexit με τις Βρυξέλλες, με τον Γάλλο πρόεδρο, Εμμανουέλ Μακρόν, να έχει χάσει μέρος της λάμψης του, και με την Ιταλία να τερματίζει ξαφνικά την αξιόπιστη διοίκηση του πρωθυπουργού Μάριο Ντράγκι και να επιστρέφει στην πολιτική αστάθεια, πολλοί ρωτούν αν το Βερολίνο είναι και πάλι έτοιμο να ηγηθεί. Ωστόσο, η επιτυχημένη ηγεσία εξαρτάται τόσο από την εμπιστοσύνη όσο και από την προετοιμασία. Δυστυχώς, η Γερμανία έχει χάσει μέρος της εμπιστοσύνης που οικοδόμησε στην Ευρώπη τις τελευταίες τρεις δεκαετίες λόγω της αδιαλλαξίας της στο Nord Stream 2 -το μακροχρόνια προγραμματισμένο και τώρα ανασταλθέν έργου του αγωγού με την Ρωσία- και της επικίνδυνης εξάρτησής της από την ρωσική ενέργεια. Και οι ευρωπαϊκοί ενδοιασμοί έχουν επιδεινωθεί από τη λιγότερο από ενθουσιώδη θέση του Βερολίνου σχετικά με τις παραδόσεις όπλων στην Ουκρανία. Όταν ο Scholz παρουσίασε ορισμένες σημαντικές προτάσεις στην ΕΕ τον Ιούλιο, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου μεταρρύθμισης της διαδικασίας λήψης αποφάσεων εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, δεν προκάλεσε έκπληξη το γεγονός ότι ορισμένες ανατολικές χώρες-μέλη ήταν λιγότερο από χλιαρές. Αμφισβήτησαν την αλαζονεία τέτοιων πρωτοβουλιών από μια χώρα που ακολουθούσε, πολύ πιο συχνά από όσο ηγείτο, στην Ουκρανία, και που για τόσο καιρό, κατά την άποψή τους, αρνείτο πεισματικά να ακούσει τους εταίρους της για την Ρωσία και την ενέργεια.

Ωστόσο, εάν η Γερμανία μπορέσει να ξεπεράσει αυτόν τον σκεπτικισμό, θα είναι έτοιμη να ηγηθεί. Ίσως η καλύτερη ευκαιρία βρίσκεται στη μεταρρύθμιση και την προώθηση της ικανότητας δράσης της ΕΕ. Αυτή την στιγμή, φυσικά, η Ευρώπη χρειάζεται την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία των ΗΠΑ περισσότερο από ποτέ. Αλλά μια ισχυρότερη ΕΕ που έχει μεγαλύτερη ικανότητα να ενεργεί στρατιωτικά είναι σίγουρα προς το κοινό συμφέρον ολόκληρης της διατλαντικής κοινότητας. Δύο βήματα προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να γίνουν τώρα. Πρώτον, η ΕΕ πρέπει να είναι πιο ικανή για στρατιωτική δράση όταν το ΝΑΤΟ δεν είναι σε θέση ή δεν θέλει να δράσει. Όσο λιγότερο θεωρείται η Ευρώπη από τους Αμερικανούς ψηφοφόρους ως τζαμπατζής της ασφάλειας που πληρώνεται από τα φορολογημένα τους δολάρια, τόσο πιο εύκολο θα είναι για τους μελλοντικούς προέδρους των ΗΠΑ να νικήσουν τα απομονωτικά και αντι-ΝΑΤΟϊκά ρεύματα στην Ουάσιγκτον, όπως αυτά που καθόρισαν την κυβέρνηση Τραμπ [20]. Σαφώς, η Γερμανία είναι καλά εξοπλισμένη για να ηγηθεί μιας τέτοιας προσπάθειας: εδώ και 70 χρόνια, παρείχε τις πιο σημαντικές βάσεις για την στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην Ευρώπη και ο στρατός της έχει ενσωματωθεί πλήρως στις δομές του ΝΑΤΟ. Σε κάθε στρατιωτικό απρόοπτο στην Ευρώπη, η Γερμανία θα ήταν ο προφανής στρατηγικός και υλικοτεχνικός κόμβος για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Δεύτερον, η διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΕ πρέπει να αλλάξει. Σύμφωνα με τα ισχύοντα πρωτόκολλα, οποιαδήποτε απόφαση εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ απαιτεί ομόφωνη υποστήριξη όλων των κρατών-μελών. οποιοδήποτε μέλος μπορεί να ασκήσει βέτο που μπορεί να αποτρέψει την ανάληψη δράσης. Πολλά μέλη έχουν προτείνει την κατάργηση της απαίτησης ομοφωνίας και την αντικατάστασή της με πλειοψηφία. Μέχρι να εξαλείψει η ΕΕ το χωρίς κόστος βέτο, δεν θα ληφθεί ποτέ στα σοβαρά ως σημαντικός παράγοντας για την παγκόσμια ασφάλεια. Ο Scholz έχει τώρα αρχίσει να αντιμετωπίζει αυτήν την πρόκληση, αλλά λόγω του ελλείμματος εμπιστοσύνης της Γερμανίας, στερείται υποστήριξης από ορισμένους από τους 26 εταίρους του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Ένας τρόπος για να σημειωθεί πρόοδος θα ήταν ο Scholz απλώς να δηλώσει ότι η Γερμανία δεν θα ασκήσει βέτο σε μια κατάσταση 26–0, αλλά θα απείχε, καλώντας άλλους να ακολουθήσουν αυτό το παράδειγμα. Ακόμα κι αν η επιτυχία δεν ήταν εξασφαλισμένη, ένα τόσο τολμηρό βήμα στο Βερολίνο σίγουρα θα ξεκινούσε μια έντονη συζήτηση και θα καταδείκνυε την γερμανική δέσμευση για το προχώρημα της ΕΕ.

ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΧΩΡΑ

Η Γερμανία αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις ταυτόχρονα. Αντιμετωπίζει την σοβαρότερη κρίση ευρωπαϊκής ασφάλειας των τελευταίων δεκαετιών. Αντιμετωπίζει μια κρίση αξιοπιστίας, στην οποία πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν αμφιβολίες σχετικά με την ετοιμότητα της Γερμανίας να σταθεί απέναντι στην Ρωσία [21]. Αντιμετωπίζει την κατάρρευση της παραδοσιακής οικονομικής διπλωματίας της, της γερμανικής στρατηγικής της παροχής ευημερίας με εξαγωγές αγαθών και εισαγωγή ενέργειας ενώ παράλληλα αναθέτει την ασφάλεια σε εξωτερικούς συνεργάτες και επιδιώκει να χρησιμοποιήσει το εμπόριο και τις επενδύσεις για να επιφέρει αλλαγές στην Ρωσία και την Κίνα. Και η Γερμανία αντιμετωπίζει επίσης μια κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία παρά το μέγεθός της και την οικονομική της ισχύ δεν μπόρεσε να αυτοπροσδιοριστεί ως ανεξάρτητος διεθνής παράγοντας ικανός να υπερασπιστεί και να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα ασφαλείας.

Αν και η περισσότερη ηγεσία από την Γερμανία θα μπορούσε να βοηθήσει στην αντιμετώπιση ορισμένων από αυτές τις προκλήσεις, επισημαίνουν επίσης ένα μεγαλύτερο στρατηγικό ζήτημα για την Γερμανία και τους συμμάχους της. Δείτε τον πόλεμο στην Ουκρανία: έχει γίνει δημοφιλές μεταξύ των Δυτικών δυνάμεων να ισχυρίζονται ότι οι αποφάσεις για κατάπαυση του πυρός ή για ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις πρέπει να αφεθούν εξ ολοκλήρου στην Ουκρανία και την Ρωσία. Οι προτάσεις σχετικά με το πώς να επιτευχθεί ένα τέλος του πολέμου νωρίς, έχουν επικριθεί ευρέως. Ωστόσο, οι χώρες που προσφέρουν σημαντική στρατιωτική, πληροφοριακή, και οικονομική υποστήριξη στην Ουκρανία έχουν θεμιτό μερίδιο τόσο στην διεξαγωγή του πολέμου όσο και στις προσπάθειες για τον τερματισμό του. Γι' αυτό είναι απαραίτητο να οικοδομηθεί ένα ευρύτερο φόρουμ στο οποίο η Ευρώπη, οι Ηνωμένες Πολιτείες, και οι σύμμαχοί τους μπορούν να συζητήσουν όλες τις πιθανές επιλογές που σχετίζονται με τον πόλεμο με την ουκρανική ηγεσία. Προφανώς, τέτοιες συζητήσεις δεν μπορούν να διεξαχθούν δημόσια, γιατί πρόκειται για μια στρατηγική που θα απαιτήσει αθόρυβη διπλωματία. Αλλά θα μπορούσαν να γίνουν πολλά περισσότερα. Για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες [22] και οι κύριοι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια εμπιστευτική ομάδα επαφής, μαζί με την Ουκρανία, για να διασφαλίσουν ότι τόσο το Κίεβο όσο και οι Δυτικοί υποστηρικτές του ενεργούν συντονισμένα. Η συνάντηση της αεροπορικής βάσης Ramstein, ένα φόρουμ Υπουργών Άμυνας υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών τον Απρίλιο για να συζητήσουν την εισβολή στην Ουκρανία, θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως χρήσιμο μοντέλο.

Και από αυτή την άποψη, ωστόσο, η Γερμανία έχει μια ασυνήθιστη ευκαιρία, αφού ετούτη την εποχή προεδρεύει του G-7. Σαφώς, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει βάλει στο επίκεντρο τις διαφορές μεταξύ αυταρχικών και δημοκρατικών χωρών. Αλλά αν η Δύση θέλει να επικρατήσει σε μια εποχή αυξανόμενων γεωπολιτικών διασπάσεων, το G-7 θα χρειαστεί να οικοδομήσει έναν συνασπισμό με χώρες της Αφρικής, της Ασίας, και της Λατινικής Αμερικής. Από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία, πολλές κυβερνήσεις στον παγκόσμιο Νότο δεν βλέπουν τους εαυτούς τους ως συμμάχους του G-7 αλλά ως θύματα των Δυτικών κυρώσεων [23], μια άποψη που τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα έχουν καλλιεργήσει.

Εντός του G-7, η Γερμανία είναι ίσως η χώρα με το πιο ελαφρύ μετα-αποικιακό βάρος˙ είχε επίσης ελάχιστη έως καθόλου εμπλοκή στις Δυτικές στρατιωτικές επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή [24] και αλλού. Έτσι, το Βερολίνο, υπό τις κατάλληλες συνθήκες είναι ιδιαίτερα καλά προσαρμοσμένο για να βοηθήσει στην καθοδήγηση μιας παγκόσμιας εκστρατείας ενάντια στην αναβίωση του ρωσικού ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας, στην Ουκρανία και αλλού, και ενάντια στην καταστροφή της βασισμένης σε κανόνες διεθνούς τάξης. Εάν η Γερμανία μπορέσει να βασιστεί στο πρόγραμμα Zeitenwende του καγκελαρίου Scholz και να αγκαλιάσει την αλλαγή αντί να προσκολληθεί στο status quo, μπορεί να βοηθήσει στην παροχή της ηγεσίας που χρειάζεται τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε άλλα δημοκρατικά έθνη καθώς αντιμετωπίζουν όλο και πιο επιθετικά αυταρχικά καθεστώτα -όχι μόνο στα σύνορα της Ευρώπης αλλά σε όλο τον κόσμο.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/germany/2022-03-01/new-germany
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/2022-06-14/uk...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/germany/2022-03-30/will-germany-...
[4] https://www.foreignaffairs.com/europe/can-russia-divide-europe
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/germany/2022-05-12/war-ukraine-w...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2022-04-06/putins-war-hi...
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2022-07-18/what-if-war-i...
[8] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/2022-07-04/th...
[9] https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2022-06-29/natos-hard-ro...
[10] https://www.foreignaffairs.com/ukraine/paradoxes-escalation-ukraine
[11] https://www.foreignaffairs.com/topics/nato
[12] https://www.foreignaffairs.com/tags/war-ukraine
[13] https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2022-06-17/how-ukraine-w...
[14] https://www.foreignaffairs.com/articles/slovenia/2022-02-27/kremlins-gas...
[15] https://www.foreignaffairs.com/regions/ukraine
[16] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/2022-04-20/wh...
[17] https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2022-06-29/real-key-vict...
[18] http://www.foreignaffairs.com/europe/europe-needs-grand-bargain-energy
[19] https://www.foreignaffairs.com/topics/european-union
[20] https://www.foreignaffairs.com/topics/trump-administration
[21] https://www.foreignaffairs.com/regions/russian-federation
[22] https://www.foreignaffairs.com/regions/united-states
[23] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2022-01-17/hidden-toll-san...
[24] https://www.foreignaffairs.com/regions/middle-east

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/germany/germanys-ukraine-problem

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition