Κι αν δεν φύγει ο Μπολσονάρου; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Κι αν δεν φύγει ο Μπολσονάρου;

Η απειλή για την δημοκρατία παραμονεύει στις εκλογές της Βραζιλίας

Λίγες ημέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές της 2ας Οκτωβρίου στην Βραζιλία, η χώρα αντιμετωπίζει την πιο σοβαρή πρόκληση για την δημοκρατία της από την ίδρυσή της πριν από 37 χρόνια. Ο πρόεδρος Ζαΐρ Μπολσονάρου, ένας πρώην λοχαγός του στρατού, θριάμβευσε το 2018 εν μέσω ενός κύματος αντισυστημικού αισθήματος, αλλά τώρα ακολουθεί στις δημοσκοπήσεις, στην αναμέτρησή του εναντίον του πρώην προέδρου Λουίζ Ινάσιο ντα Σίλβα, ή Λούλα, όπως είναι παγκοσμίως γνωστός. Αντιμέτωπος με μια πιθανή ήττα, ο Μπολσονάρου έχει κάνει αβάσιμους ισχυρισμούς για εκλογική νοθεία και επιμένει δημοσίως ότι ο μόνος τρόπος με τον οποίο η αντιπολίτευση μπορεί να τον εμποδίσει να κερδίσει μια δεύτερη θητεία είναι να κλέψει τις εκλογές. Η ρητορική του βρίσκει την συμπάθεια μεταξύ των υποστηρικτών του: από τους σχεδόν 50 εκατομμύρια Βραζιλιάνους που λένε ότι θα ψηφίσουν τον Μπολσονάρου, περίπου το ένα τέταρτο είναι τόσο ριζοσπαστικοποιημένοι που έχουν πει στους δημοσκόπους ότι ο πρόεδρος δεν θα πρέπει να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα εάν χάσει.

30092022-1.jpg

Ένας υποστηρικτής του Βραζιλιάνου προέδρου, Ζαΐρ Μπολσονάρου, στην Βραζιλία, τον Σεπτέμβριο του 2022. Ueslei Marcelino / Reuters
----------------------------------------

Ακόμη χειρότερα, η ηγεσία του στρατού της Βραζιλίας - ένας θεσμός που έχει συσσωρεύσει σημαντική πολιτική ισχύ κατά την διάρκεια της θητείας του Μπολσονάρου - δεν έχει καταδικάσει την αντιδημοκρατική ρητορική του προέδρου. Πράγματι, ο υπουργός Άμυνας, Paulo Sérgio Nogueira, έχει φτάσει στο σημείο να υποστηρίξει την πρόταση του Μπολσονάρου να διενεργήσει ο στρατός μια παράλληλη καταμέτρηση των ψήφων, παρά το γεγονός ότι ένα τέτοιο εγχείρημα θα ήταν αντίθετο με το κράτος δικαίου και θα μπορούσε να προετοιμάσει την χώρα για μια συνταγματική κρίση.

Ο πρώτος γύρος της ψηφοφορίας θα λάβει χώρα την Κυριακή. Έντεκα υποψήφιοι λαμβάνουν μέρος, κάτι που καθιστά πιθανό ότι ούτε ο Μπολσονάρου ούτε ο Λούλα θα κερδίσουν τουλάχιστον το 50% των ψήφων. Εάν συμβεί αυτό, θα προκύψει δεύτερος γύρος στις 30 Οκτωβρίου. Εάν ο Μπολσονάρου χάσει και αρνηθεί να το αναγνωρίσει, η Βραζιλία θα αντιμετωπίσει τρία πιθανά σενάρια. Ο πρόεδρος θα μπορούσε να επιμείνει ότι οι εκλογές εκλάπησαν, αλλά να αποφύγει να σταματήσει την μετάβαση. Ο Μπολσονάρου θα μπορούσε να κάνει ό,τι και το πολιτικό του είδωλο, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ [1], και να επιχειρήσει να δημιουργήσει μια «Βραζιλιάνικη 6η Ιανουαρίου» — δηλαδή, θα μπορούσε να υποκινήσει το χάος που ωστόσο θα σταματούσε λίγο πριν εμποδίσει την δημοκρατική μετάβαση. Στην χειρότερη περίπτωση, οι υποστηρικτές του θα μπορούσαν να εμπλακούν σε πολιτική βία και οι ένοπλες δυνάμεις θα μπορούσαν να αποτύχουν να προστατεύσουν την δημοκρατία, εμποδίζοντας μια φυσιολογική μετάβαση.

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, προς τιμήν της, έχει προσπαθήσει προληπτικά να αποτρέψει μια μετεκλογική κρίση στην Βραζιλία. Ο επικεφαλής δημόσιος απεσταλμένος σε αυτή την προσπάθεια είναι ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Λόιντ Όστιν. Ήταν μια έξυπνη κίνηση να χρησιμοποιηθεί ο Όστιν με αυτή την ιδιότητα, διότι η σχέση μεταξύ του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν [2], και του Μπολσονάρου είναι, για να το θέσουμε ήπια, όχι στενή. Ο Μπολσονάρου ήταν ένας από τους τελευταίους ηγέτες του κόσμου που συνεχάρη τον Μπάιντεν αφότου κέρδισε την προεδρία των ΗΠΑ. Πράγματι, ως δηλωμένος τραμπιστής, ο Μπολσονάρου έχει συχνά υποδηλώσει ότι οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2020 εκλάπησαν.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΧΥΣ

Ο Μπολσονάρου έχει εκφράσει τη νοσταλγία του για την στρατιωτική δικτατορία που κυβέρνησε την Βραζιλία από το 1964 έως το 1985. Κάποια στιγμή, περίπου το ένα τρίτο του υπουργικού συμβουλίου του Μπολσονάρου αποτελείτο από απόστρατους ή εν ενεργεία αξιωματικούς του στρατού. Κατά την διάρκεια της θητείας του, νυν ή πρώην μέλη των ενόπλων δυνάμεων έχουν ηγηθεί των υπουργείων Υποδομών, Ορυχείων και Ενέργειας και Άμυνας˙ έχουν παίξει βασικό ρόλο στην αμφιλεγόμενη [3] απάντηση της κυβέρνησης στην πανδημία της COVID-19˙την βοήθησαν να πρωτοστατήσει στην αποτυχημένη προσπάθεια καταπολέμησης της αποψίλωσης των δασών του Αμαζονίου˙ και επενέβησαν στις σχέσεις με χώρες όπως η Κίνα. Στην πορεία έχουν συσσωρεύσει τεράστια πολιτική επιρροή και έχουν επιβλέψει σημαντικά κομμάτια του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού.

Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Μπολσονάρου έχει τον στρατό στο τσεπάκι του. Η τεράστια πλειοψηφία των στρατηγών της Βραζιλίας θα δεσμευόταν πρόθυμα και δημόσια να προστατεύσει την δημοκρατία. Αλλά αυτό ίσως να μην εμπόδιζε τον πρόεδρο να παρέμβει στην δημοκρατική διαδικασία.

Ο βασικός τρόπος με τον οποίο ο Μπολσονάρου και οι σύμμαχοί του έχουν θέσει τις βάσεις για την ανατροπή των εκλογών είναι με το να εγείρουν ερωτήματα σχετικά με το ηλεκτρονικό σύστημα ψηφοφορίας της Βραζιλίας, το οποίο οι εμπειρογνώμονες λένε ότι είναι τόσο σύγχρονο όσο και ασφαλές. Ειδικότερα, ο Μπολσονάρου έχει διαβεβαιώσει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο της Βραζιλίας (Brazilian Supreme Court) εμποδίζει την εφαρμογή κακά καθορισμένων πρόσθετων προστατευτικών μέτρων που υποτίθεται ότι θα απέτρεπαν την απάτη. Η λύση, λέει ο Μπολσονάρου, είναι να βάλουν τον στρατό της Βραζιλίας να επιβλέψει τις εκλογές, μολονότι δεν υπάρχει συνταγματική εντολή για να το κάνουν οι ένοπλες δυνάμεις. Ούτε οι αξιωματικοί του στρατού έχουν την τεχνογνωσία για ένα τέτοιο εγχείρημα. Τον Αύγουστο, ο υπουργός Άμυνας, Nogueira, ο οποίος είναι επίσης στρατηγός, υπέβαλε ένα «επείγον» αίτημα στο Ανώτατο Εκλογικό Δικαστήριο (Superior Electoral Tribunal) στο οποίο αποκάλυψε την άγνοιά του σχετικά με βασικές πτυχές του ηλεκτρονικού εκλογικού συστήματος της χώρας. Άλλωστε, τα δεδομένα που απαίτησε ο υπουργός Άμυνας, συμπεριλαμβανομένου του πηγαίου κώδικα των εκλογικών μηχανημάτων, ήταν διαθέσιμα από τον Οκτώβριο του 2021.

Τον Ιούλιο, κατά την διάρκεια μιας συνάντησης με το Όστιν, ο Nogueira διαβεβαίωσε τον υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ ότι οι ένοπλες δυνάμεις θα συνέβαλαν στην εγγύηση για ασφαλείς και διασφαλισμένες εκλογές. Αλλά αυτό δεν είναι το ίδιο με μια ακλόνητη υπόσχεση για σεβασμό της βούλησης των Βραζιλιάνων ψηφοφόρων. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να πιέσει τον Nogueira και άλλους στρατιωτικούς ηγέτες να υπερβούν τις αόριστες δεσμεύσεις για την προστασία της δημοκρατίας και αντίθετα να τους πιέσει να δηλώσουν ότι θα σεβαστούν την ανακοίνωση του Ανώτατου Εκλογικού Δικαστηρίου της Βραζιλίας για το αποτέλεσμα των εκλογών, ανεξάρτητα από το ποιος θα νικήσει.

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα πρέπει να καταστήσει σαφές ότι εάν οι στρατηγοί της Βραζιλίας παρέμβουν στην εκλογική διαδικασία, αυτό θα οδηγούσε σε μια σημαντική υποβάθμιση της συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την αφαίρεση από την Βραζιλία του καθεστώτος της ως μεγάλης μη νατοϊκής συμμάχου -ένας τίτλος που απέκτησε η χώρα υπό τον Τραμπ [4] το 2019- και τον περιορισμό της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων των δύο χωρών. Επιπλέον, το υπουργείο Εξωτερικών θα πρέπει να συντονιστεί με τους Δυτικούς συμμάχους και να αναγνωρίσει συλλογικά το αποτέλεσμα των εκλογών αμέσως μετά την ανακοίνωση του Ανώτατου Εκλογικού Δικαστηρίου. Αυτό θα σηματοδοτούσε στις ένοπλες δυνάμεις ότι η αμφισβήτηση του αποτελέσματος θα οδηγούσε σε απομόνωση στην Δύση. Αυτή η διπλωματική προσπάθεια μπορεί να περιλαμβάνει καρότα καθώς και μαστίγια: οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ θα πρέπει να δώσουν στους Βραζιλιάνους στρατηγούς να καταλάβουν ότι η αποδοχή του αποτελέσματος θα επιτρέψει την περαιτέρω πρόοδο της συνεργασίας για την ασφάλεια μεταξύ των δύο χωρών.

Μέλη του βραζιλιάνικου πολιτικού κατεστημένου έχουν συνεισφέρει αξιοθαύμαστα για να διαφυλάξουν την ακεραιότητα των εκλογών της χώρας τους, σφυρηλατώντας έναν φιλοδημοκρατικό συνασπισμό. Αντίπαλοι, όπως η περιβαλλοντολόγος και πρώην υποψήφια για την προεδρία Marina Silva˙ ο δημοσιονομικά συντηρητικός και πρώην πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας Henrique Meirelles˙ και ακόμη και πολυάριθμοι πολιτικοί που υποστήριξαν την δίωξη της Ντίλμα Ρούσεφ, της επίλεκτης διαδόχου του Λούλα για πρόεδρος, έχουν παραμερίσει τις βαθιά ριζωμένες προσωπικές έχθρες και έχουν υποστηρίξει δημοσίως την υποψηφιότητα του Λούλα [5]. Σε μια σοφή απόφαση που είχε σκοπό να κατευνάσει τους φόβους των κεντρώων και των κεντροδεξιών ψηφοφόρων, ο Λούλα επέλεξε ως συνυποψήφιό του τον πρώην κυβερνήτη του Σάο Πάολο, Geraldo Alckmin, έναν κοινωνικά συντηρητικό κεντρώο και άλλοτε αντίπαλο. Σε μια χώρα όπου οι διώξεις δεν είναι ασυνήθιστες, αυτή ήταν μια σημαντική χειρονομία: εάν το Κογκρέσο θεωρήσει τον Λούλα υπερβολικά ριζοσπαστικό, ο αναπληρωματικός του φαίνεται να είναι αξιόπιστος. Ο Alckmin, ένας ευσεβής Καθολικός, έχει επιδιώξει ακατάπαυστα να προσελκύσει συντηρητικούς ψηφοφόρους, ευαγγελικούς, ηγέτες αγροτικών επιχειρήσεων και τον στρατό. Με την εξαίρεση της τελευταίας ομάδας, φαίνεται ότι είναι σχετικά επιτυχημένος.

ΟΙ ΓΝΩΣΤΟΙ ΑΓΝΩΣΤΟΙ

Παρά αυτές τις προσπάθειες, τα πράγματα θα μπορούσαν να βγουν εκτός πορείας στις 2 Οκτωβρίου. Στο ακραία πολωμένο περιβάλλον που υπάρχει σήμερα στην Βραζιλία [6], ακόμη και μικρά περιστατικά ίσως οδηγήσουν σε σημαντική αστάθεια. Ένα εξελιγμένο deepfake βίντεο για ένα υποτιθέμενο δυσλειτουργικό εκλογικό μηχάνημα, μια καθυστέρηση στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων ή ένα περιστατικό βίας την ημέρα των εκλογών θα μπορούσαν όλα να παρέμβουν στην δημοκρατική διαδικασία. Αναλογιστείτε τι συνέβη κατά την διάρκεια των εκλογών της Βολιβίας το 2019: οι ισχυρισμοί για παρατυπίες στην ψηφοφορία πυροδότησαν διαδηλώσεις στους δρόμους, οι οποίες τελικά οδήγησαν τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας στο να υποχρεώσουν τον πρόεδρο Έβο Μοράλες, που τότε ήταν υποψήφιος για επανεκλογή, να παραιτηθεί. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε μια παρατεταμένη περίοδο πολιτικής αναταραχής.

Οι ατυχείς ομοιότητες μεταξύ των προσπαθειών [7] του Τραμπ να ανατρέψει τις εκλογές του 2020 στις ΗΠΑ και των προσπαθειών του Μπολσονάρου να υπονομεύσει την δημοκρατία έχουν μια θετική πλευρά: έχουν δημιουργήσει μια ευκαιρία για τις κυβερνήσεις της Βραζιλίας και των Ηνωμένων Πολιτειών να συνεργαστούν για να προστατεύσουν την δημοκρατία στο μέλλον. Αμφότερες οι χώρες πρέπει να κάνουν πρόοδο στον πόλεμο κατά των ψεύτικων ειδήσεων (fake news), οι οποίες είναι βαθιά διαβρωτικές για την δημοκρατία. Με τον ίδιο τρόπο, η περίοδος πριν από τις εκλογές στη Βραζιλία έριξε φως στον τρόπο με τον οποίο οι χώρες της Λατινικής Αμερικής πρέπει να εργαστούν για τη θέσπιση κανόνων ώστε να περιορίσουν τον ρόλο των δυνάμεων του στρατού και της αστυνομίας στην διακυβέρνηση.

Μολονότι η ακραία πόλωση και τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021 έχουν κηλιδώσει την εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών σε όλο τον κόσμο, η χώρα εξακολουθεί να λειτουργεί ως ένα πανίσχυρο πρότυπο σε μια βασική πτυχή: στο αποκορύφωμα της χειρότερης πολιτικής κρίσης εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα, δεν υπήρξε ποτέ καμία αμφιβολία ότι ο στρατός των ΗΠΑ θα υποστήριζε την δημοκρατία της χώρας.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-01-11/present...
[2] https://www.foreignaffairs.com/topics/biden-administration
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/brazil/2020-07-07/bolsonaro-made...
[4] https://www.foreignaffairs.com/topics/trump-administration
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/brazil/2022-06-21/brazil-turn-ba...
[6] https://www.foreignaffairs.com/regions/brazil
[7] https://www.foreignaffairs.com/united-states/capitol-siege-wake-call-ame...

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/brazil/what-if-bolsonaro-wont-go-brazil-e...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition