Μια στρατηγική εξόδου για την Συρία
Αντί να τα βγάζουν πέρα όπως - όπως, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να εστιάσουν στην διαπραγμάτευση μιας εξόδου που, το συντομότερο δυνατό, θα διασφαλίζει τα δύο βασικά συμφέροντά τους στην Συρία: την πρόσβαση των ΗΠΑ στον εναέριο χώρο της Συρίας και την ασφάλεια των Σύρων που πολέμησαν δίπλα στις δυνάμεις των ΗΠΑ για να νικήσουν το ISIS.
Ο CHRISTOPHER ALKHOURY υπηρέτησε ως σύμβουλος πολιτικής για το Ιράκ και την Συρία στο Γραφείο του Ειδικού Προεδρικού Απεσταλμένου για τον Global Coalition to Defeat Isis από τον Ιανουάριο του 2017 έως τον Δεκέμβριο του 2019. Πιο πρόσφατα υπηρέτησε ως ανώτερος σύμβουλος πολιτικής στο Tony Blair Institute for Global Change.
- previous-disabled
- Page 1of 5
- next
Όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ανέλαβε τα καθήκοντά του, η πολιτική των ΗΠΑ για τη Συρία ήταν αποκομμένη από την πραγματικότητα. Η κυβέρνηση Μπάιντεν αποφάσισε να επαναβαθμονομήσει [1] τους στόχους των ΗΠΑ, εξαλείφοντας τόσο τη νομικά αβέβαιη έννοια της προστασίας των συριακών πετρελαϊκών εγκαταστάσεων όσο και την ανεφάρμοστη επιθυμία να εκδιώξει όλες τις ιρανικές δυνάμεις από μια χώρα που έχει μακροχρόνιους δεσμούς με το Ιράν. Η ομάδα του Μπάιντεν αποφάσισε ότι ήταν καιρός να επανεστιάσουν οι προσπάθειες των ΗΠΑ στην αρχική αποστολή: την ήττα του Ισλαμικού Κράτους (γνωστού και ως ISIS). Η ομάδα του προέδρου σηματοδότησε, πρώτα κατ’ ιδίαν με μια αντιπροσωπεία υψηλού επιπέδου στην Συρία τον Μάιο του 2021 και στην συνέχεια δημοσίως με ανεπίσημες δηλώσεις στον Τύπο τον Ιούλιο του 2021, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διατηρούσαν περιορισμένη στρατιωτική παρουσία [2] περίπου 900 στρατιωτών στην Συρία και θα συνέχιζαν την παροχή στοχευμένης αρωγής σταθεροποίησης για την αποκατάσταση απαραίτητων υπηρεσιών, όπως το νερό και η ηλεκτρική ενέργεια, σε περιοχές που ελέγχονται από δυνάμεις που υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ. Το σχέδιο ήταν να γίνει αυτό έως ότου οι συνθήκες γίνονταν πιο ευνοϊκές για μια πολιτική διευθέτηση του συριακού εμφυλίου πολέμου μέσω διαπραγματεύσεων.
Στρατιώτες διεξάγουν επιχειρήσεις κονβόι στην βορειοδυτική Συρία, τον Σεπτέμβριο του 2020. U.S. Department of Defense
-----------------------------------------
Αυτή η προσαρμογή ωθήθηκε από την αναγνώριση ότι μολονότι οι δυνάμεις που υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ διατηρούν αρκετά μεγάλα τμήματα συριακού εδάφους, η πολιτική και διπλωματική επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών παραμένει περιορισμένη. Επιπλέον, οι εναλλακτικές επιλογές είναι ζοφερές. Η επένδυση αρκετά περισσότερων πόρων, τόσο οικονομικών όσο και στρατιωτικών, με την ελπίδα να εξασφαλιστεί ένα ασαφές πολιτικό αποτέλεσμα που είναι ιδιαίτερα απίθανο να υπερνικήσει την βασική πρόκληση στην Συρία -ότι το καθεστώς του Σύρου προέδρου, Μπασάρ αλ- Άσαντ, νίκησε στον πόλεμο- δεν είναι ούτε στρατηγικά ενδεδειγμένη ούτε πολιτικά βιώσιμη. Ωστόσο, μια απόφαση να μειωθούν οι δυνάμεις των ΗΠΑ στην Συρία τόσο σύντομα μετά την απόσυρση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν θα ήταν πολιτικά δαπανηρή και θα κλόνιζε περαιτέρω την περιφερειακή εμπιστοσύνη στην δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή.
Ωστόσο, το status quo έρχεται με τους δικούς του κινδύνους. Το πεδίο της μάχης στην Συρία είναι περίπλοκο και οι ρωσικές, συριακές και αμερικανικές δυνάμεις επιχειρούν σε όλο και πιο μικρή απόσταση μεταξύ τους. Ταυτόχρονα, έχει υπάρξει μια σημαντική αυξητική τάση στις επιθέσεις υποστηριζόμενων από το Ιράν [4] πολιτοφυλακών που στοχεύουν θέσεις των ΗΠΑ και μια ανανεωμένη απειλή για τουρκική στρατιωτική εισβολή που θα κατευθύνεται στις υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ κουρδικές δυνάμεις. Δεδομένων όλων αυτών, η κυβέρνηση Μπάιντεν πρέπει να αντιμετωπίσει αυτά τα ερωτήματα: Είναι απαραίτητη η συνεχιζόμενη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην Συρία και αξίζει τον κόπο;
Η κυβέρνηση Μπάιντεν φαίνεται να διατηρεί την ελπίδα ότι οι συνθήκες θα αλλάξουν ή θα βελτιωθούν και ότι μια καλύτερη διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων ή μια διέξοδος θα γίνει εμφανής. Ωστόσο, κάθε μέρα που περνά αυξάνει τους κινδύνους για τις δυνάμεις των ΗΠΑ και αποδυναμώνει, δεν ενδυναμώνει, την διαπραγματευτική θέση των Ηνωμένων Πολιτειών όσον αφορά το τι μπορεί να αποκτηθεί από τον Άσαντ και την Ρωσία ως αντάλλαγμα για την αποχώρηση των ΗΠΑ. Αντί να τα βγάζουν πέρα όπως - όπως, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να εστιάσουν στην διαπραγμάτευση μιας εξόδου που, το συντομότερο δυνατό, θα διασφαλίζει τα δύο βασικά συμφέροντά τους στην Συρία [5]: την πρόσβαση των ΗΠΑ στον εναέριο χώρο της Συρίας και την ασφάλεια των Σύρων που πολέμησαν δίπλα στις δυνάμεις των ΗΠΑ για να νικήσουν το ISIS.
H ΠΑΛΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΗ
Η Συρία γίνεται ένα ολοένα και πιο επικίνδυνο περιβάλλον στο οποίο μπορεί να επιχειρήσει κάποιος, αλλά το ISIS δεν είναι κατά κύριο λόγο υπεύθυνο για την απότομη αύξηση της βίας. Τα βίαια γεγονότα στην Συρία -όπως οι βομβαρδισμοί και οι επιθέσεις πυροβολικού- είναι αυξημένα περισσότερο από 20% αυτό το ημερολογιακό έτος, σύμφωνα με το Έργο Τοποθεσιών Ένοπλων Συγκρούσεων και Δεδομένων Συμβάντων (Armed Conflict Location and Event Data Project), ένα μη κερδοσκοπικό έργο συλλογής δεδομένων, ανάλυσης και χαρτογράφησης κρίσεων. Η περισσότερη βία διαπράττεται από κρατικούς δρώντες, συμπεριλαμβανομένων του καθεστώτος Άσαντ και της Τουρκίας. Η δραστηριότητα του ISIS, αντίθετα, βρίσκεται σε πτωτική τροχιά, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση [6] από τον γενικό επιθεωρητή του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ. Το ISIS ισχυρίστηκε ότι έκανε 201 επιθέσεις μεταξύ της 1ης Απριλίου και της 30ης Ιουνίου, μια μείωση άνω του 60%, από έτος σε έτος. Μολονότι το ISIS παραμένει μια επίμονη απειλή στο Ιράκ και στην Συρία, είναι σε μεγάλο βαθμό ανήμπορο να διεξάγει συντονισμένες επιθετικές επιχειρήσεις σε αυτές τις χώρες ή να σχεδιάσει και να διευθύνει επιθέσεις στο εξωτερικό.
- previous-disabled
- Page 1of 5
- next