Πώς να ανασχεθεί η Κίνα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς να ανασχεθεί η Κίνα

Η Ουάσινγκτον πρέπει να κάνει το Πεκίνο να κατανοήσει το κόστος μιας σύγκρουσης για την Ταϊβάν
Περίληψη: 

Πρέπει να δοθεί ένα ξεκάθαρο μήνυμα στο Πεκίνο ότι οποιαδήποτε σύγκρουση μεταξύ των δύο πυρηνικά εξοπλισμένων δυνάμεων θα μπορούσε γρήγορα να γίνει ολέθρια, αντισταθμίζοντας κατά πολύ τα πιθανά οφέλη μιας ένοπλης επανένωσης με την Ταϊβάν.

Ο JOEL WUTHNOW είναι ανώτερος ερευνητής στο Ινστιτούτο Εθνικών Στρατηγικών Μελετών του Πανεπιστημίου Εθνικής Άμυνας. Το άρθρο αυτό αντιπροσωπεύει μόνο τις απόψεις του συγγραφέα.

Τον Ιανουάριο του 1996, εν μέσω μιας κρίσης η οποία προκλήθηκε από μια σειρά κινεζικών πυραυλικών δοκιμών που πραγματοποιήθηκαν στα ύδατα της Ταϊβάν, ένας Κινέζος στρατηγός υπαινίχθηκε με βλοσυρό τρόπο μια πιθανή πυρηνική απάντηση σε οποιαδήποτε αμερικανική παρέμβαση για την υπεράσπιση του νησιού. «Ο αμερικανικός λαός», προειδοποίησε έναν Αμερικανό αξιωματούχο, «νοιάζεται περισσότερο για το Λος Άντζελες παρά για την Ταϊπέι». Τέτοιοι διαξιφισμοί, ωστόσο, συγκαλύπτουν το γεγονός ότι ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός της Κίνας (People’s Liberation Army -PLA) γνώριζε ότι δεν είχε την στρατιωτική δύναμη να αποτρέψει τις Ηνωμένες Πολιτείες από το να επέμβουν σε έναν πόλεμο για την Ταϊβάν. Εκείνη την εποχή, το κόστος και οι κίνδυνοι οποιουδήποτε είδους πολέμου με τη μοναδική υπερδύναμη του κόσμου απέτρεπαν την Κίνα από το να σκεφτεί σοβαρά να προκαλέσει έναν τέτοιο πόλεμο.

27032023-1.jpg

Παρακολουθώντας μια τελετή του Κινεζικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού στην Ganzhou, στην Κίνα, τον Μάρτιο του 2023. China Daily / Reuters
--------------------------------------------------------

Αλλά στα χρόνια που ακολούθησαν, η Κίνα εργάστηκε για να καταστήσει μια αμερικανική επέμβαση λιγότερο πιθανή μέσω μιας προσέγγισης που αποκαλεί «στρατηγική αποτροπή», η οποία βασίζεται, μεταξύ άλλων, στην χρήση πυρηνικών σημάτων για να αποτρέψει έναν πιθανό αντίπαλο από το να εισέλθει στη μάχη. Οι αποτρεπτικές προσπάθειες της Κίνας εντείνονται ακόμη και καθώς η κυβέρνηση Μπάιντεν προχωρά με τα δικά της σχέδια για την «ολοκληρωμένη αποτροπή» της κινεζικής επιθετικότητας, η οποία περιλαμβάνει την απειλή στρατιωτικών και οικονομικών κυρώσεων σε συνεργασία με έναν συνασπισμό συμμάχων για να πείσει την Κίνα για το τεράστιο κόστος του πολέμου. Αυτά τα δύο ανταγωνιστικά μοντέλα αποτροπής έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους με τρόπους που θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν το Στενό της Ταϊβάν και την περιοχή γενικότερα. Η Κίνα, ωθούμενη από την αντίληψή της για την παρακμή των ΗΠΑ, ενθαρρυμένη από το ταχέως αναπτυσσόμενο πυρηνικό οπλοστάσιό της, και εμπνευσμένη από την προφανή επιτυχία του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, να χρησιμοποιήσει πυρηνικές απειλές για να περιορίσει την υποστήριξη των ΗΠΑ στην Ουκρανία, θα μπορούσε να αποκτήσει υπερβολική αυτοπεποίθηση και να πυροδοτήσει μια σύγκρουση πιστεύοντας ότι η Ουάσινγκτον δεν θα εμπλακεί.

Η Ουάσινγκτον πρέπει να αποφύγει αυτό το είδος κλιμακούμενου φαύλου κύκλου υπονομεύοντας την κινεζική αισιοδοξία για τις δικές της ικανότητες˙ με άλλα λόγια, αποτρέποντας την Κίνα. Αυτό απαιτεί να δοθεί ένα ξεκάθαρο μήνυμα στο Πεκίνο ότι οποιαδήποτε σύγκρουση μεταξύ των δύο πυρηνικά εξοπλισμένων δυνάμεων θα μπορούσε γρήγορα να γίνει ολέθρια, αντισταθμίζοντας κατά πολύ τα πιθανά οφέλη μιας ένοπλης επανένωσης με την Ταϊβάν. Αν η αποτροπή αποτύχει -αν η Κίνα γίνει πιο πεπεισμένη για την στρατιωτική της υπεροχή και υποτιμήσει την δέσμευση των ΗΠΑ στο νησί- αμφότερες οι χώρες θα μπορούσαν να καταλήξουν να εμπλακούν σε έναν πόλεμο μεταξύ μεγάλων δυνάμεων οπλισμένων με πυρηνικά όπλα.

ΡΙΨΟΚΙΝΔΥΝΟ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ

Μέχρι πρόσφατα, ο PLA θεωρούσε ότι δεν θα μπορούσε να αποκρούσει την επέμβαση των ΗΠΑ σε μια σύγκρουση για την Ταϊβάν. Οι συχνές επιδείξεις αμερικανικής ισχύος, όπως η απόφαση του Αμερικανού προέδρου, Μπιλ Κλίντον, να αναπτύξει δύο αεροπλανοφόρα στα ύδατα της Ανατολικής Ασίας κατά την διάρκεια της κρίσης στο Στενό της Ταϊβάν το 1996 ή ο τυχαίος αμερικανικός βομβαρδισμός της πρεσβείας της Κίνας στο Βελιγράδι κατά την διάρκεια του πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο το 1999 -που θεωρήθηκε στο Πεκίνο ως μια θρασύτατη πρόκληση- ήταν σημάδια ότι η Ουάσιγκτον ήταν ακατάλυτη. Η εκτίμηση αυτή ενισχύθηκε από τον συνδυασμό της απαράμιλλης στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ, που αποδείχθηκε με ζήλο στον πόλεμο του Κόλπου το 1990-91 (και από την γρήγορη εξουδετέρωση του Ιρακινού δικτάτορα, Σαντάμ Χουσεΐν, το 2003, αν και τα επακόλουθα αυτού του πολέμου αποδείχθηκαν πολύ πιο δύσκολα για τον αμερικανικό στρατό) και την πυρηνική κατωτερότητα της Κίνας. Μέχρι το 2020, η αμερικανική κυβέρνηση εκτιμούσε ότι η Κίνα διέθετε μόνο περίπου 100 διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους (intercontinental Ballistic Missiles -ICBM), χωρίς να διαθέτει λειτουργική αποτρεπτική δύναμη στην θάλασσα ή στον αέρα, όπως βομβαρδιστικά μεγάλου βεληνεκούς που φέρουν πυρηνικά φορτία ή υποβρύχια με πυρηνικούς βαλλιστικούς πυραύλους σε επιχειρησιακή περιπολία. Το σχετικά μέτριο μέγεθος αυτής της πυρηνικής δύναμης μείωνε την πιθανότητα κλιμάκωσης μιας σύγκρουσης πέρα από το συμβατικό επίπεδο, αλλά δεν ήταν αρκετά ισχυρό ώστε να κάνει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ να αποκλείσουν την επέμβαση σε περίπτωση κινεζικής επίθεσης στην Ταϊβάν.

Έκτοτε η Κίνα εργάζεται για να αυξήσει τις στρατιωτικές της δυνατότητες, δημιουργώντας το οπλοστάσιο που είναι απαραίτητο για να κερδίσει ενδεχομένως μια σύγκρουση για την Ταϊβάν. Για να αγοράσει αρκετό χρόνο ώστε τα κινεζικά στρατεύματα να αποβιβαστούν στο νησί, ο PLA [People Liberation Army, Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός]έχει αναπτύξει όπλα γνωστά ως «ρόπαλα του δολοφόνου» (Assassin’s Maces), συμπεριλαμβανομένων βαλλιστικών πυραύλων κατά πλοίων σχεδιασμένων να επιτίθενται σε αμερικανικά αεροπλανοφόρα, πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς που στοχεύουν αμερικανικές βάσεις στον δυτικό Ειρηνικό, και βομβαρδιστικά ικανά να πλήξουν τις αμερικανικές δυνάμεις σε όλη την περιοχή. Η χρήση αυτών των όπλων θα μπορούσε πιθανώς να κερδίσει αρκετό χρόνο για τις δυνάμεις του PLA ώστε να αποβιβαστούν στην Ταϊβάν και να καταλάβουν το νησί πριν φτάσει ο αμερικανικός στρατός. Οι ιλιγγιώδεις προσπάθειες στρατιωτικού εκσυγχρονισμού της Κίνας, αν δεν έχουν καλύψει το στρατιωτικό χάσμα με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την έχουν καταστήσει μια τρομερή δύναμη στην περιοχή.