Ο Σι Τζινπίνγκ δεν μπορεί να διαχειριστεί μια γηράσκουσα Κίνα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο Σι Τζινπίνγκ δεν μπορεί να διαχειριστεί μια γηράσκουσα Κίνα

Ένα όλο και πιο αυταρχικό σύστημα θα αγωνιστεί να ανακόψει την δημογραφική παρακμή
Περίληψη: 

Οι προκλήσεις που παρουσιάζονται από το μειωμένο εργατικό δυναμικό και τον αυξανόμενο αριθμό ηλικιωμένων είναι σημαντικές και θα απαιτήσουν αποτελεσματικό μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και αντιδημοφιλείς αποφάσεις.

Ο CARL MINZNER είναι ανώτερος συνεργάτης για τις Μελέτες της Κίνας στο Council on Foreign Relations και καθηγητής στη Νομική Σχολή Fordham.

Η Κίνα γερνάει και συρρικνώνεται. Ο πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε από 540 εκατομμύρια το 1949 στο ανώτατο όριο των 1,4 δισεκατομμυρίων το 2021, αλλά έπεσε σε φθίνουσα πορεία το 2022. Τις επόμενες δεκαετίες, θα ακολουθήσει την υπόλοιπη Ανατολική Ασία σε ένα μέλλον που θα χαρακτηρίζεται από χαμηλή γονιμότητα, ταχεία γήρανση, και σταθερή μείωση του πληθυσμού. Μέχρι τα μέσα του αιώνα, η Κίνα αναμένεται να έχει έως και 200 εκατομμύρια λιγότερους ανθρώπους από όσους σήμερα. Ταυτόχρονα, η μέση ηλικία θα ανεβαίνει σταθερά από τα 38 έτη το 2020 σε περίπου τα 50.

03052023-1.jpg

Τρόφιμοι σε οίκο ευγηρίας στο Πεκίνο, τον Μάιο του 2021. Carlos Garcia Rawlins / Reuters
-------------------------------------------------------

Η δημογραφία δεν είναι πεπρωμένο. Ούτε η συρρίκνωση ούτε το γκριζάρισμα του πληθυσμού σημαίνουν αναγκαστικά την καταστροφή της Κίνας. Αλλά οι προκλήσεις που παρουσιάζονται από το μειωμένο εργατικό δυναμικό και τον αυξανόμενο αριθμό ηλικιωμένων είναι σημαντικές και θα απαιτήσουν αποτελεσματικό μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και αντιδημοφιλείς αποφάσεις. Οι επίσημες δηλώσεις του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος επισημαίνουν πράγματι την σημασία της αντιμετώπισης των αναγκών μιας γηράσκουσας κοινωνίας, και Κινέζοι αξιωματούχοι και μελετητές έχουν προειδοποιήσει για την ανάγκη να αυξηθούν τα μη βιώσιμα χαμηλά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης. Όμως, το εξελισσόμενο πολιτικό σύστημα της Κίνας υπό τον ολοένα και πιο αυταρχικό Γενικό Γραμματέα, Σι Τζινπίνγκ, φαίνεται ιδιαίτερα ακατάλληλο για τον χειρισμό αυτών των προκλήσεων.

Καθώς η Κίνα επιστρέφει στην εποχή της μονοπρόσωπης διακυβέρνησης, οι επί δεκαετίες πρακτικές τεχνοκρατικής διακυβέρνησης της χώρας καταρρέουν. Αυτό δυσχεραίνει την διεξαγωγή μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, ιδίως στην αγροτική Κίνα. Επιπλέον, ο Σι έχει δώσει προτεραιότητα στην πολιτική σταθερότητα πάνω από όλα, περιορίζοντας την ικανότητα του Πεκίνου να προβεί σε αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να βλάψουν τα συμφέροντα των ελίτ των πόλεων, όπως η περικοπή των συνταξιοδοτικών τους παροχών. Η ιδεολογική στροφή του Πεκίνου προς τον εθνοτικό-εθνικισμό θα υπονομεύσει την ικανότητα της Κίνας να βασίζεται στην εισερχόμενη μετανάστευση ως τακτική για την άμβλυνση των επιπτώσεων της συρρίκνωσης του εργατικού δυναμικού. Τέλος, ο αυξανόμενος εναγκαλισμός του Κομμουνιστικού Κόμματος με τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων κινδυνεύει να επιδεινώσει περαιτέρω [1] τη μείωση του ποσοστού γονιμότητας ενισχύοντας τους υποκείμενους παράγοντες που οδηγούν τους νέους της Κίνας -ιδιαίτερα τις γυναίκες- να επιλέξουν να μην παντρευτούν και να μην αναθρέψουν παιδιά.

Μέχρι τα μέσα του εικοστού πρώτου αιώνα, η Κίνα πιθανότατα θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια σειρά σοβαρών εσωτερικών προκλήσεων, συμπεριλαμβανομένων των αυξανόμενων εντάσεων με τις αστικές ελίτ για τις συντάξεις και το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης, της σταθερής επιδείνωσης των συνθηκών για τους ηλικιωμένους της υπαίθρου, και μιας τοξικής ατμόσφαιρας για τις γυναίκες και τους ξένους, η οποία θα περιορίζει όλο και περισσότερο την άνοδο της χώρας ως παγκόσμια δύναμη.

ΤΟ ΠΕΚΙΝΟ ΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΚΡΑΤΙΑΣ

Οι σοβαρότερες δημογραφικές προκλήσεις της Κίνας [2] εντοπίζονται στις φτωχές αγροτικές περιοχές της. Ο ηλικιωμένος πληθυσμός της χώρας είναι δυσανάλογα συγκεντρωμένος στην ύπαιθρο: το 2020, το 17,7% των κατοίκων της υπαίθρου ήταν 65 ετών και άνω, σε σύγκριση με μόνο το 11,1% στις αστικές περιοχές. Οι αριθμοί αυτοί θα αυξηθούν κατά τις επόμενες δεκαετίες, ασκώντας τεράστια οικονομική και κοινωνική πίεση στις κοινότητες. Ο σχεδιασμός για τις ανάγκες των ηλικιωμένων στην ύπαιθρο θα είναι ένα από τα πιο δύσκολα καθήκοντα που αντιμετωπίζουν οι ηγέτες του Πεκίνου.

Εκ πρώτης όψεως, η Κίνα φαίνεται να είναι μοναδικά καλά εξοπλισμένη για να ανταποκριθεί σε αυτήν την πρόκληση. Εξάλλου, διαθέτει μια τεράστια γραφειοκρατία, στελεχωμένη με ειδικούς οι οποίοι συντάσσουν τακτικά λεπτομερή έγγραφα πολιτικής με εντυπωσιακούς τίτλους, όπως το Μεσοπρόθεσμο και Μακροπρόθεσμο Εθνικό Σχέδιο για την Αντιμετώπιση της Γήρανσης του Πληθυσμού του 2019.

Στην πράξη, ωστόσο, τα σχέδια αυτά συχνά καταρρέουν μπροστά στην σκληρή πολιτική πραγματικότητα της Κίνας. Όπως έχουν καταγράψει ο οικονομολόγος Scott Rozelle και η ερευνήτρια Natalie Hell, τέσσερις δεκαετίες παρόμοιων προσπαθειών για την αντιμετώπιση των αναγκών των παιδιών της υπαίθρου ναυάγησαν στη μαοϊκή κληρονομιά του συστήματος εγγραφής των νοικοκυριών (hukou), το οποίο συνδέει στενά την πρόσβαση των πολιτών σε κοινωνικές παροχές όπως η εκπαίδευση και η υγειονομική περίθαλψη με τον τόπο εγγραφής της οικογένειάς τους. Με τον τρόπο αυτό, εδραίωσε τις ανισότητες μεταξύ των κατοίκων των πόλεων και της υπαίθρου όσον αφορά την λήψη κρατικών πόρων.

Οι ίδιες ανισότητες υπάρχουν και όσον αφορά τους ηλικιωμένους της υπαίθρου. Οι κάτοικοι της υπαίθρου λαμβάνουν μηνιαίες συντάξεις ύψους περίπου 26 δολαρίων, πολύ λιγότερα από τα 506 δολάρια που λαμβάνουν οι αντίστοιχοι κάτοικοι των πόλεων. Οι πόροι υγειονομικής περίθαλψης και η ασφαλιστική κάλυψη είναι ομοίως στρεβλές. Όπως έχουν σημειώσει ο κοινωνιολόγος Yan Long και η γεροντολόγος Lydia Li [3], αυτό το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης δύο ταχυτήτων έχει ως αποτέλεσμα τόσο την «ανισοκατανομή των πόρων υγείας μεταξύ των ηλικιωμένων» όσο και μια δραματική απόκλιση μεταξύ του τρόπου με τον οποίο οι κάτοικοι των πόλεων και της υπαίθρου βλέπουν τις σχέσεις τους με το κράτος: τα άτομα που ζουν στις πόλεις θεωρούν τους εαυτούς τους ως πολίτες με δικαιώματα, ενώ οι κάτοικοι της υπαίθρου θεωρούν τους εαυτούς τους ως «αγρότες ανάξιους κρατικής φροντίδας».