Η Νιγηρία βράζει | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Νιγηρία βράζει

Μπορεί ένας νέος πρόεδρος να κρατήσει την χώρα ενωμένη;
Περίληψη: 

Η απροκάλυπτη εχθρότητα μεταξύ εκείνων οι οποίοι βλέπουν τις εκλογές ως μια γιγαντιαία απάτη που ενορχηστρώθηκε από μια οικονομικά υπονομευμένη εκλογική επιτροπή και εκείνων που επιμένουν ότι οι εκλογές ήταν σε γενικές γραμμές ελεύθερες και δίκαιες υποδηλώνει ότι υπάρχει κάτι βαθύτερο. Οι γενεαλογικές, θρησκευτικές, και εθνοτικές διαιρέσεις που υπερβαίνουν τον τρέχοντα εκλογικό κύκλο έχουν διευρυνθεί από αυτόν, ενισχύοντας τις εντάσεις που απειλούν να αποσταθεροποιήσουν περαιτέρω την χώρα.

Ο EBENEZER OBADARE είναι ανώτερος συνεργάτης στην έδρα Douglas Dillon για τις Αφρικανικές Σπουδές στο Council on Foreign Relations.

Οι γενικές εκλογές του Φεβρουαρίου του 2023 στη Νιγηρία θα έπρεπε να είναι ένας θρίαμβος της δημοκρατίας. Για πρώτη φορά από τότε που η χώρα πέρασε από την στρατιωτική διακυβέρνηση στην πολιτική το 1999, κανένας πρώην στρατηγός του στρατού δεν εμφανίστηκε στο ψηφοδέλτιο για τις προεδρικές εκλογές. Η Νιγηρία είχε ήδη επιτύχει το σημαντικό ορόσημο της ειρηνικής μεταβίβασης της εξουσίας μεταξύ των πολιτικών κομμάτων το 2015, όταν ο Muhammadu Buhari του Κογκρέσου Όλων των Προοδευτικών νίκησε τον νυν πρόεδρο, Goodluck Jonathan, του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος. Και φέτος, ο Μπουχάρι τήρησε τα όρια της θητείας της χώρας και παρέδωσε την σκυτάλη σε ένα άλλο μέλος του κόμματός του, τον Bola Tinubu, ο οποίος θα επικρατούσε σε μια ουσιαστικά αμφίρροπη κούρσα αναμέτρησης τριών [υποψηφίων].

17052023-1.jpg

Υποστηρικτές της αντιπολίτευσης διαμαρτύρονται για το αποτέλεσμα των εκλογών στην Αμπούτζα, στη Νιγηρία, τον Μάρτιο του 2023. Abraham Achirga / Reuters
--------------------------------------------------

Αλλά αντί να γιορτάζουν αυτά τα κρίσιμα σημεία καμπής ως απόδειξη προόδου, πολλοί Νιγηριανοί βράζουν από δυσαρέσκεια και διατυπώνουν φαινομενικά ασυμβίβαστες θέσεις και στις δύο πλευρές ενός βαθύτερου πολιτικού χάσματος. Αμφότεροι οι ηττημένοι υποψήφιοι, ο Ατίκου Αμπουμπακάρ του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος και ο Πίτερ Όμπι του Εργατικού Κόμματος, αμφισβήτησαν τα αποτελέσματα στα δικαστήρια, και μεγάλος αριθμός υποστηρικτών τους βγήκε στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί για αυτό που θεωρούν ως νοθευμένες εκλογές. Εν τω μεταξύ, οι υποστηρικτές του Τινιούμπου, πολλοί από αυτούς μεγαλύτερης ηλικίας, έχουν επιπλήξει τους διαδηλωτές ότι υποδαυλίζουν την αναταραχή και αμαυρώνουν την φήμη της χώρας ως δημοκρατίας [1]. Αυτό που η μια πλευρά βλέπει ως μια ανεπανόρθωτα αμαυρωμένη εκλογή, η άλλη το βλέπει ως απόδειξη δημοκρατικής προόδου.

Με μια πρώτη ματιά, η διαμάχη φαίνεται να πηγάζει από την αντιληπτή κακή συμπεριφορά γύρω από τις εκλογές -ιδιαίτερα από την αποτυχία της ανεξάρτητης εκλογικής επιτροπής της χώρας να ανεβάσει εγκαίρως τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας στην [διαδικτυακή] πύλη της και από αναφορές για κλοπή και καταστολή ψήφων, φυσικό εκφοβισμό, και άλλες παρατυπίες που αμαύρωσαν την αξιοπιστία της ψηφοφορίας. Ωστόσο, η απροκάλυπτη εχθρότητα μεταξύ εκείνων οι οποίοι βλέπουν τις εκλογές ως μια γιγαντιαία απάτη που ενορχηστρώθηκε από μια οικονομικά υπονομευμένη εκλογική επιτροπή και εκείνων που επιμένουν ότι οι εκλογές ήταν σε γενικές γραμμές ελεύθερες και δίκαιες υποδηλώνει ότι υπάρχει κάτι βαθύτερο. Οι γενεαλογικές, θρησκευτικές, και εθνοτικές διαιρέσεις που υπερβαίνουν τον τρέχοντα εκλογικό κύκλο έχουν διευρυνθεί από αυτόν, ενισχύοντας τις εντάσεις που απειλούν να αποσταθεροποιήσουν περαιτέρω την χώρα.

ΧΑΣΜΑ ΓΕΝΕΩΝ

Στο επίκεντρο της μετεκλογικής διαμάχης βρίσκεται το χάσμα μεταξύ δύο πολύ διαφορετικών γενεών. Από τη μια πλευρά είναι οι Νιγηριανοί που ενηλικιώθηκαν κατά την εποχή της στρατιωτικής διακυβέρνησης στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 και εξακολουθούν να φέρουν τα σημάδια του αγώνα για την απομάκρυνση των στρατηγών. Απέναντί τους βρίσκονται νεότεροι, πιο ριζοσπαστικοί Νιγηριανοί, απογοητευμένοι από την αποτυχία της δημοκρατίας της χώρας να βελτιώσει την γενική τους ευημερία. Για την παλαιότερη γενιά, η δημοκρατία της Νιγηρίας είναι σημείο υπερηφάνειας, προϊόν πολλών θυσιών, θλίψης, δακρύων, και αίματος. Κατά την άποψή τους, το σημερινό πολιτικό σύστημα αξίζει υπεράσπισης, με όλα του τα ελαττώματα, και το κεντρικό καθήκον των Νιγηριανών είναι να αξιοποιήσουν τα ομολογουμένως μέτρια επιτεύγματα της δημοκρατίας τους. Θυμούνται τι σημαίνει να ψηφίζεις σε ελεύθερες και δίκαιες εκλογές μόνο και μόνο για να δεις τον στρατό να ακυρώνει τα αποτελέσματα, όπως έκαναν οι στρατηγοί το 1993. Ως αποτέλεσμα, τείνουν να είναι πιο συντηρητικοί και λιγότερο πρόθυμοι να ταράξουν τα νερά, ώστε να μην δώσουν στον στρατό μια δικαιολογία για να επιστρέψει στην εξουσία.

Για τη νεότερη γενιά, ωστόσο, η δημοκρατία της Νιγηρίας ήταν πάντα γεμάτη υποσχέσεις και υστερούσε σε απτά επιτεύγματα. Η ανεργία των νέων αναμένεται να φθάσει το 41% το 2023 και χιλιάδες νέοι φεύγουν στο εξωτερικό σε αναζήτηση εργασίας και εκπαίδευσης κάθε χρόνο. Σύμφωνα με μια έρευνα του Africa Polling Institute του 2022 [2], το 69% των Νιγηριανών δήλωσε ότι θα εγκατέλειπε την χώρα εάν παρουσιαζόταν η κατάλληλη ευκαιρία. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, ότι οι νεότεροι Νιγηριανοί ανυπομονούν να δουν μια αλλαγή στην οικονομική τύχη της χώρας και αποδείξεις για μεγαλύτερες δημόσιες επενδύσεις στην εκπαίδευση, την υγεία, τις υποδομές, και την ασφάλεια. Η ξαφνική άνοδος του Όμπι, ενός λαϊκιστή αυτοαποκαλούμενου αουτσάιντερ που υποσχέθηκε να καταστήσει την πολιτική ελίτ υπεύθυνη για τις αποτυχίες της, μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί από αυτές τις επιθυμίες. Παρόλο που τελικά έχασε, ενεργοποίησε τους νέους ψηφοφόρους και μετέτρεψε αυτό που διαμορφωνόταν να είναι μια βαρετή κούρσα μεταξύ δύο εβδομηντάχρονων ηγετών βαθιά εδραιωμένων κομμάτων σε μια στενή αναμέτρηση.

Η άνοδος του «Obi-dient», όπως είναι γνωστοί οι πιστοί του Όμπι, σηματοδότησε την είσοδο αυτής της ριζοσπαστικής γενιάς στην πολιτική διαδικασία. Σύμφωνα με την εκλογική επιτροπή, περισσότεροι από τους μισούς νέους ψηφοφόρους που εγγράφηκαν κατά την προεκλογική περίοδο ήταν μεταξύ 18 και 34 ετών και μόλις το 19% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων ήταν ηλικίας μεταξύ 50 και 69 ετών. Με άλλα λόγια, ένα μεγάλο ποσοστό όσων ψήφισαν στις προεδρικές εκλογές -και στην συνέχεια απογοητεύτηκαν από το αποτέλεσμά τους- δεν είχαν γεννηθεί ή φορούσαν ακόμη πάνες το 1993, όταν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ψηφοφόροι κατέβηκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν για τις ακυρωμένες προεδρικές εκλογές.