20 χρόνια από τον πόλεμο στο Ιράκ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

20 χρόνια από τον πόλεμο στο Ιράκ

Αποτιμώντας τη μεγαλύτερη τραγωδία στην αμερικανική εξωτερική πολιτική
Περίληψη: 

Η συμπλήρωση 20 ετών από την διεξαγωγή του πολέμου των ΗΠΑ εναντίον του Ιράκ επιτρέπει την εξαγωγή ψύχραιμων και αντικειμενικών συμπερασμάτων. Η επιθετική εκείνη ενέργεια της Ουάσινγκτον έπληξε όχι μόνο το Ιράκ το οποίο περιέπεσε σε κατάσταση αποτυχημένου κράτους -από την οποία ακόμη δεν έχει ακόμα αρθεί- αλλά και τις ίδιες τις ΗΠΑ και την θέση τους στον κόσμο.

Ο ΠΕΤΡΟΣ ΤΑΣΙΟΣ είναι Διεθνολόγος με ειδίκευση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική.

Στην αυγή του 21ου αιώνα οι ΗΠΑ διένυαν την δεύτερη δεκαετία της μονοπολικής εποχής. Υπερείχαν σε όλους τους τομείς και είχαν την δυνατότητα να προβάλουν την ισχύ τους και να προωθούν τα συμφέροντά τους σε όλο τον πλανήτη. Η διευθέτηση των μεγάλων διεθνών προβλημάτων και κρίσεων γίνονταν με την πρωτοβουλία και την ανάληψη δράσης από την αμερικανική πλευρά. Τότε, την προεδρία ανέλαβε ο Τζορτζ (Ουόκερ) Μπους (20.01.2001) με στόχο την συνέχιση της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας στο διεθνές σύστημα μέσα σε ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες, αποτέλεσμα των επιτυχημένων επιλογών των προκατόχων του στις εξωτερικές υποθέσεις.

04082023-1.jpg

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, κηρύσσει το τέλος του πολέμου στο Ιράκ κατά την διάρκεια μιας ομιλίας προς το πλήρωμα του αεροπλανοφόρου USS Abraham Lincoln καθώς κατευθυνόταν προς το Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνια, σε αυτή την φωτογραφία αρχείου της 1ης Μαΐου 2003. Larry Downing/Reuters
----------------------------------------------------------------

Ο πατέρας του, Τζορτζ (Χέρμπερτ) Μπους, ανταποκρίθηκε εξαιρετικά για την πολιτική και ηθική καθοδήγηση των ΗΠΑ. Η έναρξη της παγκόσμιας αμερικανικής υπεροχής (25.12.1991) συνέπεσε με αλλεπάλληλες αναστατώσεις και κρίσεις σε όλη την Ευρασία που δεν είχαν ιστορικό προηγούμενο τις οποίες και διαχειρίστηκε αριστοτεχνικά. Η «νέα παγκόσμια τάξη» αντιπροσώπευε την αναζήτηση της παραδοσιακής σταθερότητας. Αξιοποιώντας τη μοναδική πολιτική επιρροή και ηθική νομιμοποίηση της χώρας του άφησε την εξουσία έχοντας κερδίσει πρωτοφανή παγκόσμιο σεβασμό. Ο Μπιλ Κλίντον αντικατέστησε τη «νέα παγκόσμια τάξη» με την ιδέα της «αμετάκλητης παγκοσμιοποίησης» ως το νέο όραμα στην εξωτερική πολιτική. Ήρθε αντιμέτωπος με ένα πλήθος ανόμοιων μεταξύ τους και ενίοτε τεμνόμενων διεθνών προβλημάτων, αφού σχεδόν αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας υπήρξαν ξεσπάσματα βίας σε πολλά μέρη του κόσμου. Η αποτελεσματική αντιμετώπισή τους σε συνδυασμό με τη νεανικότητα, την ευφυΐα, και την ευγλωττία του τον κατέστησαν σύμβολο μιας καλών προθέσεων αλλά ταυτόχρονα ισχυρής Αμερικής, και αποδεκτό παγκόσμιο ηγέτη.

Η έναρξη της διακυβέρνησης από τον Τζορτζ Μπους (τον νεότερο), ο οποίος υπήρξε ο τρίτος κατά σειρά πρόεδρος μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, έγινε σε μια εποχή όπου οι ΗΠΑ ήταν ακόμη παντοδύναμες και αποδεκτές, ενώ οι συμμαχικές τους σχέσεις ήταν ουσιαστικά υγιείς. Προεκλογικά εξέφρασε την ανάγκη για μια εξωτερική πολιτική συνετή και μη επεμβατική [1] ως προς την αλλαγή πολιτικών συστημάτων απολυταρχικών χωρών, που δεν ήταν συμβατές με το Δυτικό σύστημα αξιών και αντιστρατεύονταν τα αμερικανικά συμφέροντα. Αναφέρθηκε στον «ευδιάκριτο αμερικανικό διεθνισμό» ως προοπτική της εξωτερικής πολιτικής που οραματιζόταν [2]. Με την ανάληψη των καθηκόντων του εξέφρασε τις προθέσεις του για μια εξωτερική πολιτική συνεργατική και συναινετική με τους συμμάχους, χωρίς λήψη μονομερών αποφάσεων [3]. Στις προτεραιότητές του ήταν, μεταξύ άλλων, η αποτροπή της διάδοσης των όπλων μαζικής καταστροφής η οποία αναγνωρίστηκε ως πρόκληση για την παγκόσμια ασφάλεια.

Έχοντας περιορισμένη γνώση για τα διεθνή δρώμενα επέλεξε ως στενούς συνεργάτες του πρόσωπα εγνωσμένης αξίας και κύρους που η πορεία τους άφηνε να εννοηθεί την συνέχιση του ρεαλισμού που είχε χαρακτηρίσει την εξωτερική πολιτική του Τζορτζ Μπους (τον πρεσβύτερο). Αντιπρόεδρος ήταν ο Ντικ Τσέινι, πρώην Υπουργός Άμυνας του πατέρα του. Υπουργός Εξωτερικών, ο Κόλιν Πάουελ που υπήρξε αρχηγός του μικτού επιτελείου ενόπλων δυνάμεων στην κυβέρνηση Μπιλ Κλίντον. Υπουργός Άμυνας διορίστηκε ο Ντόναλντ Ράμσφελντ που είχε καταλάβει ακριβώς την ίδια θέση επί προεδρίας Τζέραλντ Φορντ. Τέλος, Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας ήταν η Κοντολίζα Ράις που υπήρξε μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας επί Τζορτζ Μπους. Η ομάδα αυτή, που ξεπερνούσε κατά πολύ τον νέο πρόεδρο σε αρχαιότητα και εμπειρία, αρχικά εστίασε την προσοχή της στους ανολοκλήρωτους στόχους της πυραυλικής άμυνας, τον στρατιωτικό μετασχηματισμό, και τις σχέσεις μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Όσα δηλαδή είχε ξεκινήσει ο Τζορτζ Μπους (ο πρεσβύτερος). Η διασπορά των πυρηνικών όπλων και η τρομοκρατία δεν βρίσκονταν ψηλά στην ατζέντα, με την Κοντολίζα Ράις να απορρίπτει μια πρώιμη προειδοποίηση των μυστικών υπηρεσιών περί πιθανών τρομοκρατικών πληγμάτων ως «ιστορική» μελέτη, κατά κύριο λόγο [4].

ΤΑ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΑ ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ ΤΗΣ 11ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2001

Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 αποτέλεσαν συγκλονιστικό γεγονός κομβικής σημασίας που άλλαξε άρδην τις προτεραιότητες και τον σχεδιασμό της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Οι ΗΠΑ αιφνιδιάστηκαν συνειδητοποιώντας την τρωτότητά τους. Είχαν συμπληρωθεί μόλις οκτώ μήνες διακυβέρνησης από τον Τζορτζ Μπους και ακόμη δεν ήταν εμφανής η στρατηγική που θα ακολουθείτο υπό τη νέα διοίκηση στην διεθνή σκακιέρα.

Ο «Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας» ξεκίνησε μονοπωλώντας τον αμερικανικό πολιτικό σχεδιασμό για τις εξωτερικές υποθέσεις την πρώτη τετραετία της προεδρικής θητείας.

Η Eξουσιοδότηση για την Χρήση Στρατιωτικής Δύναμης Εναντίον των Τρομοκρατών (Authorization for Use of Military Force Against Terrorists) [5], που ψηφίστηκε από το Κογκρέσο (14.9.2001) [6] και υπογράφηκε από τον Αμερικανό πρόεδρο (18.9.2001), αποτέλεσε την πρώτη και άμεση αντίδραση. Ο Τζορτζ Μπους στην ομιλία του στο Κογκρέσο (20.9.2001) αμέσως μετά τα δραματικά γεγονότα, αναφέρθηκε στον Οσάμα Μπιν Λάντεν και στην Αλ Κάιντα, δίνοντας τελεσίγραφο στο καθεστώς των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν να «παραδώσουν τους τρομοκράτες ή να συναντήσουν τη μοίρα τους. Ο Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας ξεκινά με την Αλ Κάιντα αλλά δεν τελειώνει εκεί. Δεν θα τελειώσει μέχρι κάθε παγκόσμια τρομοκρατική ομάδα βρεθεί, εμποδιστεί, και νικηθεί» [7]. Η εισβολή στο Αφγανιστάν πραγματοποιήθηκε πριν ακόμη συμπληρωθεί ένα μήνας από τα τρομοκρατικά χτυπήματα (7.10.2001).