Η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδος-Αιγύπτου
Η Ελλάδα και η Αίγυπτος συνιστούν πολιτικό ανάχωμα στον αναθεωρητισμό και τον θρησκευτικό εξτρεμισμό, διαθέτουν σημαντική περιφερειακή γεωπολιτική επιρροή και στρατιωτική ισχύ, και επιθυμούν να βελτιστοποιήσουν την οικονομική τους κατάσταση και την ευημερία των πολιτών τους, εκμεταλλευόμενες τις ποσότητες των υδρογονανθράκων που ανακαλύπτονται στον υποθαλάσσιο χώρο της κυριαρχίας και των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων.
Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ Κ. ΠΑΝΑΓΟΣ είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδος.
Καθώς το έργο εντάσσεται στην γενικότερη στρατηγική της Ένωσης για την κλιματική ουδετερότητα 2050, τους στόχους της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας (EU Green Deal), αλλά και τον σκοπό των ενωσιακών κατευθύνσεων RΕPowerEU [2], ο φορέας αιτήθηκε την ένταξη του έργου στην κατηγορία των Έργων Κοινού Ενδιαφέροντος (Projects of Common Interest, PCIs). Πρόκειται για έργα, τα οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει κατατάξει ως τέτοια βασικής προτεραιότητας για την διασύνδεση της υποδομής του ενεργειακού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτά τα έργα είναι επιλέξιμα για να λάβουν δημόσιους πόρους. Η χωρητικότητα της διασύνδεσης θα είναι 3.000 MW και η ροή της ενέργειας θα είναι αμφίδρομη.
ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Το έργο πρόκειται να μεταφέρει «πράσινη» ηλεκτρική ενέργεια στο σύνολό του, τμήμα της οποίας θα καταναλωθεί από την βιομηχανία στο πλαίσιο της μείωσης του ενεργειακού της κόστους. Ένα άλλο τμήμα θα χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή υδρογόνου από ανανεώσιμες πηγές («πράσινο υδρογόνο»), ενώ ένα άλλο τμήμα της διακινούμενης ενέργειας θα διοχετεύεται στην ΕΕ. Υπό την έννοια αυτή, η διακινούμενη «καθαρή» ενέργεια θα συμβάλει στην επίτευξη των στόχων της ΕΕ για απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και το ρωσικό φυσικό αέριο. Εκτιμάται ότι με την αφικνούμενη στην Ευρώπη «πράσινη» ενέργεια θα μειωθούν οι εκπομπές του CO2 κατά 9-10 εκατ. τόνους σε ετήσια βάση. Από πλευράς απεξάρτησης από το φυσικό αέριο, υπολογίζεται ότι η διακινούμενη μέσω της διασύνδεσης ηλεκτρική ενέργεια θα μπορεί να αντικαταστήσει 4,5 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, ήτοι το μεγαλύτερο τμήμα της ζήτησης αερίου στην χώρα μας [3]. Συνέπεια τούτου θα είναι η σημαντική μείωση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας στον καταναλωτή κάθε κατηγορίας, ενώ το έργο θα προσφέρει και νέες θέσεις εργασίας.
ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Το έργο ικανοποιεί το κριτήριο που τίθεται στις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 347/2013 [4], αναφορικά με την ενίσχυση της δυναμικότητας μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και ειδικότερα για την χώρα μας ενισχύει την δυναμικότητα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας σε γειτονικές μας χώρες (κυρίως Ιταλία και Βουλγαρία) κατά 700 MW και επομένως βρίσκεται στο πεδίο του ενδιαφέροντος της ΕΕ, στο πλαίσιο της ενεργειακής της στρατηγικής. Για τον λόγο αυτό εκτιμάται ότι θα ενταχθεί στην κατηγορία Έργων Κοινού (ενωσιακού) Ενδιαφέροντος, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε. Ακολούθως, το έργο έχει ενταχθεί στο Δεκαετές Πρόγραμμα Ανάπτυξης του ENTSO-e [5]. Περαιτέρω, η διασύνδεση πρόκειται να λάβει τις αναγκαίες αδειοδοτήσεις από τον Ρυθμιστή και άλλες Αρχές, ενώ για την υλοποίηση της διασύνδεσης είναι προφανής η συνεργασία τόσο των δυο Ρυθμιστών όσο και των δυο Διαχειριστών Μεταφοράς, Ελλάδος και Αιγύπτου. Η σύναψη του μνημονίου συνεργασίας μεταξύ των δυο χωρών θα συμβάλει αποφασιστικά στην υπερπήδηση των όποιων γραφειοκρατικής φύσης εμποδίων προκύψουν στα επιμέρους στάδια των αδειοδοτήσεων. Ανεξαρτήτως, αν το έργο πρόκειται να κατασκευαστεί και λειτουργήσει μεταξύ ενός κράτους-μέλους και μια τρίτης χώρας, δεν παύει να εξυπηρετεί υπέρτατο σκοπό ενωσιακού δημοσίου συμφέροντος και επομένως πρέπει να τύχει προτεραιότητας από τις αρμόδιες Αρχές, ενώ τα αναφυόμενα προβλήματα πρέπει να επιλύονται άμεσα.
Η όδευση της διασύνδεσης είναι, όπως ήδη έχει εκτεθεί, υποθαλάσσια, θεωρουμένου μάλιστα του στοιχείου τούτου ως πλεονεκτήματος του έργου. Είναι δε προσεκτικά σχεδιασμένη προς αποφυγήν διεθνών εμπλοκών. Η διασύνδεση θα διέλθει από την οριοθετημένη ΑΟΖ Ελλάδος-Αιγύπτου και θα εισέλθει (ίσως) στην ανοικτή θάλασσα για να καταλήξει στα ελληνικά εθνικά ύδατα. Κατά την (ενδεχόμενη) διέλευσή της από την ανοικτή θάλασσα θα τύχουν εφαρμογής οι σχετικές διατάξεις του Δικαίου της Θάλασσας, ενώ (η διέλευση) δεν θα επηρεαστεί από το λεγόμενο τουρκο-λιβυκό «μνημόνιο», δεδομένου ότι αυτό είναι ανυπόστατο, για τους λόγους που έχουν επαρκώς αναλυθεί σε διεθνές επίπεδο (π.χ. έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας της προσωρινής κυβέρνησης της Λιβύης για την υπογραφή του, μη έγκρισή του από το Λιβυκό Κοινοβούλιο, μη δυνατότητα επίκλησής του έναντι των τρίτων μη συμβαλλομένων μερών κλπ.).
ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Το έργο προσφέρει μια σειρά σοβαρών πλεονεκτημάτων για αμφότερες τις χώρες, αλλά και για την ΕΕ γενικότερα. Καταρχάς, ενισχύει την ασφάλεια εφοδιασμού σε αμφότερα τα ηλεκτρικά συστήματα (Ελλάδος και Αιγύπτου). Ακολούθως, παρέχει εναλλακτικές πηγές ενέργειας, η διαφοροποίηση των οποίων συμβάλλει στην εξυπηρέτηση των στόχων για την κλιματική αλλαγή. Με την «πράσινη» ενέργεια που θα διακινείται μέσω της διασύνδεσης θα υπάρξει μερική απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, τα οποία, πέραν της περιβαλλοντικής τους επιβάρυνσης, προκαλούν οικονομικά και γεωπολιτικά προβλήματα στις χώρες καταναλωτές, όπως η Ελλάδα. Στην συνέχεια, με την προτεινόμενη διασύνδεση θα ενωθεί ενεργειακώς η Αφρική με την Ευρώπη, πράγμα σημαντικό για την διακίνηση της ενέργειας που παράγεται εκεί και παραλλήλως η Αίγυπτος θα μετατραπεί σε έναν σημαντικό εξαγωγέα «πράσινης» ενέργειας στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, ενώ (το έργο) θα επικουρήσει στην σύγκλιση του Αιγυπτιακού Ρυθμιστικού Πλαισίου με το ενωσιακό κεκτημένο, όπως αυτό διατυπώθηκε στο Σύμφωνο Συνεργασίας μεταξύ ΕΕ και Αιγύπτου τον Απρίλιο του 2018 [6].