Η μεθεπόμενη ημέρα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η μεθεπόμενη ημέρα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις

Ο τουρκικός αναθεωρητισμός, το Διεθνές Δίκαιο, και η Δύση*
Περίληψη: 

Η πολιτική κατευνασμού και ίσων αποστάσεων που ακολούθησε η Δύση έναντι της Τουρκίας όχι μόνο δεν εξασφάλισε την ουδετερότητα, αντίθετα, ευνόησε και ενθάρρυνε την παραβατική Τουρκία να συνεχίζει τις αυθαιρεσίες της καθιστώντας την ίση με την αναιτίως πληττόμενη Ελλάδα, αλλά επιτάχυνε και την αποστασία της Άγκυρας προς την Ευρασία και την εν γένει ανεξέλεγκτη διεθνή της ασυδοσία.

Ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΠΛΑΤΙΑΣ είναι Ταξίαρχος ε.α. Υπηρέτησε στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας ως Διευθυντής Πολιτικής Εθνικής Άμυνας, και στην Διεύθυνση Διεθνών Σχέσεων, ως Τμηματάρχης Διμερών Αμυντικών Συνεργασιών και ως επικεφαλής Γραφείου ΝΑΤΟ και Διεθνών Οργανισμών. Είναι απόφοιτος του NATO Defence College, και άλλων σχολών του εσωτερικού και του εξωτερικού και κατέχει Μεταπτυχιακό Τίτλο Σπουδών στη Διοίκηση Επιχειρήσεων από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Έχει υπηρετήσει σε διάφορα Επιτελεία και Μονάδες του εσωτερικού καθώς και στην Τουρκία, στην Κύπρο, και στην Βοσνία - Ερζεγοβίνη. Είναι επικεφαλής της επιτροπής Άμυνας-Ασφάλειας στο Ινστιτούτο Εξωτερικών Υποθέσεων.

Οι σχεδόν ταυτόχρονες εκλογές σε Τουρκία και Ελλάδα σε συνδυασμό με τα τραγικά συμβάντα των καταστροφικών σεισμών και του σιδηροδρομικού δυστυχήματος αντίστοιχα, δημιούργησαν ένα παράθυρο ευκαιρίας προσωρινής άμβλυνσης της έντασης που μονομερώς προκαλείται και κλιμακώνεται συστηματικά εδώ και δεκαετίες από την Άγκυρα εις βάρος της Αθήνας. Αυτή η «διπλωματία των σεισμών» διόγκωσε τα συναισθήματα και τους ευσεβείς πόθους κάποιων Ελλήνων μετατρέποντάς τα σε υπέρμετρη αισιοδοξία για βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων την οποία συνδύαζαν με την πιθανότητα εκλογής Κιλιτσντάρογλου. Όσους πίστεψαν κάτι τέτοιο, τους επανέφεραν στην πραγματικότητα πρώτα οι δηλώσεις υψηλόβαθμων Τούρκων αξιωματούχων που επαναβεβαίωναν τις τουρκικές θέσεις και διεκδικήσεις και, αμέσως μετά, η επανεκλογή του Ερντογάν στο προεδρικό αξίωμα.

21082023-1.jpg

Γυναίκες επιδεικνύουν σημαίες με εικόνες του Τούρκου προέδρου, Ταγίπ Ερντογάν, πριν από τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, στην Κωνσταντινούπολη, στις 25 Μαΐου 2023. REUTERS/Murad Sezer
-------------------------------------------------------------------------

Εφόσον μέχρι τις επαναληπτικές εκλογές της 25ης Ιουνίου δεν επιχειρηθεί από την Τουρκία η δημιουργία κάποιου τετελεσμένου [1], με το θέρος του 2023 θα εκπνεύσει και το προσωρινό μορατόριουμ και τα ελληνοτουρκικά θα επιστρέψουν στην καθημερινή τους διάσταση που έχει προσδιοριστεί από την επιλογή της Τουρκίας να συντηρεί ένα καθεστώς έντασης στο Αιγαίο και να μην υπαναχωρεί από τις παλαιότερες αλλά αντίθετα να προσθέτει νέες μονομερείς διεκδικήσεις. Θα ήταν αφελές να πιστέψουμε ότι η διπλωματία των σεισμών είναι αρκετή για να αναστρέψει ουσιαστικά το κλίμα έντασης μεταξύ των δύο χωρών και να επαναφέρει την Τουρκία στην διεθνή τάξη και νομιμότητα. Αυτό ο Ερντογάν θα το πράξει μόνον εφόσον σταθμίσει ότι έχει εύλογο συμφέρον, κάτι το οποίο για τον Τούρκο πρόεδρο δε συντρέχει επί του παρόντος αφού η επιλογή του να κλιμακώσει έτι περαιτέρω τις τουρκικές διεκδικήσεις κατά την προηγούμενη θητεία του απέδωσε εκλογικά και λειτούργησε θετικά ως προς την ενίσχυση του αφηγήματός του για τον «αιώνα της Τουρκίας».

Επειδή τα ελληνοτουρκικά δεν περιορίζονται σε συνήθεις διακρατικές διαφωνίες αλλά προσδιορίζονται από τις μη ρεαλιστικές και υπερβολικές τουρκικές διεκδικήσεις τις οποίες θέτει μονομερώς και στις οποίες έχει αυτοπαγιδευτεί πολιτικά πρώτη η Άγκυρα, έχοντας σύρει σε αυτές την Αθήνα, η επικράτηση του Ερντογάν στην Τουρκία αποτελεί πιο προσδιοριστικό παράγοντα για την εφεξής εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων από το ποιό κόμμα θα επικρατούσε στην Ελλάδα. Αυτό συμβαίνει διότι δεν είναι η Αθήνα που δημιουργεί και συντηρεί την ένταση αλλά η Τουρκία και άρα την πρωτοβουλία κλιμάκωσης ή αποκλιμάκωσής τη διαθέτει κατά το μείζον η τελευταία.

Η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να αποφεύγει το διάλογο αλλά γι΄ αυτό χρειάζονται δύο πλευρές. Με βάση την δυναμική που θα προκύψει στις δύο χώρες μετά την ανανέωση της λαϊκής εντολής και δεδομένων των προσδοκιών που έχουν καλλιεργήσει και οι δύο διαφαινόμενοι νικητές των εκλογών το πλέον πιθανό είναι να υπάρξουν οι απαραίτητες επαφές για επανεκκίνηση του διαλόγου.

Ως αναμένεται, η επόμενη μέρα των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα χαρακτηριστεί από το modus operandi που έχει παγιωθεί εδώ και δεκαετίες στην λειτουργική διαχείρισή τους. Σε περίπτωση που ο Ερντογάν ξεπεράσει την μήνιν του, ενδεχομένως κάποια στιγμή να πραγματοποιηθεί μια συνάντηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό ώστε να επανεκκινηθούν οι σε επίπεδο κορυφής οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες. Αυτές θα μπορούσαν να συνοδευτούν από την σύγκληση του Ανώτατου Συμβούλιου Συνεργασίας, την επανάληψη του 65ου γύρου διερευνητικών επαφών των Υπουργείων Εξωτερικών και των συζητήσεων σε επίπεδο Υπουργείων Άμυνας για τρόπους μείωσης της έντασης στο Αιγαίο, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 2019, στο πλαίσιο των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης [2].

Μετά από τις παραπάνω επαφές οι αντιπροσωπείες των δύο χωρών θα καταλήξουν ενδεχομένως σε συμφωνίες για ανώδυνα θέματα χαμηλής πολιτικής, και σε ό,τι αφορά στα σοβαρότερα θέματα στο γνωστό συμπέρασμα πως «συμφωνούμε ότι διαφωνούμε». Και τότε είναι που θα ξεκινήσουν ουσιαστικές ζυμώσεις για τη μεθεπόμενη μέρα στην κατεύθυνση της επαναδιαμόρφωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Η ΤΟΥΡΚΙΑ

Για να κατανοήσουμε τις επιλογές της Τουρκίας για την εφεξής στάση της απέναντι στην Ελλάδα θα πρέπει πολύ σύντομα να δούμε τους λόγους που οδήγησαν στην επικράτηση του Ερντογάν στις πρόσφατες εκλογές και οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό θα επηρεάσουν τις αποφάσεις του.

Ο Τούρκος πρόεδρος επιβραβεύθηκε από τον λαό της Τουρκίας διότι μεταξύ άλλων παραγόντων στηρίχθηκε πολύ περισσότερο στο συναίσθημα του μέσου εκλογέα από όσο στην πραγματικότητα της πληθωριστικής καθημερινότητας. Έχοντας ως μεγαλύτερο όπλο του τον έλεγχο της πληροφόρησης [3], αξιοποίησε βασικά διαχρονικά συναισθηματικά, κοινωνιολογικά, θρησκευτικά [4], πολιτισμικά, και πολιτικά χαρακτηριστικά των Τούρκων όπως την ανάγκη τους να διαθέτουν έναν στιβαρό και δυναμικό ηγέτη -ακόμα κι αν αυτός είναι δεσποτικός-, καθώς και την ανάγκη του τουρκικού λαού για αναβάθμιση του αισθήματος εθνικής ιδιαιτερότητας και υπερηφάνειας μέσω της υλοποίησης του οράματος της εθνικής, περιφερειακής, και παγκόσμιας αναγνώρισης καθώς και αυτονομίας της Τουρκίας, σε τέτοιο βαθμό που αναπτύσσει μια δυναμική εξωτερική πολιτική, μη διστάζοντας να αναλάβει ακόμη και το ρίσκο πραγματοποίησης εντυπωσιακής στροφής προς παραδοσιακούς και αναδυόμενους αντιπάλους της Δύσης, όπως η Ρωσία και η Κίνα.