Η νέα κρίση στο Νταρφούρ
Δεν υπάρχει καμία ένδειξη σοβαρής διεθνούς προσπάθειας για την επίλυση της κρίσης στο Σουδάν. Έχουν γίνει μόνο ημιτελείς προσπάθειες διαμεσολάβησης. Καμία δεν έχει σημειώσει πρόοδο ή δεν έχει δώσει προσοχή στο Νταρφούρ. Όταν η ΓΣ του ΟΗΕ θα συνεδριάσει στη Νέα Υόρκη αυτήν την εβδομάδα, οι Αφρικανοί ηγέτες θα συγκεντρωθούν στο παρασκήνιο για να συζητήσουν για το Σουδάν. Ετούτη είναι η ευκαιρία γι' αυτούς, και για τον ΟΗΕ, να δείξουν ότι οι ατζέντες της ειρήνευσης και της προστασίας των πολιτών είναι ακόμα ζωντανές.
Ο ALEX DE WAAL είναι εκτελεστικός διευθυντής του World Peace Foundation στην Σχολή Νομικής και Διπλωματίας Fletcher του Πανεπιστημίου Tufts και συν-συγγραφέας, μαζί με τους Willow Berridge, Justin Lynch, και Raga Makawi, του βιβλίου με τίτλο Sudan’s Unfinished Democracy: The Promise and Betrayal of a People’s Revolution [1].
Το 2003, οι μαζικές φρικαλεότητες στην περιοχή του Νταρφούρ στο Σουδάν συγκλόνισαν τον κόσμο. Ένας συνασπισμός οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων κινητοποιήθηκε ως απάντηση, κατηγορώντας τον Σουδανό πρόεδρο, Ομάρ αλ Μπασίρ, και την πολιτοφυλακή του Janjaweed για γενοκτονία. Αν και τα Ηνωμένα Έθνη έστειλαν τελικά στρατεύματα για την προστασία των Σουδανών πολιτών, η αντίδραση ήταν πολύ αργή.
Μια Σουδανέζα κρατά την κόρη της στα περίχωρα του Adre, στο Τσαντ, τον Ιούλιο του 2023. Zohra Bensemra / Reuters
--------------------------------------------
Σήμερα, το Σουδάν μαστίζεται και πάλι από τον πόλεμο και οι φρικαλεότητες συμβαίνουν σε ανάλογη κλίμακα στο Νταρφούρ. Οι διάδοχοι των Janjaweed είναι οι Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης (Rapid Support Forces, RSF) και σκοτώνουν, βιάζουν, και λεηλατούν τις ίδιες κοινότητες των κατοίκων του Νταρφούρ. Η διεθνής αντίδραση στον πόλεμο ήταν παγωμένη και η αντίδραση στην κατάσταση στο Νταρφούρ όλο και πιο αργή. Είναι έτσι παρά το γεγονός ότι αυτό που συμβαίνει στο Σουδάν είναι άμεσο αποτέλεσμα της πρώτης κρίσης του Νταρφούρ, η οποία έφερε στο προσκήνιο τις RSF και τον ηγέτη τους, στρατηγό Mohamed Hamdan Dagolo, γνωστό ως Χεμεντί.
Ο Hemedti ήταν κατώτερος διοικητής των Janjaweed πριν από 20 χρόνια, όταν η κυβέρνηση του Μπασίρ ανακήρυξε ουσιαστικά το Νταρφούρ σε μια ζώνη χωρίς ηθική, όπου η ατιμωρησία ήταν ο μόνος κανόνας. Μετά τις σφαγές ήρθε η αναρχία και στην συνέχεια η διακυβέρνηση από τους νέους επικυρίαρχους των Janjaweed του Νταρφούρ, που αργότερα επισημοποιήθηκαν ως RSF, ένα παραστρατιωτικό σκέλος της κυβέρνησης. Οι RSF του Χεμεντί έχουν μαχητική ικανότητα ίση με εκείνη των επίσημων σουδανικών ενόπλων δυνάμεων, των οποίων ηγείται ο στρατηγός, Αμπντέλ Φατάχ αλ-Μπουρχάν. Οι δύο στρατηγοί έδρασαν από κοινού για την ανατροπή του Μπασίρ τον Απρίλιο του 2019 και στην συνέχεια έζησαν σε δύσκολη συνεργασία με μια πολιτική κυβέρνηση. Τον Οκτώβριο του 2021, ένωσαν και πάλι τις δυνάμεις τους σε ένα στρατιωτικό πραξικόπημα. Οι σχέσεις διαλύθηκαν και, από τον Απρίλιο, οι RSF μάχονται με τον σουδανικό στρατό για την εξουσία στους δρόμους του Χαρτούμ.
Οι ειρηνευτικές πρωτοβουλίες που προτάθηκαν από τους γείτονες του Σουδάν και τις Ηνωμένες Πολιτείες επικεντρώθηκαν στον τερματισμό των μαχών στην πρωτεύουσα. Έχουν παραβλέψει την κατάσταση στο Νταρφούρ, όπου οι RSF και οι τοπικοί σύμμαχοί τους έχουν επανεκκινήσει την ανολοκλήρωτη εκστρατεία εθνοκάθαρσης. Τα Ηνωμένα Έθνη και η Αφρικανική Ένωση -που μέχρι τώρα προφανώς αγνοούσαν την σφαγή, την εθνοκάθαρση, και την διαφαινόμενη μαζική πείνα- θα πρέπει να απειλήσουν τις RSF με τιμωρητική δράση και να στείλουν στρατιωτικούς συμβούλους για να υποστηρίξουν μια δύναμη πολιτικής προστασίας που θα προέρχεται από τις κοινότητες του Νταρφούρ.
ΜΙΑ ΤΑΡΑΓΜΕΝΗ ΠΕΡΙΟΧΗ
Η βία που ξεκίνησε στο Νταρφούρ το 2003 είχε τρεις αιτίες. Η πρώτη ήταν η γεωγραφία του Νταρφούρ. Πρόκειται για μια τεράστια και φτωχή περιοχή, η οποία πήρε το όνομά της από το ιστορικό σουλτανάτο των Φουρ, οι οποίοι αποτελούν το ένα τέταρτο του πληθυσμού. Μια ντουζίνα άλλες αυτόχθονες ομάδες αποκαλούν επίσης το Νταρφούρ σπίτι τους, οι μεγαλύτερες από τις οποίες είναι οι Μασαλίτ και οι Ζαγκάουα. Το Νταρφούρ φιλοξενεί επίσης αραβικές φυλές, οι οποίες είναι κυρίως κτηνοτρόφοι στον ξηρότερο βορρά και στις σαβάνες στα νότια, οι πρόγονοι των οποίων μετανάστευσαν στην περιοχή πριν από αιώνες. Μαζί, αντιπροσωπεύουν το 40% του πληθυσμού.
Παραμελημένος από διαδοχικές σουδανικές κυβερνήσεις και πληττόμενος από την ξηρασία, ο κοινωνικός ιστός του Νταρφούρ άρχισε να διαλύεται την δεκαετία του 1980. Ο πληθυσμός αυξήθηκε γρήγορα, εν μέρει λόγω του υψηλού ποσοστού γεννήσεων, αλλά και επειδή οι Άραβες νομάδες της Σαχάρας μετανάστευσαν στο Νταρφούρ σε αναζήτηση γης. Η εύθραυστη συνύπαρξη αγροτών και κτηνοτρόφων άρχισε να καταρρέει. Οι εθνοτικές συγκρούσεις έφεραν αντιμέτωπες τις φυλές Fur, Masalit, και Zaghawa με τις αραβικές φυλές. Η βία κλιμακώθηκε, με αποκορύφωμα την πυρκαγιά του 2003-05, η οποία κόστισε την ζωή σε περισσότερους από 300.000 ανθρώπους.
Μέχρι το 2009, οι έντονες συγκρούσεις είχαν υποχωρήσει, αλλά η ειρήνη δεν ήταν ορατή. Αντιπρόσωποι υψηλού επιπέδου της Αφρικανικής Ένωσης ταξίδεψαν σε όλο το Νταρφούρ και πέρασαν 40 ημέρες σε συναντήσεις σε δημαρχεία, ακούγοντας τις εμπειρίες, τις αναλύσεις, και τα παράπονα των κατοίκων. Τα μέλη όλων των κοινοτήτων συμφώνησαν ότι έπρεπε να αντιμετωπιστεί ένα πολύπλοκο κουβάρι διαφορών, ιδίως εκείνων που αφορούσαν την γη και την τοπική διοίκηση. Απαιτήθηκε τοπική επίλυση των συγκρούσεων. Οι κοινότητες διέθεταν ένα παραδοσιακό σύστημα διαμεσολάβησης, που διοικείτο από τους πρεσβύτερους και το οποίο οι Νταρφούρι συμφωνούσαν ότι εξακολουθούσε να είναι κατάλληλο για τον σκοπό του. Η κυβέρνηση του Σουδάν έπρεπε απλώς να δώσει το πράσινο φως. Αλλά ο Μπασίρ δεν δεσμεύτηκε. Αντ' αυτού, έπαιξε με το διαίρει και βασίλευε, φοβούμενος ότι οι ενωμένοι Νταρφούρι θα αμφισβητούσαν την εξουσία του.
Οι τοπικές συγκρούσεις έγιναν πιο θανατηφόρες λόγω ενός δεύτερου παράγοντα: του εμφυλίου πολέμου στο Τσαντ, που διήρκεσε δεκαετίες και ξεκίνησε το 1966. Εντάθηκε την επόμενη δεκαετία, όταν ο Λίβυος δικτάτορας, Μουαμάρ αλ Καντάφι, προσπάθησε να προσαρτήσει το Τσαντ και, για τον σκοπό αυτό, φιλοξένησε και εξόπλισε δυσαρεστημένους από την άλλη πλευρά της Σαχάρας. Σε στρατόπεδα εκπαίδευσης στην Λιβύη, νομάδες που αυτοαποκαλούνταν ως η Αραβική Συγκέντρωση (the Arab Gathering) συσπειρώθηκαν γύρω από ένα σκοτεινό σχέδιο για την κατάληψη του Νταρφούρ, την εκδίωξη των μη αραβικών λαών, και την εγκαθίδρυση μιας πατρίδας Βεδουίνων-Αράβων. Απαξιώνοντας τα διεθνή σύνορα και περιφρονώντας τα προσχήματα της ποικιλομορφίας και της πολιτικής διακυβέρνησης, έτρεφαν έναν τοξικό εθνοτικό υπερεθνικό ρατσισμό. Αυτοί ήταν οι αρχικοί Janjaweed και οι διάδοχοί τους είναι, σήμερα, οι στρατιώτες, οι παραστρατιωτικοί, οι ληστές, και οι λαθρέμποροι που τρομοκρατούν το Νταρφούρ.
Η εθνική πολιτική του Σουδάν συνέβαλε επίσης στην εξέγερση του Νταρφούρ και στην βίαιη καταστολή της. Η επί μακρόν υποβόσκουσα δυσαρέσκεια για την παραμέληση της περιοχής από το Χαρτούμ, και ο τρόπος με τον οποίο ο Μπασίρ πήρε το μέρος των Αράβων στις τοπικές διαμάχες ώθησαν τους ακτιβιστές της να πάρουν τα όπλα. Το Απελευθερωτικό Κίνημα του Σουδάν (Sudan Liberation Movement) και το Κίνημα Δικαιοσύνης και Ισότητας (Justice and Equality Movement ) ένωσαν τις δυνάμεις τους για να εξαπολύσουν καταστροφικές επιθέσεις κατά του σουδανικού στρατού το 2003. Η απάντηση του στρατού ήταν να κινητοποιήσει τους Janjaweed για να αντεπιτεθούν, λεηλατώντας και καταστρέφοντας όποιες κοινότητες υποπτεύονταν ότι υποστήριζαν τους αντάρτες. Μετά από έρευνα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Κόλιν Πάουελ, ανακοίνωσε ότι οι Janjaweed είχαν διαπράξει γενοκτονία.
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ ΔΕΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ
Το Νταρφούρ ήταν μια σπάνια περίπτωση αφρικανικής κρίσης που προκάλεσε παθιασμένη διεθνή αντίδραση. Μέσω ενός παγκόσμιου κινήματος υπεράσπισης, οι αγωνιστές του Νταρφούρ πέτυχαν τους κύριους στόχους τους. Το 2007, μια τεράστια ειρηνευτική δύναμη, η Αποστολή του ΟΗΕ και της Αφρικανικής Ένωσης στο Νταρφούρ (UN-African Union Mission in Darfur, UNAMID), έλαβε εντολή από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για την προστασία των αμάχων. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του Μπασίρ για δέκα κατηγορίες, μεταξύ των οποίων τρεις για γενοκτονία.
Αλλά η ειρήνη δεν ήρθε στο Νταρφούρ. Οι συνομιλίες -πρώτα υπό την ηγεσία της Αφρικανικής Ένωσης και στην συνέχεια του Κατάρ με ένα επιτελείο εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ- κατέληξαν σε συμφωνίες που έλαβαν την υποστήριξη μόνο μιας μειοψηφίας των όλο και πιο κατακερματισμένων ανταρτών. Το Χαρτούμ μπλόκαρε ένα σχέδιο της Αφρικανικής Ένωσης για μια διαδικασία πολιτικής μεταρρύθμισης χωρίς αποκλεισμούς.
Αντίθετα, τα μεγάλα ζητήματα έμειναν άλυτα. Οι εκτοπισμένοι παρέμειναν στους τεράστιους καταυλισμούς τους, οι οποίοι έγιναν de facto πόλεις, τροφοδοτούμενοι από το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα. Οι αραβικές φυλές του Νταρφούρ κυριαρχούσαν στην γη, κάνοντας επιδρομές ατιμώρητες, πολεμώντας η μια την άλλη και τις πολιτοφυλακές για τα φυλετικά σύνορα και -κυρίως- για το ποιος θα ελέγχει τα προσοδοφόρα ορυχεία χρυσού της περιοχής. Ο Χεμεντί αναδείχθηκε ως ο πιο ικανός διοικητής των Janjaweed. Η εμπορική εταιρεία της οικογένειάς του επεκτάθηκε, και ο ίδιος κέρδιζε από το λαθρεμπόριο και την φύλαξη των συνόρων. Ο Χεμεντί ήταν επικεφαλής ενός πολυεθνικού επιχειρηματικού-μισθοφορικού ομίλου και έγινε ο κύριος εργοδότης της νεολαίας των Νταρφούρι.
Παρά τις αντιρρήσεις των στρατηγών του, ο Μπασίρ επισημοποίησε τις ταξιαρχίες του Χεμεντί ως RSF και τις έφερε στο Χαρτούμ ως πραιτοριανή φρουρά του. Ήταν ένα μοιραίο λάθος. Τον Απρίλιο του 2019, ειρηνικοί πολίτες διαμαρτυρόμενοι περικύκλωσαν το αρχηγείο του στρατού, απαιτώντας να φύγει ο Μπασίρ. Ο δικτάτορας έδωσε εντολή στους στρατηγούς του να τους συντρίψουν. Στη νυχτερινή συζήτηση των στρατηγών, ο Χεμεντί έδωσε την αποφασιστική ψήφο υπέρ της συμπαράταξης με τους πολίτες. Ο Μπασίρ ανατράπηκε. Αλλά οι στρατηγοί ήθελαν την εξουσία για τον εαυτό τους. Έξι εβδομάδες αργότερα οι RSF διέλυσαν τους διαδηλωτές με θανατηφόρα βία, σκοτώνοντας περισσότερους από 100. Οι πολίτες δεν πτοήθηκαν. Ο Χεμεντί και ο Μπουρχάν συμφώνησαν τότε σε συνομιλίες που συγκάλεσαν η Αφρικανική Ένωση και η Αιθιοπία και υποστηρίχθηκαν παρασκηνιακά από την Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ηνωμένο Βασίλειο, και τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες μεθόδευσαν έναν συμβιβασμό. Το αποτέλεσμα ήταν μια ταραχώδης στρατιωτική-πολιτική κυβέρνηση. Καθώς το υπουργικό συμβούλιο πάλευε με τα οικονομικά προβλήματα του Σουδάν και την ανάγκη να φέρει τους αντάρτες του Νταρφούρ σε μια νέα ειρηνευτική συμφωνία, ο Χεμεντί εδραίωσε τις επιχειρήσεις του, επέκτεινε τις δυνάμεις του, και ενίσχυσε τα διεθνή του δίκτυα. Οι RSF νοίκιασαν τις υπηρεσίες τους στην Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα για να πολεμήσουν στην Υεμένη, και συνεργάστηκαν με τον όμιλο Βάγκνερ.
Παρόλο που οι δυνάμεις του Χεμεντί είχαν δολοφονήσει δεκάδες πολίτες, εντούτοις εκείνος παρουσιάστηκε ως υπέρμαχος του λαού και ως προπύργιο ενάντια στην επιστροφή της συμμορίας στρατιωτών και Ισλαμιστών που είχε κυβερνήσει το Σουδάν υπό τον Μπασίρ. Ο Χεμεντί τοποθετήθηκε επίσης ως εκπρόσωπος των στερημένων περιφερειών του Σουδάν και ως διαμεσολαβητής των ειρηνευτικών συνομιλιών με τους αντάρτες του Νταρφούρ. Εν ευθέτω χρόνω οι αντάρτες αυτοί υπέγραψαν ειρηνευτική συμφωνία -που ονομάστηκε Συμφωνία της Τζούμπα- και επέστρεψαν στο Νταρφούρ. Η συμφωνία περιελάμβανε φιλόδοξες υποσχέσεις για ανάπτυξη, μεταρρυθμίσεις, και ένταξη των μαχητών στον στρατό. Στην πράξη, ωστόσο, κατέληγε σε πολιτικά αξιώματα, θέσεις εργασίας, και χρήματα για τους αντάρτες και τους ηγέτες τους. Ο Χεμεντί ήλπιζε ότι θα προσχωρούσαν στον συνασπισμό του, αλλά εκείνοι ήταν δύσπιστοι απέναντί του [θεωρώντας τον] ως έναν φιλόδοξο Janjaweed. Η επιστροφή των πρώην ανταρτών απείλησε τον αραβικό έλεγχο του Νταρφούρ και πυροδότησε τοπική βία.
Αυτή ήταν η στιγμή κατά την οποία η UNAMID θα έπρεπε να είχε επιβάλει την συμφωνία της Τζούμπα και να διατηρήσει την ειρήνη μεταξύ των δύσπιστων ένοπλων ομάδων. Αντ' αυτού, ο ΟΗΕ, πιεζόμενος από τους Σουδανούς στρατηγούς να τερματίσει τις επιχειρήσεις του, σταμάτησε την αποστολή του τον Ιούνιο του 2021. Μια κοινή δύναμη από κυβερνητικούς στρατιώτες, στρατιώτες των RSF, και πρώην αντάρτες ανέλαβε την προστασία των αμάχων. Οι κάτοικοι του Νταρφούρ ήταν εξοργισμένοι, αλλά ο ΟΗΕ φάνηκε να αγνοεί τους κινδύνους. Ήταν μια πράξη ηθελημένης αισιοδοξίας που σήμερα φαίνεται εκπληκτικά λανθασμένη.
ΠΟΛΕΙΣ ΠΟΥ ΠΕΦΤΟΥΝ
Σύμφωνα με την συμφωνία της Τζούμπα, ένας πρώην αντάρτης, ο Khamis Abubakar, εθνοτικής καταγωγής της Masalit, έγινε κυβερνήτης της πολιτείας του Δυτικού Νταρφούρ. Η τοπική αραβική πολιτοφυλακή ήταν δυσαρεστημένη και στην συνέχεια σημειώθηκαν σποραδικά επεισόδια βίας. Αλλά δεν ήρθε καμία αποστολή του ΟΗΕ για να ερευνήσει, να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, ή να στείλει αξιωματικούς πολιτικών υποθέσεων για να διευκολύνει την ειρήνη. Την στιγμή που άρχισαν οι μάχες μεταξύ του στρατού και των RSF στο Χαρτούμ στις 15 Απριλίου του τρέχοντος έτους, ξέσπασε εκτεταμένη βία και στο Δυτικό Νταρφούρ. Η σπίθα της σύγκρουσης δεν είναι σαφής, αλλά αραβικές πολιτοφυλακές άρχισαν ένα δολοφονικό αμόκ εναντίον του άμαχου πληθυσμού. Οι στρατιώτες του σώματος του στρατού, λιγότερο οπλισμένοι και φοβισμένοι, κρύφτηκαν στις οχυρώσεις τους.
Οι επιζώντες που έχουν καταφύγει στο γειτονικό Τσαντ περιγράφουν ότι οι RSF και οι Άραβες μαχητές πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι στην περιφερειακή πρωτεύουσα, Ελ Γκενέινα, σκοτώνουν, βιάζουν, και λεηλατούν, αφήνοντας τα πτώματα ανδρών και αγοριών να αποσυντίθενται στους δρόμους. Τον Μάιο, παραστρατιωτικοί επιτέθηκαν στο νοσοκομείο της πόλης και λεηλάτησαν το παλάτι του σουλτάνου. Τον Ιούνιο, ο Abubakar κατήγγειλε την βία ως «γενοκτονία». Την επόμενη ημέρα απήχθη και δολοφονήθηκε από ένοπλους άνδρες με στολές των RSF.
Το Νταρφούρ δεν έχει πρόσβαση σε κινητά τηλέφωνα ή στο διαδίκτυο, γεγονός που το καθιστά μια μαύρη τρύπα για την πληροφόρηση. Φαίνεται όμως ότι οι RSF έχει καταλάβει και την Ζαλινγκέι, την πρωτεύουσα του κεντρικού Νταρφούρ και την μεγαλύτερη πόλη της εθνοτικής ομάδας Fur. Ο διοικητής της πολιτοφυλακής έχει μετακομίσει στο γραφείο του κυβερνήτη. Η μια μετά την άλλη, οι πόλεις του Νταρφούρ πέφτουν στα χέρια των RSF. Οι αραβικές φυλές του ανατολικού Νταρφούρ, που προσπαθούσαν να παραμείνουν ουδέτερες στον προηγούμενο πόλεμο, τώρα δεν έχουν άλλη επιλογή από το να συμμαχήσουν με τις RSF. Οι αγροτικοί αριστοκράτες, των οποίων τα διατάγματα καθόριζαν κάποτε την πολιτική των φυλών, υπόκεινται τώρα στις επιταγές των νεαρών διοικητών της πολιτοφυλακής. Τον περασμένο μήνα, εννέα ανώτεροι αρχηγοί δήλωσαν την υποστήριξή τους στις RSF.
Μέχρι στιγμής, οι ισχυρότεροι από τους πρώην αντάρτες -συμπεριλαμβανομένου του Μίνι Μιναουί του Απελευθερωτικού Κινήματος του Σουδάν- έχουν μείνει εκτός μάχης. Φοβούνται τις RSF, αλλά δεν εμπιστεύονται τις προθέσεις ή τις ικανότητες του στρατού, και κατηγορούν την κυβέρνηση του Μπουρχάν ότι παραμελεί τις επείγουσες ανθρωπιστικές ανάγκες του Νταρφούρ. Άλλοι έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους με τον πολιορκημένο στρατό για να υπερασπιστούν πόλεις-κλειδιά. Το πόσο καιρό οι πρώην αντάρτες μπορούν να παραμείνουν ουδέτεροι είναι αβέβαιο, ιδίως καθώς οι κοινότητες που έχουν στοχοποιηθεί χρειάζονται προστασία. Οι μονάδες αυτοάμυνας των κοινοτήτων των Νταρφούρι χρειάζονται επειγόντως διεθνή υποστήριξη για την δημιουργία ασφαλών ζωνών στις πόλεις και στους καταυλισμούς των εκτοπισμένων.
Οι RSF έχουν επίσης σαρώσει το γειτονικό Βόρειο Κορντοφάν. Η κατάληψη της κύριας πόλης αλ-Ομπέιντ ανακόπηκε μόνο από μαζικές διαδηλώσεις των κατοίκων της. Οι παραστρατιωτικοί των RSF κινούνται ανατολικά για να ενισχύσουν τον αγώνα τους για το Χαρτούμ, καθώς φορτηγά φορτωμένα με τα λεηλατημένα αγαθά της πρωτεύουσας βούιζαν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
ΧΩΡΙΣ ΔΙΕΞΟΔΟ
Οι κρίσεις του Νταρφούρ -οι ακόμη ανεπίλυτες εθνοτικές εντάσεις και η αναζήτηση των βεδουίνων της Σαχάρας για γη και απασχόληση- καθορίζουν τώρα το μέλλον του Σουδάν. Ακόμη και αν οι σουδανικές ένοπλες δυνάμεις ανασυνταχθούν και, με την στρατιωτική βοήθεια των συμμάχων τους στην Αίγυπτο και την Τουρκία, καταφέρουν να εκδιώξουν τις RSF από το Χαρτούμ, η κυβέρνηση δεν έχει καμία λύση στα προβλήματα που μαστίζουν το Νταρφούρ.
Καμία λύση δεν έχει ούτε και ο Χεμεντί. Οι RSF κατάφεραν από νωρίς σφοδρά πλήγματα στη μάχη για το Χαρτούμ και κράτησαν το έδαφός τους απέναντι σε μια σφοδρή αντεπίθεση. Αλλά η όποια υποστήριξη μπορεί να είχε ο Χεμεντί μεταξύ του πληθυσμού έχει καταστραφεί από την συμπεριφορά των στρατιωτών του, οι οποίοι σκότωσαν και βίασαν, λεηλάτησαν κατοικημένες γειτονιές, κατέλαβαν νοσοκομεία, και βεβήλωσαν πολιτιστικούς χώρους και πολιτικά κτίρια.
Καθώς το Σουδάν καιγόταν, ο Χεμεντί εξαφανίστηκε από το προσκήνιο. Για έναν λαϊκιστή ηγέτη που βασίζεται στην προβολή της προσωπικότητάς του και στον καθορισμό της πολιτικής ατζέντας του, αυτή η σιωπή αποτέλεσε έκπληξη. Η εξαφάνισή του τροφοδότησε τις φήμες ότι είχε τραυματιστεί σοβαρά. Στις 28 Ιουλίου, δημοσίευσε ένα βίντεο στο οποίο, άκαμπτος και χλωμός, μιλούσε για 20 δευτερόλεπτα για να θέσει τους όρους της ειρήνης του. Έκτοτε, δημοσίευσε ηχογραφήσεις, αλλά δεν έχει εμφανιστεί. Υπάρχουν σημάδια ότι χάνει την κυριαρχία του: μονάδες των RSF σε τμήματα του Νταρφούρ έχουν αρχίσει να χωρίζονται ανάλογα με φυλετικές γραμμές και να πολεμούν η μια την άλλη.
Εν τω μεταξύ, οι Σουδανοί μαθαίνουν το πώς μοιάζει η διακυβέρνηση από τους Janjaweed. Είναι η διακυβέρνηση αφ’ υψηλού: βίαιη και διεφθαρμένη. Βασίζεται στην φυλετική αλληλεγγύη, στον ρατσισμό απέναντι στους ανθρώπους με πιο σκούρο δέρμα, και στην περιφρόνηση των θεσμών και των νόμων. Περιλαμβάνει ληστείες σε μαζική κλίμακα, οι οποίες πιθανότατα θα σταματήσουν μόνο όταν δεν θα υπάρχουν πια πόλεις για λεηλασία.
Δεν υπάρχει καμία ένδειξη σοβαρής διεθνούς προσπάθειας για την επίλυση της κρίσης. Έχουν γίνει μόνο ημιτελείς προσπάθειες διαμεσολάβησης, οι οποίες επικεντρώνονται αποκλειστικά στην διακοπή των μαχών στο Χαρτούμ. Καμία δεν έχει σημειώσει πρόοδο ή δεν έχει δώσει προσοχή στο Νταρφούρ.
Πριν από είκοσι χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ενεργές˙σήμερα είναι απούσες. Το πρώτο σημάδι ότι η αδιαφορία της Ουάσινγκτον ίσως μετατοπιστεί ήρθε όταν η πρέσβειρα των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, Linda Thomas-Greenfield, επισκέφθηκε τους πρόσφυγες Νταρφούρι στο Τσαντ στις αρχές του μήνα. Αλλά πέρα από την επιβολή κυρώσεων στους ηγέτες των RSF και την υποστήριξη των ανθρωπιστικών προσπαθειών στα σύνορα, οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται να μην ξέρουν τι να κάνουν. Ο ΟΗΕ, ο οποίος έχει την εξουσία να δράσει, περιμένει την Αφρικανική Ένωση, η οποία δεν κάνει σχεδόν τίποτα.
Πολύ μεγαλύτεροι πόροι και πολιτική βούληση -αν και σε μεγάλο βαθμό προς λάθος κατεύθυνση- δεν έλυσαν τον προηγούμενο πόλεμο. Αυτήν την φορά θα είναι πιο δύσκολο. Υπάρχει όμως ένας ελπιδοφόρος παράγοντας: δεν υπάρχουν γεωστρατηγικά διακυβεύματα στο Νταρφούρ. Όλες οι πλευρές θα πρέπει να έχουν συμφέρον να σταματήσει η αιματοχυσία. Χώρες που διαφωνούν για άλλα παγκόσμια ζητήματα θα πρέπει να είναι σε θέση να παραμερίσουν τις διαφορές τους και να συμφωνήσουν σε δράσεις για την προστασία των αμάχων, την παροχή βασικής βοήθειας, και την διακοπή μιας εξελισσόμενης καταστροφής που πιθανότατα θα ξεπεράσει αυτό που υπέστη το Νταρφούρ πριν από δύο δεκαετίες. Όταν η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ θα συνεδριάσει στη Νέα Υόρκη αυτήν την εβδομάδα, οι Αφρικανοί ηγέτες θα συγκεντρωθούν στο παρασκήνιο για να συζητήσουν για το Σουδάν. Ετούτη είναι η ευκαιρία γι' αυτούς, και για τον ΟΗΕ, να δείξουν ότι οι ατζέντες της ειρήνευσης και της προστασίας των πολιτών είναι ακόμα ζωντανές, και για τις Ηνωμένες Πολιτείες να τοποθετηθούν πίσω από μια σοβαρή επαναπροσέγγιση του Νταρφούρ. Είναι το λιγότερο που αξίζουν οι πολύπαθοι Νταρφούρι.
Σύνδεσμοι:
[1] https://www.amazon.com/Sudans-Unfinished-Democracy-Betrayal-Revolution/d...
Copyright © 2023 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/sudan/new-crisis-darfur