Η επιστροφή του Πούτιν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επιστροφή του Πούτιν

Γιατί ο Νέος Πρόεδρος θα Πρέπει να Παίξει Σωστά με τον Ομπάμα

Με την επίσημη ανακοίνωση [το Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου] γνωρίζουμε πλέον με απόλυτη βεβαιότητα ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν [1] θα επιστρέψει τον Μάιο στο Κρεμλίνο ως ο επόμενος πρόεδρος της Ρωσίας. Ο εκπαιδευμένος και εξαρτημένος υφιστάμενός του, Ντμίτρι Μεντβέντεφ [2], θα ανταλλάξει τη θέση του και θα γίνει ο επόμενος πρωθυπουργός. Το «δίδυμο», όπως αρχικά ονομάστηκε η συμφωνία του 2008, θα απλωθεί στο ορατό μέλλον και πιθανόν θα καλύψει διάστημα μεγαλύτερο της μιας δεκαετίας.

Καθώς αυτή η αλλαγή στην ηγεσία δεν προοιωνίζεται πολλά για τη Ρωσία (στην πράξη, για μία ακόμη φορά η de jure εξουσία θα επανασυνδεθεί με τη de facto), ένας βασικός τομέας παραμένει σε κατάσταση αναμονής: Οι σχέσεις με την Ουάσιγκτον [3]. Ας επιστρέψουμε νοερά στη δεύτερη προεδρική θητεία του Πούτιν, από το 2004 έως το 2008. Η κριτική στάση του απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες είχε γίνει οξύτερη. Παρακώλυσε μια σειρά αμερικανικών πρωτοβουλιών στην εξωτερική πολιτική, όπως η διεύρυνση του ΝΑΤΟ και η αντιπυραυλική άμυνα της Ευρώπης. Και κατόπιν, η κατάσταση έφθασε στο χειρότερο σημείο της μετά τη ρωσική εισβολή στη Γεωργία, αμέσως μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Μεντβέντεφ.

Ωστόσο, όταν τον επόμενο Ιανουάριο ανέλαβε τα καθήκοντά της η κυβέρνηση Ομπάμα, οι σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας αιφνιδίως άλλαξαν δραστικά. Η κυβέρνηση Ομπάμα είχε αρκετά ουσιαστικά κίνητρα για να κάνει «επανεκκίνηση». Πρώτον, η Ουάσιγκτον επεδίωκε τη ρωσική υποστήριξη στην προσπάθειά της να περιορίσει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Δεύτερον, η ανάπτυξη της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στο Αφγανιστάν θα απέβαινε πολύ δυσκολότερη χωρίς ένα φιλικό νεύμα από το Κρεμλίνο. Και τρίτον, ο Ομπάμα είχε καταστήσει τον έλεγχο των πυρηνικών όπλων ζήτημα προς υπογραφή στην ατζέντα της εξωτερικής του πολιτικής. Η Μόσχα θα έπρεπε να ακολουθήσει.
Ενόψει του σοβαρού σκεπτικισμού που επικράτησε και στις δύο πρωτεύουσες, ο Ομπάμα και ο Μεντβέντεφ αποφάσισαν να νεκραναστήσουν τις διμερείς σχέσεις. Συνεργάστηκαν στα Ηνωμένα Έθνη και ψήφισαν τις αυστηρότερες κυρώσεις που επιβλήθηκαν ποτέ στο Ιράν. Κατέληξαν σε συμφωνία με τη Ρωσία και άλλα κράτη της περιοχής για να παγιώσουν νέες διόδους διέλευσης για τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων τους στο Αφγανιστάν. Κάθισαν μαζί στην Πράγα τον Απρίλιο του 2010 και υπέγραψαν την αποκαλούμενη νέα συνθήκη START, την πιο σημαντική συμφωνία μείωσης των πυρηνικών όπλων που είδε η ανθρωπότητα εδώ και δύο δεκαετίες.

Τώρα, όμως, ο Πούτιν επιστρέφει στην προεδρία. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο ισχυρός άνδρας θα παίξει σκληρό παιχνίδι [4], αχρηστεύοντας τη σημαντική πρόοδο που επιτέλεσε ο Μεντβέντεφ. Εντούτοις, παρά τις δύο προηγούμενες περιόδους μέλιτος Ουάσιγκτον-Μόσχας (την πρώτη το 1992, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, και το 2002, αμέσως μετά την 9/11, που και οι δύο γρήγορα κατέληξαν σε αμοιβαία απογοήτευση), η παρούσα αναθέρμανση θα έχει μεγαλύτερη διάρκεια. Για να το πούμε απλούστερα: Καθώς η Κίνα ακολουθεί ανοδική τροχιά, οι τιμές του πετρελαίου πέφτουν και υπάρχει ανάγκη για συνεργασίες με το εξωτερικό, ο Πούτιν δεν μπορεί πια να τα καταφέρει μόνος.
Πολύ πριν από την οικονομική κρίση, επικράτησε στη Ρωσία η γενική άποψη πως η αμερικανική οικονομία ακολουθεί πτωτική πορεία. Οι πόλεμοι στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν απομυζούσαν την αμερικανική ισχύ. Ο Πούτιν δεν παρέλειπε να τονίζει τέτοιου είδους επιχειρήματα, ενώ παράλληλα πρόβαλλε τη θέση του ότι η Ρωσία ακολουθούσε ανοδική πορεία στο πλάι των άλλων ταχύτατα αναπτυσσόμενων χωρών BRIC. Ένας πραγματικά νέος πολυπολικός κόσμος γεννιόταν. Αυτή -τουλάχιστον- ήταν η σκέψη.

Οι δραματικές επιπτώσεις της διεθνούς οικονομικής κρίσης, ωστόσο, δεν ήταν επαχθείς μόνο για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έπληξαν εξίσου και τη Ρωσία, καθιστώντας απολύτως σαφές το πόσο ευάλωτο ήταν το θαύμα της ρωσικής οικονομικής ανάπτυξης της προηγούμενης δεκαετίας. Από όλα τα μέλη του G-20, η ρωσική οικονομία ήταν αυτή που επλήγη περισσότερο. Η μεταβολή του ΑΕΠ από αύξηση σε μείωση άγγιξε το 15% μέσα σε μόλις ένα χρόνο. Το σοβαρό αυτό γεγονός οδήγησε την κυβέρνηση Μεντβέντεφ και μεγάλο μέρος της ρωσικής πολιτικο-οικονομικής ελίτ στην ανανέωση του ενδιαφέροντός τους για βαθύτερη ενοποίηση με τη Δύση, πράγμα που θα διασφάλιζε τον εκσυγχρονισμό της Ρωσίας.
Καθώς η Κίνα αναδείχθηκε συγκριτικά νικήτρια, οι ρωσικές ελίτ άρχισαν να παραδέχονται ανοιχτά ότι η μεταβαλλόμενη διεθνής ισορροπία της οικονομικής και πολιτικής ισχύος ενδέχεται να μη στρέφεται προς όφελός τους, σε αντίθεση με όσα κάποιοι υποστήριζαν. Ύστερα από τόσα χρόνια εμμονής σχετικά με τους κινδύνους που πηγάζουν από την αμερικανική ισχύ και την υποστήριξη του μονομερούς αφοπλισμού, η Μόσχα φαίνεται να στήνει τώρα έναν καινούργιο δαίμονα. Ολοένα και περισσότερο το Κρεμλίνο εμφανίζεται προβληματισμένο από την ταχεία άνοδο της Κίνας και την αυξανόμενη επιρροή της στη Σιβηρία, την Άπω Ανατολή, την Κεντρική Ασία και την Κασπία, μια περιοχή που ο Μεντβέντεφ όρισε προ τριετίας ως «ζώνη προνομιακών συμφερόντων» της Ρωσίας.

Έτσι, ο Πούτιν επιστρέφει στην προεδρία για να βρει έναν αλλαγμένο κόσμο. Ανατρέχοντας στις αρχές της δεκαετίας του 2000, τον βλέπουμε να εμφανίζει έμφυτο πολιτικό ένστικτο τοποθετώντας τον εαυτό του στη θέση του ηγέτη που υπόσχεται να φέρει σταθερότητα, προβλεπτικότητα και μεγαλύτερη ευημερία για τον ρωσικό λαό. Πράγματι, ο λαός ανταποκρίθηκε. Τώρα, όμως, οι προκλήσεις της εσωτερικής πολιτικής είναι διαφορετικές. Η σταθερότητα, η προβλεπτικότητα και η μεγαλύτερη ευημερία θεωρούνται δεδομένες. Σήμερα οι Ρώσοι είναι πολύ πλουσιότεροι, με ένα κατά κεφαλήν ΑΕΠ κοντά στα 20.000 δολάρια (ήταν σχεδόν 2.000 δολάρια το 1999). Στον αντίποδα, το αίτημα για καλύτερες κοινωνικές υπηρεσίες, για καλύτερη διακυβέρνηση και λιγότερη διαφθορά, διογκώνεται. Όπως διδάσκει η θεωρία του εκσυγχρονισμού, υπάρχει μια φυσική προδιάθεση, σε κάθε έθνος όπου το κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπερβαίνει το επίπεδο των 10.000 δολαρίων, οι πολίτες να απαιτούν από την κυβέρνηση περισσότερη ευθύτητα και λογοδοσία. Ολοένα και περισσότερο, τουλάχιστον σε επίπεδο ελίτ, οι Ρώσοι ζητούν πιο πλουραλιστική, αν όχι πιο δημοκρατική, διακυβέρνηση. Στο παρελθόν αυτά δεν αποτελούσαν προτεραιότητα για τον Πούτιν. Τώρα θα πρέπει μάλλον να αναθεωρήσει τη στάση του.

Ο Πούτιν να χρειαστεί επίσης να αντιμετωπίσει μια ενδεχομένως ολέθρια δημοσιονομική κατάσταση. Αυτός ο κίνδυνος μπορεί μάλιστα να εξηγεί το γιατί είναι σήμερα χωρίς δουλειά ο μακρόβιος και πολύ επιτυχημένος υπουργός οικονομικών, Αλεξέι Κουντρίν. Με μια σειρά λαϊκιστικών μέτρων που ελήφθησαν στη διάρκεια των λίγων τελευταίων χρόνων, ο ρωσικός ομοσπονδιακός προϋπολογισμός εκτοξεύτηκε σε σημείο τέτοιο, ώστε -προκειμένου να διασφαλιστούν επαρκή έσοδα για τη χρηματοδότηση των κυβερνητικών προγραμμάτων- η Μόσχα να χρειάζεται να κοστολογεί το πετρέλαιο περίπου στα 125 δολάρια το βαρέλι. Η σημερινή τιμή κινείται γύρω στα 80 δολάρια και η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται επικίνδυνα κοντά σε άλλη μια παρατεταμένη ύφεση που θα μπορούσε να παρασύρει την τιμή του πετρελαίου σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα για μια μακροχρόνια περίοδο.

Οι δημοσιονομικές δαπάνες θα πρέπει να μπουν στο επίκεντρο. Ο Κουντρίν, ένας φιλελεύθερος μεταρρυθμιστής από την Αγία Πετρούπολη, υπήρξε πάντα ισχυρός υποστηρικτής της δημοσιονομικής αυστηρότητας. Μπορεί ο Πούτιν να κατόρθωσε να τον εξοβελίσει, αλλά δεν θα αποδειχθεί εξίσου ικανός να ασκήσει βία επί του προϋπολογισμού, καθώς η οικονομική πραγματικότητα αποβαίνει ολοένα και πιο σκληρή.

Έτσι, λοιπόν, τόσο η μεταβαλλόμενη ισορροπία δυνάμεων στον κόσμο, όσο και οι τρέχουσες εσωτερικές προκλήσεις, μάλλον θα ωθήσουν τη Ρωσία στην κατεύθυνση μιας πιο ευπειθούς και πιο διαλλακτικής πολιτικής προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Δύση. Κατά τις δύο πρώτες θητείες του ο Πούτιν ευνοήθηκε από την αύξηση της παραγωγής του πετρελαίου, κατόπιν από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου και τις ήπιες νομισματικές πολιτικές που συντήρησαν τη ρευστότητα στις διεθνείς αγορές. Ο Πούτιν έχει τη δυνατότητα να παίξει σκληρά, να προχωρήσει σε επιθετική εκμετάλλευση των ενεργειακών αποθεμάτων, να λάβει αυστηρότερα μέτρα κατά των επηρμένων επιχειρηματιών και να συνθλίψει τους υποστηρικτές της δημοκρατίας με εικονική ατιμωρησία.

Όπως, όμως, είπε ο πρώην υπουργός Οικονομικών Αλεξέι Κουντρίν σε ομιλία του στην Ουάσιγκτον τον Απρίλιο του 2009, εκείνες οι αίσιες περιστάσεις που έδωσαν ώθηση στη ρωσική ανάκαμψη πριν από την έλευση της οικονομικής κρίσης, δεν είναι πιθανόν να προκύψουν εκ νέου στο κοντινό μέλλον, ίσως και ποτέ. Η ρωσική οικονομία θα πρέπει να στηριχτεί σε νέους κινητήρες ανάπτυξης, πράγμα που θα απαιτήσει από το Κρεμλίνο επιστροφή σε μια ατζέντα διαρθρωτικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων και σε επαύξηση των προσπαθειών για βελτίωση του επενδυτικού κλίματος στη Ρωσία. Αν πάμε πίσω στο 2006, ένας τίτλος όπως «Βλαντιμίρ ο Τυχερός» [5], ήταν αρκετά προσφυής, αν λάμβανε κανείς υπόψη το ευνοϊκό κλίμα που ως πρόεδρος απολάμβανε ο Πούτιν στο εξωτερικό. Ερχόμενοι στο 2012, ωστόσο, διαπιστώνουμε ότι θα χρειαστεί πολλά περισσότερα από απλή τύχη, προκειμένου να αυξήσει την ισχύ και την επιρροή της Ρωσίας.

Πρωτότυπο: http://www.foreignaffairs.com/articles/68310/andrew-kuchins/putins-retur...

Copyright © 2002-2010 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Συνδέσεις:
[1] http://www.foreignaffairs.com/articles/60951/robert-legvold/kremlin-risi...
[2] http://www.foreignaffairs.com/articles/66743/jeffrey-mankoff/changing-co...
[3] http://www.foreignaffairs.com/articles/65154/robert-legvold/the-russia-file
[4] http://wapo.st/rcjzkd
[5] http://bit.ly/nfu6QD