Η επιστροφή του Πούτιν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επιστροφή του Πούτιν

Γιατί ο Νέος Πρόεδρος θα Πρέπει να Παίξει Σωστά με τον Ομπάμα
Περίληψη: 

Με την προσφάτως εκδηλωθείσα πρόθεση του Βλαντιμίρ Πούτιν να αναλάβει εκ νέου την προεδρία της Ρωσίας, πολλοί υποστηρίζουν ότι η επανεκκίνηση στις σχέσεις της Ουάσιγκτον με τη Μόσχα τίθεται σε κίνδυνο. Πάντως, η άνοδος της Κίνας, το φθηνό πετρέλαιο και η ανάγκη απόκτησης διεθνών εταίρων, θα αναγκάσουν το Κρεμλίνο να παίξει τίμιο παιχνίδι με την κυβέρνηση Ομπάμα.

Ο ANDREW C. KUCHINS είναι Διευθυντής του Προγράμματος Ρωσίας και Ευρασίας και Ανώτερος Εταίρος στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών της Ουάσιγκτον.

Με την επίσημη ανακοίνωση [το Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου] γνωρίζουμε πλέον με απόλυτη βεβαιότητα ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν [1] θα επιστρέψει τον Μάιο στο Κρεμλίνο ως ο επόμενος πρόεδρος της Ρωσίας. Ο εκπαιδευμένος και εξαρτημένος υφιστάμενός του, Ντμίτρι Μεντβέντεφ [2], θα ανταλλάξει τη θέση του και θα γίνει ο επόμενος πρωθυπουργός. Το «δίδυμο», όπως αρχικά ονομάστηκε η συμφωνία του 2008, θα απλωθεί στο ορατό μέλλον και πιθανόν θα καλύψει διάστημα μεγαλύτερο της μιας δεκαετίας.

Καθώς αυτή η αλλαγή στην ηγεσία δεν προοιωνίζεται πολλά για τη Ρωσία (στην πράξη, για μία ακόμη φορά η de jure εξουσία θα επανασυνδεθεί με τη de facto), ένας βασικός τομέας παραμένει σε κατάσταση αναμονής: Οι σχέσεις με την Ουάσιγκτον [3]. Ας επιστρέψουμε νοερά στη δεύτερη προεδρική θητεία του Πούτιν, από το 2004 έως το 2008. Η κριτική στάση του απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες είχε γίνει οξύτερη. Παρακώλυσε μια σειρά αμερικανικών πρωτοβουλιών στην εξωτερική πολιτική, όπως η διεύρυνση του ΝΑΤΟ και η αντιπυραυλική άμυνα της Ευρώπης. Και κατόπιν, η κατάσταση έφθασε στο χειρότερο σημείο της μετά τη ρωσική εισβολή στη Γεωργία, αμέσως μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Μεντβέντεφ.

Ωστόσο, όταν τον επόμενο Ιανουάριο ανέλαβε τα καθήκοντά της η κυβέρνηση Ομπάμα, οι σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας αιφνιδίως άλλαξαν δραστικά. Η κυβέρνηση Ομπάμα είχε αρκετά ουσιαστικά κίνητρα για να κάνει «επανεκκίνηση». Πρώτον, η Ουάσιγκτον επεδίωκε τη ρωσική υποστήριξη στην προσπάθειά της να περιορίσει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Δεύτερον, η ανάπτυξη της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στο Αφγανιστάν θα απέβαινε πολύ δυσκολότερη χωρίς ένα φιλικό νεύμα από το Κρεμλίνο. Και τρίτον, ο Ομπάμα είχε καταστήσει τον έλεγχο των πυρηνικών όπλων ζήτημα προς υπογραφή στην ατζέντα της εξωτερικής του πολιτικής. Η Μόσχα θα έπρεπε να ακολουθήσει.
Ενόψει του σοβαρού σκεπτικισμού που επικράτησε και στις δύο πρωτεύουσες, ο Ομπάμα και ο Μεντβέντεφ αποφάσισαν να νεκραναστήσουν τις διμερείς σχέσεις. Συνεργάστηκαν στα Ηνωμένα Έθνη και ψήφισαν τις αυστηρότερες κυρώσεις που επιβλήθηκαν ποτέ στο Ιράν. Κατέληξαν σε συμφωνία με τη Ρωσία και άλλα κράτη της περιοχής για να παγιώσουν νέες διόδους διέλευσης για τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων τους στο Αφγανιστάν. Κάθισαν μαζί στην Πράγα τον Απρίλιο του 2010 και υπέγραψαν την αποκαλούμενη νέα συνθήκη START, την πιο σημαντική συμφωνία μείωσης των πυρηνικών όπλων που είδε η ανθρωπότητα εδώ και δύο δεκαετίες.

Τώρα, όμως, ο Πούτιν επιστρέφει στην προεδρία. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο ισχυρός άνδρας θα παίξει σκληρό παιχνίδι [4], αχρηστεύοντας τη σημαντική πρόοδο που επιτέλεσε ο Μεντβέντεφ. Εντούτοις, παρά τις δύο προηγούμενες περιόδους μέλιτος Ουάσιγκτον-Μόσχας (την πρώτη το 1992, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, και το 2002, αμέσως μετά την 9/11, που και οι δύο γρήγορα κατέληξαν σε αμοιβαία απογοήτευση), η παρούσα αναθέρμανση θα έχει μεγαλύτερη διάρκεια. Για να το πούμε απλούστερα: Καθώς η Κίνα ακολουθεί ανοδική τροχιά, οι τιμές του πετρελαίου πέφτουν και υπάρχει ανάγκη για συνεργασίες με το εξωτερικό, ο Πούτιν δεν μπορεί πια να τα καταφέρει μόνος.
Πολύ πριν από την οικονομική κρίση, επικράτησε στη Ρωσία η γενική άποψη πως η αμερικανική οικονομία ακολουθεί πτωτική πορεία. Οι πόλεμοι στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν απομυζούσαν την αμερικανική ισχύ. Ο Πούτιν δεν παρέλειπε να τονίζει τέτοιου είδους επιχειρήματα, ενώ παράλληλα πρόβαλλε τη θέση του ότι η Ρωσία ακολουθούσε ανοδική πορεία στο πλάι των άλλων ταχύτατα αναπτυσσόμενων χωρών BRIC. Ένας πραγματικά νέος πολυπολικός κόσμος γεννιόταν. Αυτή -τουλάχιστον- ήταν η σκέψη.

Οι δραματικές επιπτώσεις της διεθνούς οικονομικής κρίσης, ωστόσο, δεν ήταν επαχθείς μόνο για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έπληξαν εξίσου και τη Ρωσία, καθιστώντας απολύτως σαφές το πόσο ευάλωτο ήταν το θαύμα της ρωσικής οικονομικής ανάπτυξης της προηγούμενης δεκαετίας. Από όλα τα μέλη του G-20, η ρωσική οικονομία ήταν αυτή που επλήγη περισσότερο. Η μεταβολή του ΑΕΠ από αύξηση σε μείωση άγγιξε το 15% μέσα σε μόλις ένα χρόνο. Το σοβαρό αυτό γεγονός οδήγησε την κυβέρνηση Μεντβέντεφ και μεγάλο μέρος της ρωσικής πολιτικο-οικονομικής ελίτ στην ανανέωση του ενδιαφέροντός τους για βαθύτερη ενοποίηση με τη Δύση, πράγμα που θα διασφάλιζε τον εκσυγχρονισμό της Ρωσίας.
Καθώς η Κίνα αναδείχθηκε συγκριτικά νικήτρια, οι ρωσικές ελίτ άρχισαν να παραδέχονται ανοιχτά ότι η μεταβαλλόμενη διεθνής ισορροπία της οικονομικής και πολιτικής ισχύος ενδέχεται να μη στρέφεται προς όφελός τους, σε αντίθεση με όσα κάποιοι υποστήριζαν. Ύστερα από τόσα χρόνια εμμονής σχετικά με τους κινδύνους που πηγάζουν από την αμερικανική ισχύ και την υποστήριξη του μονομερούς αφοπλισμού, η Μόσχα φαίνεται να στήνει τώρα έναν καινούργιο δαίμονα. Ολοένα και περισσότερο το Κρεμλίνο εμφανίζεται προβληματισμένο από την ταχεία άνοδο της Κίνας και την αυξανόμενη επιρροή της στη Σιβηρία, την Άπω Ανατολή, την Κεντρική Ασία και την Κασπία, μια περιοχή που ο Μεντβέντεφ όρισε προ τριετίας ως «ζώνη προνομιακών συμφερόντων» της Ρωσίας.