Η Δημοσιονομική Κρίση και το Πρόγραμμα Προσαρμογής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Δημοσιονομική Κρίση και το Πρόγραμμα Προσαρμογής

Πώς παγιδεύτηκε η ελληνική οικονομία

Πρώτον, το πρόγραμμα προβλέπει μια μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή σε περίοδο πέντε ετών. Η προσαρμογή του πρωτογενούς ισοζυγίου της γενικής κυβέρνησης φθάνει τις 16,4 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Προσαρμογή τέτοιου μεγέθους είναι πρωτοφανής. Η μεγαλύτερη συγκρίσιμη προσαρμογή έως σήμερα, μεταξύ του 1989 και του 1994, ισοδυναμούσε με 9,7 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε αντίστοιχο χρονικό διάστημα. Από ένα πρωτογενές έλλειμμα 5,5% του ΑΕΠ το 1989, η Ελλάδα πέτυχε δημοσιονομικό πλεόνασμα 4,2% του ΑΕΠ το 1994. Η δεύτερη μεγαλύτερη συγκρίσιμη προσαρμογή έλαβε χώρα μεταξύ 2004 και 2006 και έφθασε τις 3,2 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε μία τριετία. Το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν 2,6% του ΑΕΠ το 2004 και μετατράπηκε σε πρωτογενές πλεόνασμα 0,6% του ΑΕΠ το 2006.

Δεύτερον, η προσαρμογή επικεντρώνεται σε δύο υπο-περιόδους: το 2010-11 και το 2013-14. Η προσαρμογή του 2010 δεν ήταν παρά η διόρθωση των υπερβολών του εκλογικού 2009, όταν τα δημόσια έσοδα κατέρρευσαν και οι πρωτογενείς δαπάνες εκτοξεύθηκαν προσωρινά. Υπό μία έννοια, η προσαρμογή του 2010 ήταν το εύκολο μέρος, καθώς το 2009 είχε “φορτωθεί” με προσωρινές επιβαρύνσεις. Η προσαρμογή του 2013-14 προβλέπεται να λάβει χώρα στο πλαίσιο της ανάκαμψης από μια παρατεταμένη ύφεση, αλλά τα μέτρα που θα τη συνοδεύσουν δεν έχουν πλήρως εξειδικευθεί.

Τρίτον, ούτε η οικονομική μεγέθυνση, αλλά ούτε και οι δαπάνες εξυπηρέτησης του αυξανόμενου δημοσίου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ διευκολύνουν την προσαρμογή σύμφωνα με το πρόγραμμα. Η προσαρμογή του δημοσιονομικού ισοζυγίου λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο ενός πτωτικού ΑΕΠ, τουλάχιστον έως τα τέλη του 2011. Επιπλέον, λόγω του αυξανόμενου λόγου του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ, οι δαπάνες για τόκους αυξάνονται σε σχέση με το ΑΕΠ. Έτσι η μείωση του συνολικού ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης είναι μικρότερη από τη μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος. Η τελευταία αυτή αδυναμία του προγράμματος αναμένεται να αντιμετωπιστεί εν μέρει στην επερχόμενη αναθεώρηση του προγράμματος, καθώς το “κούρεμα” που αποφασίστηκε στις 26 Οκτωβρίου 2011 θα επιφέρει μια σημαντική εφάπαξ μείωση του λόγου του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ. Παραμένει ωστόσο ως σημαντική αδυναμία του προγράμματος η υπόθαλψη της παρατεταμένης ύφεσης, η οποία δυσχεραίνει τη δημοσιονομική προσαρμογή. Όπως αναφέρεται στο ίδιο το αρχικό πρόγραμμα, «τα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής από το 2010 έως το 2014 ... υπερβαίνουν σημαντικά την (προβλεπόμενη) μείωση του ελλείμματος κατά την ίδια περίοδο». Αντίθετα με την πιο προσφατη περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής, όταν η οικονομική ανάπτυξη παρέμεινε ισχυρή, η Ελλάδα, λόγω των αδυναμιών του προγράμματος, υποχρεούται να «κολυμπά ενάντια στο ρεύμα» κατά τα πρώτα τρία χρόνια του προγράμματος.

Τέταρτον, παρά το ότι εκ πρώτης όψεως η δημοσιονομική προσαρμογή φαίνεται να βασίζεται ισομερώς στην πλευρά των εσόδων και την πλευρά των δαπανών, στην πραγματικότητα δίνει πολύ μεγαλύτερο βάρος στη μείωση των πρωτογενών δημοσίων δαπανών. Όταν κάποιος λάβει υπόψη του την προβλεπόμενη αύξηση των δαπανών για τόκους, το πρόγραμμα φαίνεται να βασίζεται κατά 50% περισσότερο στη μείωση των πρωτογενών δαπανών του δημοσίου από ό, τι στην αύξηση των συνολικών εσόδων. Τα συνολικά έσοδα προβλέπεται να αυξηθούν από το 37,3% του ΑΕΠ το 2009 στο 42,6% το 2014. Υπάρχει δηλαδή μία αύξηση κατά 5,3 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Οι πρωτογενείς δαπάνες προβλέπεται να μειωθούν από το 47,6% του ΑΕΠ το 2009, στο 36,5% του ΑΕΠ το 2014. Πρόκειται για μια πολύ μεγαλύτερη προσαρμογή, της τάξης των 8,9 εκατοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ. Θεωρητικά, μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν επιθυμητή. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν έχει προηγούμενο. Στην πραγματικότητα, όλες οι προηγούμενες προσπάθειες δημοσιονομικής προσαρμογής στην Ελλάδα βασίστηκαν κυρίως στην αύξηση των εσόδων. Ας ελπίσουμε ότι αυτή τη φορά τα πράγματα θα διαφέρουν.

Πέμπτον, η ίδια η δημοσιονομική προσαρμογή φαίνεται να ασκεί περιοριστική επίπτωση στο ΑΕΠ, και έτσι, σε κάποιο βαθμό, αυτοαναιρείται. Η συνολική εγχώρια ζήτηση προβλεπόταν να πέσει κατά 7,7% το 2010 και κατά 6,0% το 2011. Η μεγαλύτερη αρνητική επίπτωση φαίνεται να προέρχεται από τις καταναλωτικές δαπάνες του δημοσίου και τις συνολικές επενδύσεις. Από την άλλη, ο εξωτερικός τομέας προβλέπεται να έχει μία κατά το μάλλον ή ήττον ισχυρή θετική επίπτωση στη μεγέθυνση του ΑΕΠ: 2,3 εκατοστιαίες μονάδες το 2010 και 2,9 εκατοστιαίες μονάδες το 2011. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στην απότομη πτώση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Μια ισχυρή ανάκαμψη των εξαγωγών προβλέπεται για μετά το 2011. Εδώ όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας νέας διεθνούς ύφεσης, η οποία ασφαλώς θα έχει αρνητικές επιπτώσεις.

Το πρόγραμμα περιέχει λεπτομερειακή ανάλυση των μέτρων και η εφαρμογή του θα διευκολυνθεί χωρίς αμφιβολία από την αυστηρή επιτήρηση της τρόικας και τη στενή σύνδεση της χρηματοδότησης με την επίτευξη των στόχων του. Παρ’ όλα αυτά, στο σχεδιασμό του υπάρχουν σοβαρές αδυναμίες και, στην εφαρμογή του, ελλοχεύουν σημαντικοί οικονομικοί και κοινωνικοί κίνδυνοι.

Η κυριότερη αδυναμία του προγράμματος σχετίζεται με το γεγονός ότι η δραστική δημοσιονομική προσαρμογή συντελεί στη συνέχιση και την εμβάθυνση της οικονομικής ύφεσης. Το ίδιο το πρόγραμμα προβλέπει μια τριετή ύφεση, κάτι που με τη σειρά του επιβραδύνει τη δημοσιονομική προσαρμογή και επιδεινώνει τη δυναμική του χρέους. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η επερχόμενη αναθεώρηση θα προβλέπει συνέχιση της ύφεσης και κατά το 2012. Αυτός είναι και ο κυριότερος λόγος για τον οποίο ο λόγος του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ συνεχίζει να αυξάνεται τόσο κατά το 2013 όσο και, πιθανότατα, κατά το 2014.