Ο παράδοξος θρίαμβος της φιλελεύθερης Δημοκρατίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο παράδοξος θρίαμβος της φιλελεύθερης Δημοκρατίας

Έρικ Χομπσμπάουμ και Γιαν-Βέρνερ Μύλερ φωτίζουν την πρόσφατη ιστορία των ιδεολογιών στην Ευρώπη

Μία από τις πιο εκπληκτικές αλλαγές στην πολιτική εξέλιξη της Ευρώπης είναι η μεταστροφή της τύχης για τον μαρξισμό, μια σχολή σκέψης που άλλοτε φάνταζε ως ανυπέρβλητος ιδεολογικός αντίπαλος. Στο τελευταίο βιβλίο του, με τίτλο How to Change the World, ο Χομπσμπάουμ προβαίνει σε ιστορική καταγραφή της επίδρασης του μαρξισμού στον 20ο αιώνα και επιχειρεί να κάνει μια υπόθεση για τη σημερινή του σημασία. Ο Χομπσμπάουμ είναι ένας από τους γίγαντες της ιστορικής επιστήμης και συγγραφέας μιας εντυπωσιακής σειράς επιβλητικών μελετών. Ακόμη και εκείνοι που διαφωνούν με τις μαρξιστικές αντιλήψεις του, γνωρίζουν ότι η εξελιγμένη χρήση της μαρξιστικής θεωρίας εμπλούτισε σε μεγάλο βαθμό τη μελέτη της εκβιομηχάνισης, της σύγχρονης εργατικής τάξης, των ποικίλων επαναστατικών κινημάτων και της ανάδυσης αυτοκρατοριών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κοσμοπολιτικό περιβάλλον της καταγωγής του -από την Αλεξάνδρεια, μέσω Βιέννης και Βερολίνου, ως το Λονδίνο- ενισχυμένο από την ευρύτητα της γνώσης του, τη γενναιοδωρία του πνεύματός του και την κατοχή γλωσσών και αντικειμένων του επιστητού, τον βοήθησαν να αποφύγει τη στενή και δογματική προσέγγιση, που είναι τόσο κοινή στους ελάσσονες μαρξιστές ιστορικούς.

Εντούτοις, όπως και στην περίπτωση του Φάουστ του Γκαίτε, υπάρχουν -φευ- δύο ψυχές που κατοικούν στο στήθος του. Από τη μια είναι ο δρ. Χομπσμπάουμ, ο επιβλητικός ιστορικός που χρησιμοποιεί τα εργαλεία της μαρξιστικής παράδοσης για να εξερευνήσει την ιστορία, κι από την άλλη ο σύντροφος Έρικ, ο επαναστάτης, ο οποίος παραμένει αιχμάλωτος της ιδεολογίας, αν και αποστασιοποιείται από την εξουθενωτική κομματική ορθοδοξία. Το βιβλίο How to Change the World, που περιλαμβάνει πάνω από μια δωδεκάδα δοκιμίων γραμμένων μεταξύ 1956 και 2009, αναδεικνύει αυτό το δισυπόστατο. Αν και ο τίτλος του βιβλίου είναι ελαφρώς παραπλανητικός (δεν πρόκειται για σύνοψη της επαναστατικής πράξης), το βιβλίο αποτελεί μια από τις αρτιότερες αφηγήσεις σχετικά με το πώς η μαρξιστική σκέψη πράγματι άλλαξε τον κόσμο.

Ο Χομπσμπάουμ ιχνηλατεί την επιρροή του Μαρξ στα πάντα, από την πολιτική ως την τέχνη, σε πολλές χώρες, από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα. Ο συγγραφέας δείχνει πώς, παρά την αποστροφή του μαρξισμού προς τον εθνικισμό, η μαρξιστική ανάλυση βοήθησε να αναπτυχθούν και να συντηρηθούν εθνικιστικά κινήματα στους κόλπους ορισμένων καταπιεσμένων λαών. Μάλιστα, το κεφάλαιο που είναι αφιερωμένο στον Αντόνιο Γκράμσι, θα συμβάλει στο να πάψει ο Ιταλός μαρξιστής διανοούμενος να φαίνεται τόσο εσωτεριστής και αινιγματικός στο αγγλόφωνο αναγνωστικό κοινό.

Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την εποχή μας έχει το πρώτο δοκίμιο, με τίτλο «Ο Μαρξ Σήμερα», στο οποίο ο Χομπσμπάουμ διεισδύει με οξυδέρκεια στη μετα-ψυχροπολεμική εποχή. Ισχυρίζεται ότι η διάλυση του σοβιετικού τύπου μαρξισμού έχει -παραδόξως- καταστήσει πιο ουσιαστική τη μελέτη του Μαρξ, απελευθερώνοντας τον μαρξισμό από τον ζουρλομανδύα που του φόρεσε η ιδιότητά του ως επίσημης ιδεολογίας ενός τυραννικού καθεστώτος. Εντούτοις, παραδέχεται, επίσης, ότι το όραμα του Μαρξ για ένα προλεταριάτο που θα «απαλλοτριώνει τους απαλλοτριωτές» είναι σήμερα ξεπερασμένο (αν και υποστηρίζει ότι η αντίληψη του Μαρξ για τον δυναμισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι διαφωτιστική για την αντιμετώπιση των καπιταλιστικών κρίσεων, όπως η τρέχουσα παγκόσμια οικονομική ύφεση). Ο Χομπσμπάουμ είναι αποφασισμένος όχι μόνο να διασώσει τον Μαρξ από τα συντρίμμια της σοβιετικής καταστροφής, αλλά και να τον βοηθήσει να ξανακερδίσει τη θέση του στο πάνθεον των σύγχρονων διανοουμένων, που είναι ικανοί να αναπτύξουν αναλυτική και προσαρμοστική αντίληψη των ανθρωπίνων πραγμάτων. Ίσως επειδή δεν επιθυμεί να ηχήσει δογματικός ή ξεπερασμένος, ο Χομπσμπάουμ αποφεύγει να χαρακτηρίσει «διαλεκτική» αυτήν τη μοναδική ιδιότητα της μαρξιστικής σκέψης, αλλά αυτό ακριβώς είναι το βασικό χαρακτηριστικό της.

Επίσης, δεσποτικός όσο και οι αναλύσεις του, ο Χομπσμπάουμ εμφανίζεται απρόθυμος να ασχοληθεί με ορισμένα προβληματικά γεγονότα. Ας πάρουμε τις εθνότητες. Δεδομένης της εβραϊκής καταγωγής του, ο Χομπσμπάουμ είναι δικαίως ευαίσθητος όσον αφορά τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι Εβραίοι διανοούμενοι σε διάφορα μαρξιστικά κινήματα, εστιάζοντας κυρίως σε εκείνα της Γερμανίας και της Αυστρο-Ουγγαρίας. Με λακωνικό τρόπο επικρίνει τους περισσότερους μη Εβραίους διανοούμενους της Γερμανίας μετά την ενοποίηση, το 1871, επειδή υπήρξαν «βαθιά δεμένοι με την Αυτοκρατορία». Αυτή η υποταγή άφησε το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κίνημα χωρίς πνευματική ηγεσία, με αποτέλεσμα την άνοδο σε ηγετικές θέσεις Εβραίων, όπως ο Έντουαρντ Μπερνστάιν, ο Καρλ Κάουτσκι και η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ομοίως, η ανάδυση ποικίλων εθνικιστικών κινημάτων μέσα στην Αυστρο-ουγγρική αυτοκρατορία στα τέλη του 19ου αιώνα, οδήγησε πολλούς Εβραίους διανοούμενους στον σοσιαλισμό ή στον σιωνισμό, τους μόνους χώρους όπου θα μπορούσαν να νιώσουν οικεία.

Ο Χομπσμπάουμ περιγράφει με οξυδέρκεια όλα τα ανωτέρω, αλλά στην πραγματικότητα δεν καταγίνεται με το πρόβλημα που θέτει στο ευρύτερο πλαίσιο με το οποίο ασχολείται. Σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, η ταξική προέλευση θα πρέπει να καθορίζει την πολιτική τοποθέτηση του ατόμου. Αλλά για τους συγκεκριμένους ακτιβιστές, ήταν η εβραϊκή καταγωγή τους και όχι η ταυτότητά τους ως αστών διανοουμένων, που τους έσπρωξε στην αγκαλιά του μαρξισμού. Αυτή η άποψη σημαίνει ότι η ιστορία ως όλον δεν είναι η ιστορία των τάξεων (όπως θα έλεγε ο Μαρξ), αλλά ότι έχουν επίσης σημασία οι εθνικές, εθνοτικές και θρησκευτικές συγγένειες. Αν, όμως, ο Χομπσμπάουμ παραδεχόταν κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να απορρίψει μια μείζονα πλευρά του θεωρητικού μαρξισμού, πράγμα που είναι απρόθυμος να πράξει.