Η Ευρώπη μετά την κρίση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ευρώπη μετά την κρίση

Πώς μπορεί να διατηρηθεί το κοινό νόμισμα

Εξ αρχής, το ευρώ βασιζόταν σε ένα στοίχημα. Όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποφάσισαν την νομισματική ένωση το 1992, στοιχημάτισαν ότι οι ευρωπαϊκές οικονομίες θα συγκλίνουν μεταξύ τους: οι επιρρεπείς στα ελλείμματα χώρες της νότιας Ευρώπης θα υιοθετήσουν γερμανικά οικονομικά πρότυπα - χαμηλότερο πληθωρισμό και αυξήσεις μισθών, αύξηση αποταμίευσης και περιστολή δαπανών - και η Γερμανία θα γίνει λίγο περισσότερο σαν τον Νότο αποδεχόμενη περισσότερο κράτος, μεγαλύτερη ιδιωτική κατανάλωση, υψηλότερους μισθούς και πληθωρισμό. Αυτό δεν συνέβη. Τώρα, με το ευρώ σε κρίση, οι αληθινές επιπτώσεις αυτού του στοιχήματος γίνονται σαφείς.

Κατά τα τελευταία δύο χρόνια, τα κράτη μέλη της ευρωζώνης έχουν κάνει μια αξιοπρόσεκτη προσπάθεια διαχείρισης των βραχυπρόθεσμων συμπτωμάτων της κρίσης, παρότι οι δαπάνες ήταν μεγάλες. Ωστόσο, η μακροπρόθεσμη πρόκληση παραμένει: να καταστούν οι ευρωπαϊκές οικονομίες συγκλίνουσες, δηλαδή, να εξασφαλιστεί ότι οι εγχώριες μακροοικονομικές συμπεριφορές είναι αρκετά παρόμοιες τόσο που να επιτρέπεται η ενιαία νομισματική πολιτική και σε λογικό κόστος. Για να συμβεί αυτό, οι πιστώτριες χώρες, όπως η Γερμανία, και οι χώρες με έλλειμμα στη νότια Ευρώπη πρέπει να ευθυγραμμίσουν τις τάσεις τους επί των δημόσιων δαπανών, της ανταγωνιστικότητας, του πληθωρισμού κ.λπ.

Η ευθυγράμμιση των οικονομιών της ηπείρου θα απαιτήσει από την Ευρώπη κατ' αρχήν να απορρίψει τις συνήθεις λανθασμένες διαγνώσεις της σημερινής κρίσης. Το πρόβλημα δεν προέρχεται κατά κύριο λόγο από τη σπάταλη του δημόσιου τομέα ή τον χρεοκοπημένο ιδιωτικό τομέα στις χώρες - οφειλέτες. Είναι μάλλον το αποτέλεσμα μιας θεμελιώδους ανισορροπίας στην ζώνη του ενιαίου νομίσματος, η οποία εφαρμόζει μια ενιαία νομισματική πολιτική και ενιαίο μηχανισμό συναλλαγματικής ισοτιμίας σε μια ομάδα διαφορετικών χωρών. Οι προτάσεις πολιτικών δημοσιονομικής λιτότητας, η εξονυχιστική διαχείριση των εθνικών προϋπολογισμών, ο φορολογικός φεντεραλισμός, οι διασώσεις ή τα τεράστια κεφάλαια για να εξορκιστούν οι κερδοσκόποι, δεν αρκούν για να λύσουν αυτό το πρόβλημα. Αντ' αυτού, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να εμπιστεύονται ουσιαστικά τον δημοκρατικό χαρακτήρα της ΕΕ, ο οποίος θα τους ενθαρρύνει να κατανείμουν το κόστος της σύγκλισης δικαιότερα εντός και μεταξύ των χωρών. Το βάρος πρέπει να μετατοπιστεί από τον δημόσιο τομέα στην Ευρώπη και τις χώρες του ελλείμματος στον ιδιωτικό τομέα και τις πλεονασματικές χώρες. Εάν αυτό δεν συμβεί, η επιβίωση του ευρώ θα πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση και η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει μια μακροπρόθεσμη οικονομική καταστροφή που θα μπορούσε να αποφορτίσει τον πλούτο και τη δύναμή της για το υπόλοιπο της τρέχουσας δεκαετίας ίσως και πέραν αυτής.

ΕΝΑ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΜΕ ΡΙΣΚΟ

Από τότε που στην Ευρώπη άρχισαν να συνεργάζονται για νομισματικά θέματα στη δεκαετία του 1970, σχεδόν κάθε συμφωνία αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης με όρους που κατά κύριο λόγο έθετε η Γερμανία. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, η οποία δέσμευσε τους ευρωπαίους στο ευρώ, δεν αποτελούσε εξαίρεση. Βασικό κίνητρο της Γερμανίας για ένα ενιαίο νόμισμα, σε αντίθεση με την πλέον διαδεδομένη άποψη, δεν ήταν ούτε για την ενίσχυση της επανένωσης, ούτε για την υλοποίηση ενός ιδεαλιστικού ομοσπονδιακού συστήματος με στόχο την ευρωπαϊκή πολιτική ένωση. Ήταν μάλλον για να προωθήσει την δική της οικονομική ευημερία μέσω των ανοικτών αγορών, μια ανταγωνιστική συναλλαγματική ισοτιμία και μια αντιπληθωριστική νομισματική πολιτική. Τα περισσότερα στελέχη των γερμανικών επιχειρήσεων και των γερμανικών κυβερνήσεων πίστευαν τότε και πιστεύουν και σήμερα ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα υποστηριζόταν καλύτερα μέσω ανεξάρτητων κεντρικών τραπεζών σαν την δική τους Bundesbank, η οποία σχεδόν πάντα δίνει προτεραιότητα στον χαμηλό πληθωρισμό έναντι της ανάπτυξης ή της απασχόλησης.

Στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία και άλλες χώρες που είχαν παραδοσιακά πιο αδύναμο νόμισμα, οι πολιτικοί είδαν την νομισματική ένωση εν μέρει ως μέσο για να μιμηθούν την επιτυχία της Γερμανίας με το να δεσμευτούν σε χαμηλό πληθωρισμό και χαμηλά επιτόκια, σε μεταρρύθμιση των δομών των οικονομιών τους και την ενθάρρυνση των διασυνοριακών επενδύσεων. Ωστόσο, είδαν επίσης το ευρώ ως μέσο για να φέρουν τη Γερμανία πιο κοντά στα δικά τους οικονομικά μοντέλα, χαλαρώνοντας έτσι τους εξωτερικούς περιορισμούς και τις ανταγωνιστικές πιέσεις στις οικονομίες τους. Αυτές οι χώρες με αδύναμα νομίσματα είχαν υποστεί πολλές κρίσεις χρέους αλλά και συναλλαγματικές κρίσεις στη δεκαετία του 1970 και του 1980, κρίσεις που ξέσπασαν λόγω χασμάτων στις τιμές, τις δαπάνες και τους μισθούς μεταξύ αυτών και της Γερμανίας. Για να αποφευχθεί η επανάληψη του φαινομένου αυτού, ήλπιζαν να ενθαρρύνουν τη Γερμανία να δεχτεί μια ευρωπαϊκή δομή που θα επιτρέψει υψηλότερες εγχώριες δαπάνες, αυξήσεις μισθών και πληθωρισμού. Οι δύο προσεγγίσεις θα συναντώντο κάπου στη μέση.

Δεν πέτυχε. Ακόμα και ο Ζακ Ντελόρ, ο οποίος ήταν πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 1985 έως το 1995 και ο οποίος συχνά θεωρείται ως ο πατέρας του ευρώ, μου είπε λίγο μετά τη διαπραγμάτευση για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ ότι είδε το ενιαίο νόμισμα ως μια αποτυχία, διότι είχε αποτύχει να πείσει τους Γερμανούς να συμβιβαστούν. Η αδιαπραγμάτευτη απαίτηση του Βερολίνου σε αντάλλαγμα για τη νομισματική ένωση, ήταν μια ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα που θα είναι ακόμη πιο ανεξάρτητη ήδη από το σχεδιασμό της, και με εντολή για ακόμα πιο αντι-πληθωριστική δράση από όσο η παλιά Bundesbank. Δεν έγινε καμία πρόβλεψη για δημοσιονομικές μεταβιβάσεις ή διασώσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών.

Από την αρχή, λοιπόν, το ενιαίο νόμισμα επέβαλε υψηλούς κινδύνους σε ορισμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Εάν οι ελλειμματικές χώρες, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, δεν μπορούσαν να πείσουν τη Γερμανία να αλλάξει τη συμπεριφορά της, τότε στοιχημάτιζαν την μελλοντική ευημερία τους στη δική τους ικανότητα να υιοθετήσουν τα γερμανικά πρότυπα στην μισθολογική πειθαρχία, στις δημόσιες δαπάνες και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Αυτοί ήταν φιλόδοξοι στόχοι, γιατί τέτοιου είδους πρότυπα είναι βαθειά ριζωμένα σε εθνικούς κοινωνικούς συμβιβασμούς και στην πολιτική ιστορία κάθε χώρας. Η ευρωζώνη έπρεπε να γίνει κάτι περισσότερο από αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «μια βέλτιστη νομισματική περιοχή», στην οποία η οικονομική συμπεριφορά είναι αρκούντως εναρμονισμένη για να δικαιολογήσει μια ενιαία νομισματική πολιτική.

Στην πράξη, το να φθάσει η ευρωζώνη στο σημείο αυτό θα είναι πολύ δύσκολο, επειδή το σύστημα του ευρώ απαιτούσε από τις κυβερνήσεις να παραδώσουν τα εργαλεία που παραδοσιακά χρησιμοποιούσαν για να αντισταθμίσουν την διαφορά τους με τη Γερμανία. Αυτά συμπεριελάμβαναν μονομερή έλεγχο των επιτοκίων και της προσφοράς χρήματος, περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων και χειραγώγηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Αντιμέτωπη με μια κρίση χρέους ή ανταγωνιστικότητας, μια χώρα θα έπρεπε να δράσει άμεσα για να συμπιέσει την οικονομική δραστηριότητα μέσω των μισθών, της ιδιωτική κατανάλωσης, των επενδύσεων των επιχειρήσεων και των κρατικών δαπανών. Αυτή είναι μια επικίνδυνη πορεία για οποιαδήποτε κυβέρνηση, διότι επιβάλλει άμεσα και ορατά το κόστος σε όλη την κοινωνία. Ωστόσο, οι δημιουργοί του ευρώ προφανώς πίστευαν ότι οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα μπορούσαν να συγκλίνουν σε κάτι που μοιάζει με το γερμανικό μοντέλο, ή ότι η ίδια η Γερμανία θα υποχωρήσει, επειδή έκαναν μερικές προβλέψεις για την αντιμετώπιση μιας κατάρρευσης τραπεζών, κρίσεων χρέους ή άλλες πιθανές συνέπειες μιας οικονομικής αποτυχίας .

ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟΙ ΞΕΧΩΡΙΣΤΑ

Αρχικά, οι άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες φαινομενικά εναρμόνισαν τις πολιτικές τους σύμφωνα με εκείνες της Γερμανίας, όπως ανέμεναν οι αισιόδοξοι. Οι κυβερνήσεις χωρών με ασθενές νόμισμα συγκράτησαν τους μισθούς, τις κρατικές δαπάνες και την κατανάλωση - ή παρουσίασαν στατιστικά στοιχεία που έδειχναν σαν να το είχαν πράξει. Η υιοθέτηση του ευρώ μείωσε τα επιτόκια για τις χώρες αυτές και ενθάρρυνε τις χορηγήσεις δανείων από τους βορειο-ευρωπαίους προς τις οικονομίες αυτές, τονώνοντας την ανάπτυξη.

Ωστόσο, κάτω από την επιφάνεια, η ευρωζώνη ήταν μια ωρολογιακή βόμβα. Οι οικονομίες της Ευρώπης αναπτύσσονταν και πάλι ξεχωριστά, κατάσταση της οποίας οι συνέπειες έγιναν σαφείς μετά την οικονομική κατάρρευση ΗΠΑ και Βρετανίας το 2008. Οι κυβερνήσεις των χωρών με έλλειμμα βρέθηκαν αμέσως υπό πίεση στις διεθνείς αγορές: οι κερδοσκοπικές εγχώριες αγορές κατέρρευσαν, τα επιτόκια αυξήθηκαν, το εξωτερικό χρέος διογκώθηκε και η ανάπτυξη έπεσε κατακόρυφα. Αντίθετα, η Γερμανία, μετά από έναν σύντομο… λόξιγκα, γνώρισε μια πρωτοφανή οικονομική άνθηση. Αυτές οι διαφορετικές τροχιές έχουν θέσει υπό αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα του ευρώ.

Σύμφωνα με την κοινή λογική και την επίσημη ρητορική στη Γερμανία και αλλού, η κρίση προκλήθηκε κυρίως από τις υπερβολικές δημόσιες δαπάνες σε ορισμένες χώρες της ευρωζώνης. Η επίλυση αυτής της κρίσης και η πρόληψη άλλων μελλοντικών κρίσεων, θα απαιτήσει, επομένως, απλώς να επιβληθεί αυστηρός έλεγχος επί των κρατικών προϋπολογισμών σε χώρες με ελλειμματικό ισοζύγιο. Για το σκοπό αυτό, η λεγόμενη συνθήκη δημοσιονομικής πειθαρχίας που πρόσφατα διαπραγματεύτηκαν τα μέλη της ΕΕ, εάν επικυρωθεί, επιβάλλει δημοσιονομική λιτότητα σε όλη την ήπειρο. Ορισμένοι οικονομολόγοι, όπως ο Mario Draghi, ο οποίος ηγείται σήμερα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, επίσης πιστεύουν ότι η περικοπή των προϋπολογισμών είναι κάτι καλό για την ανάπτυξη.

Ωστόσο, αυτή είναι μια παραπλανητική διάγνωση. Αν και ορισμένες χώρες της νότιας Ευρώπης, όπως και πολλές δυτικές δημοκρατίες, μπορεί να κάνουν καλά εάν μειώσουν τα δημόσια ελλείμματα, η δημόσια σπατάλη δεν ήταν η κύρια αιτία της κρίσης. Οι χώρες της ευρωζώνης έχουν σχετικά συνετές δημοσιονομικές πολιτικές. Οι περισσότερες έχουν μικρότερα ελλείμματα από την Ιαπωνία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της ευρωζώνης με μέσο όρο ελλείμματος πάνω από 3% του ΑΕΠ, το ανώτατο όριο που επιτρέπεται από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, και η Πορτογαλία ήταν η μόνη άλλη χώρα που μαστιζόταν επίσης από μεγάλα δημόσια ελλείμματα πριν από την κρίση. Η Ισπανία είχε στην πραγματικότητα πλεόνασμα. Πολύ πιο σημαντικοί στην πρόκληση της κρίσης ήταν οι κοντόφθαλμοι και χαλαροί κανονισμοί για τον ιδιωτικό τομέα, κάτι που εξέθρεψε την απερίσκεπτη πολιτική του τραπεζικού τομέα της Ιρλανδίας, τον ανεπαρκή ανταγωνισμό των αγορών στην Ιταλία και μια εκρηκτική άνοδο της αγοράς ακινήτων που προσγειώθηκε άσχημα στην Ισπανία. Ούτε υπάρχει λόγος να κατηγορούμε την κρίση για την πτώχευση του κοινωνικού μοντέλου της γηραιάς ηπείρου. Η πρόσφατη φερεγγυότητα και η ανταγωνιστικότητα των οικονομιών της βόρειας Ευρώπης δείχνει ότι η συνετή διαχείριση των Ταμείων Προνοίας και οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας μπορούν να κρατήσουν βιώσιμο το ευρωπαϊκό μοντέλο.

Μια χορωδία γερμανικής κριτικής, από την εφημερίδα Bild ως τον Josef Joffe, τον διευθυντή της αξιοσέβαστη εφημερίδας Die Zeit, έχουν απευθύνει την κατηγορία ότι η κρίση βασίστηκε σε μια μοναδική κουλτούρα διαφθοράς και αναποτελεσματικότητας στη νότια Ευρώπη , σε αντίθεση με τη νηφαλιότητα στον βορρά. Ωστόσο, αυτή η διάκριση είναι επίσης παραπλανητική. Οι σοβαρές κρίσεις τις αγορές ακινήτων ή στον τραπεζικό τομέα δύσκολα εστιάζονται στη νότια Ευρώπη. Έχουν συμβεί πρόσφατα σε όλο τον δυτικό κόσμο. Μεταξύ 1999 και 2008, παρά το σκληρό ανταγωνισμό από τις αναδυόμενες αγορές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε σχεδόν κατά ένα τρίτο. Όλες οι χώρες που βρίσκονται σε κρίση έχουν σχεδόν ταιριάξει ή και ξεπεράσει τη Γερμανία σε κάποιο συνδυασμό αύξησης του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, παραγωγικότητας της εργασίας και ωρών εργασίας. Αυτό εξηγεί γιατί οι επενδύσεις στη νότια Ευρώπη, δεν προέρχονται αποκλειστικά από εγχώριες πηγές: Οι συνοφρυωμένοι Γάλλοι και Γερμανοί τραπεζίτες και ομολογιούχοι βοήθησαν να χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις με χαμηλότοκα δάνεια.

Παρά το γεγονός ότι τα μεγάλα ελλείμματα και ο χρεοκοπημένος ιδιωτικός τομέας ήταν μέρος του προβλήματος, η βαθύτερη αιτία της σημερινής κρίσης βρίσκεται στις αντιφάσεις στην ίδια τη ζώνη του ευρωσυστήματος. Δέκα χρόνια μετά την υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος, η Ευρώπη εξακολουθεί να μην είναι μια βέλτιστη νομισματική ζώνη. Αντ' αυτού, το ενιαίο νόμισμα μεγεθύνει τις υφιστάμενες διαφορές και περιορίζει τα μέσα πολιτικής που απαιτούνται για την υπέρβασή τους. Πτώχευση στη νότια Ευρώπη και ευημερία στη Γερμανία είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία πέρασαν την τελευταία δεκαετία συσσωρεύοντας μεγάλα και αυξανόμενα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και έτσι κατηγορούνται για αναποτελεσματικότητα και υπερβολικές δαπάνες. Αλλά οι γερμανικές πολιτικές είναι συνυπεύθυνες για τα ελλείμματα. Κατά την ίδρυση του ευρώ το 1999, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έθεσε έναν πανευρωπαϊκό στόχο για τον πληθωρισμό στο 2%, με βάση τις τάσεις στην αγορά εργασίας της Γερμανίας. Ωστόσο, η Γερμανία μετάβαλε τους όρους μειώνοντας τις τιμές της και τους μισθούς της κάτω από αυτό το επίπεδο. Για να δει κανείς πώς αυτό βοήθησε να προκληθεί η κρίση, αρκεί να σκεφτεί το πιο σημαντικό συστατικό για τη μέτρηση της εξωτερικής ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας: το κόστος της εργασίας ανά παραγόμενη μονάδα, που ονομάζεται επίσης «κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος», το οποίο ιδανικά θα έπρεπε να αυξηθεί με τον ίδιο ρυθμό όπως ο πληθωρισμός. Μεταξύ 1999 και 2008, το μέσο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία αυξήθηκε κατά μία ποσοστιαία μονάδα ανά έτος πάνω από το στόχο, καθιστώντας με αργό ρυθμό μη ανταγωνιστικές τις οικονομίες τους και σηματοδοτώντας την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις. Αντίθετα, κατά την ίδια περίοδο στη Γερμανία, η ασθενική αύξηση των μισθών, η επίσης ασθενής εγχώρια κατανάλωση, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, καθώς και οι περικοπές των κρατικών δαπανών οδήγησαν το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος να αυξηθεί κατά μέσο όρο λιγότερο από ένα τοις εκατό ανά έτος, πολύ χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό στόχο. Επί μία δεκαετία, ο συνδυασμός της υπερβολικής αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε ορισμένες περιοχές και η συμπίεσης των μισθών αλλού δημιούργησε ένα συνολικό χάσμα ανταγωνιστικότητας μεταξύ της Γερμανίας και των ευρωπαίων εταίρων της κατά 25%. Αυτό ωφέλησε κυρίως τον εξαγωγικό τομέα της Γερμανίας - το μόνο μέρος της οικονομίας της που κατέγραψε καθαρή αύξηση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας -σε βάρος όχι μόνο των ξένων αλλά και των Γερμανών εργαζομένων και των φορολογουμένων, των οποίων οι μισθοί δεν συμβαδίζουν με τον πληθωρισμό.

Πολλοί παρατηρητές, και όχι μόνο στη Γερμανία, βλέπουν την ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας ως τον επάξιο καρπό μιας δεκαετίας εσωτερικής μεταρρύθμισης και αυτοσυγκράτησης, κατά την οποία η κυβέρνηση και τα συνδικάτα εργάστηκαν μαζί για την απελευθέρωση των αγορών εργασίας και την άμβλυνση των μισθών. Οι χώρες της νότιας Ευρώπης, όπως υποστηρίζουν, θα πρέπει απλά να μιμηθούν την επιτυχία της Γερμανίας. Υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτή την άποψη, αλλά παραβλέπει το γεγονός ότι η συγκράτηση των μισθών στη Γερμανία ήταν υπερβολική, τροφοδοτώντας τόσο μια σειρά εμπορικές ανισορροπίες όσο και τον αλόγιστο διεθνή δανεισμό. Επειδή η Γερμανία είναι στην ευρωζώνη, η εξωτερική ανταγωνιστικότητά της δεν αντισταθμίστηκε από την άνοδο του νομίσματος. Η πραγματική σταθμισμένη ισοτιμία της Γερμανίας σήμερα, στο ενιαίο νόμισμα, είναι περίπου 40% χαμηλότερο από εκείνη που θα ήταν αν το γερμανικό μάρκο υπήρχε ακόμα. Το αποτέλεσμα: το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας, στα 200 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο, είναι το μεγαλύτερο στον κόσμο, ακόμα μεγαλύτερο και από της Κίνας. Το 40% του πλεονάσματος προέρχεται από το εμπόριο της Γερμανίας εντός της ευρωζώνης -συνολικά περίπου το ίδιο ποσό με τα συνδυασμένα ελλείμματα των χωρών της κρίσης.

Η συσσώρευση πλεονασμάτων που προέρχονται από τις εξαγωγές και την συγκράτηση της εγχώριας κατανάλωσης, άλλωστε, παράγουν πλεόνασμα κεφαλαίου. Οι γερμανικές τράπεζες και οι Γερμανοί επενδυτές δανείζουν τα επιπλέον κεφάλαιά τους στη νότια Ευρώπη σε ιστορικά χαμηλά επιτόκια, αγνοώντας τον μακροπρόθεσμο κίνδυνο. Έτσι, τα ελλείμματα της νότιας Ευρώπης είναι τόσο σφάλμα της βόρειας Ευρώπης όσο είναι και λάθος των ίδιων των δανειζομένων της νότιας Ευρώπης. Χρησιμοποιώντας ένα υποτιμημένο νόμισμα για να συσσωρεύει εμπορικά πλεονάσματα, η Γερμανία ενεργεί σαν να είναι η Κίνα της Ευρώπης. Ωστόσο, η ιδιότητά της ως μέλος της ευρωζώνης την απαλλάσσει από το είδος της κριτικής που η Κίνα αναγκάζεται να αντιμετωπίζει τακτικά.

Αυτό η επαγόμενη από το ευρώ ανισορροπία βοηθά να εξηγηθεί γιατί η εξαγωγική οικονομία της Γερμανίας αναπτυσσόταν κατά 3% με 4% ετησίως, ενώ οι γειτονικές οικονομίες παραμένουν βυθισμένες στην κρίση. Τέτοιες ιστορικά μεγάλες ανισορροπίες ήταν περισσότερο από αρκετές για να προκαλέσουν σοβαρές κρίσεις στις οικονομίες που χρωστούν. Ωστόσο, στην προσπάθειά τους να καλύψουν τη διαφορά με τη Γερμανία, οι κυβερνήσεις της νότιας Ευρώπης παρεμποδίστηκαν περαιτέρω από το σύστημα του ευρώ, που τους έχει αφαιρέσει το κύριο εργαλείο που παραδοσιακά χρησιμοποιούσαν για να συμβαδίσουν με τους οικονομικά ανταγωνιστικούς γείτονές τους: την υποτίμηση του νομίσματος. Η υποτίμηση μειώνει την τιμή των εξαγωγών και αυξάνει την τιμή των εισαγωγών, μετατοπίζοντας μέρος του βάρους της προσαρμογής των ελλειμμάτων στους ξένους των οποίων τα προϊόντα έχουν γίνει σχετικά λιγότερο ανταγωνιστικά. Το ευρώ έχει αναγκάσει επίσης τις νότιες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να παραδώσουν τον μονομερή έλεγχο των επιτοκίων και του πληθωρισμού, ως ένα μέσο για έλεγχο των τιμών ή μείωση των χρεών τους. Η μόνη εναπομείνασα επιλογή πολιτικής που οι ελλειμματικές χώρες έχουν για να καλύψουν το χάσμα ανταγωνιστικότητας του 25% είναι να μειώσουν δραστικά τους μισθούς, την ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα και τις κρατικές δαπάνες, οδηγώντας σε μείωση του επιπέδου της συνολικής κατανάλωσης. Σε κάθε χώρα, τέτοιες άμεσες περικοπές τείνουν να είναι αμφιλεγόμενες, να έχουν πολιτικό κόστος και να είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν. Η Γερμανία, εν τω μεταξύ, παρά το γεγονός ότι φέρει μεγάλο μέρος της ευθύνης για το χάσμα αυτό, δεν αντιμετωπίζει άμεση πίεση από την αγορά για να μοιραστεί το κόστος της προσαρμογής.

ΧΡΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ

Εν όψει αυτών των εντάσεων, η διατήρηση της ενότητας της ευρωζώνης απαιτεί από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πρώτα να αντιμετωπίσουν την κρίση ρευστότητας με τη σταθεροποίηση των χρεωμένων χωρών και την στήριξη των ευρωπαϊκών τραπεζών και στη συνέχεια, μακροπρόθεσμα, να προσπαθήσουν τη δομική σύγκλιση των ευρωπαϊκών οικονομιών. Οι χώρες της ευρωζώνης φαίνεται να έχουν επιτυχώς, αν και ίσως μόνο προσωρινά, αντιμετωπίσει την πρώτη πρόκληση. Μετά από δύο χρόνια, οι ισολογισμοί των τραπεζών έχουν σταθεροποιηθεί, οι αγορές μετοχών και ομολόγων ανέκαμψαν και η άμεση πίεση στις χρεωμένες χώρες έχει σταματήσει. Για την επίτευξη των στόχων αυτών, η ΕΕ, η οποία κατά τις φήμες είναι αργή και προσεκτική, ενήργησε με εξαιρετική ευελιξία.

Από τον Μάιο του 2010, οι ευρωπαίοι ηγέτες δημιούργησαν μια σειρά από Ταμεία με συνολικά κεφάλαια σχεδόν 800 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των δεσμεύσεων από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), και συνήψαν συμφωνίες μεταξύ των επιμέρους χωρών, με στόχο την πρόληψη ανεξέλεγκτων χρεοκοπιών. Ένας μόνιμος ευρωπαϊκός μηχανισμός σταθερότητας δημιουργήθηκε για να αναλάβει τη λειτουργία πολλών από αυτών των Ταμείων, τον Ιούλιο του τρέχοντος έτους, ενδεχομένως με ακόμα περισσότερα χρήματα. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αγόρασε ομόλογα από τις προβληματικές χώρες, τα οποία προεξοφλούνται στη συνέχεια, αν και κάτι τέτοιο μπορεί να έχει παραβιάσει διατάξεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ που απαγορεύει διασώσεις οικονομιών και νομισματική χρηματοδότηση δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Τον Φεβρουάριο, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ανάγκασαν ομολογιούχους ελληνικών ομολογιών να αποδεχθούν μια απώλεια 53% και μείωσαν τα επιτόκια στο υπόλοιπο χρέος της χώρας.

Η ΕΕ σταθεροποίησε επίσης τον χρηματοπιστωτικό της τομέα. Τους τελευταίους μήνες, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στήριξε το τραπεζικό σύστημα της ηπείρου προσφέροντας 600 δισεκατομμύρια ευρώ σε τριετή δάνεια στο πολύ χαμηλό επιτόκιο του 1%. Έχει υπαινιχθεί ότι μπορεί να παράσχει περισσότερα τέτοια δάνεια, εάν κριθεί απαραίτητο. Η ΕΕ έχει εγκρίνει σημαντικές νέες τραπεζικές ρυθμίσεις, που αυξάνουν το ποσό του κεφαλαίου των τραπεζών που πρέπει να διακρατείται και έχει ξεκαθαρίσει τις ευθύνες της για τη ρύθμιση των τραπεζών.

Το Βερολίνο έχει ξεπεράσει τις περισσότερες προσδοκίες με το να στηρίζει σταθερά αυτή τις τολμηρές δράσεις, αναλαμβάνοντας κατά τη διαδικασία μεγάλο κόστος και ρίσκο. Αλλά δεν το έχει πράξει από ιδεαλισμό ή φιλανθρωπία, παρά τις εμπνευσμένες εκκλήσεις της καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελ για ενίσχυση της ευρωπαϊκής πολιτικής ένωσης. Η Γερμανία είναι ο μεγαλύτερος ωφελημένος από την χρηματοπιστωτική σταθερότητα και το κοινό νόμισμα. Μια ξαφνική χρεοκοπία από μια χώρα της ευρωζώνης ή η κατάρρευση του κοινού νομίσματος θα καταστρέψει τη γερμανική οικονομία, κυρίως την εξαγωγική βιομηχανία της. Επιπλέον, επειδή δεν είναι δημοφιλείς οι διασώσεις στη Γερμανία, η στήριξη της ΕΕ στις ελλειμματικές χώρες έχει μέχρι στιγμής προσφέρει τον πιο αποδοτικό και πολιτικά πρόσφορο τρόπο στο Βερολίνο για να εξασφαλιστεί ότι οι γερμανικές τράπεζες και οι ομολογιούχοι θα λάβουν την αποπληρωμή των απερίσκεπτων διεθνών δανείων τους. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, ότι μια ισχυρή υποστήριξη από τις γερμανικές επιχειρήσεις υπήρξε καθοριστική για την εξασφάλιση μιας πολυκομματικής πλειοψηφίας στη γερμανική Βουλή που στήριξε τη δέσμευση πόρων για την υπεράσπιση του ευρώ.

Είναι λιγότερο σαφές κατά πόσον το ευρώ εξυπηρετεί τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των ελλειμματικών χωρών. Στις χώρες αυτές, το ισχυρότερο επιχείρημα για την παραμονή στην ευρωζώνη ήταν ότι το κόστος της εξόδου θα ήταν απαγορευτικό. Εάν η Ελλάδα εγκαταλείψει το ευρώ, για παράδειγμα, το κόστος που θα δημιουργηθεί από την ταχεία εκροή κεφαλαίων, τη μαζική πτώχευση των τραπεζών και των επιχειρήσεων και την προσαρμογή στο εθνικό νόμισμα θα ανέλθει πιθανόν στο ένα τρισ. ευρώ. Και οι κίνδυνοι μιας ελληνικής κατάρρευσης φαίνονται λίγοι σε σύγκριση με εκείνους της μετάδοσης της κρίσης στην Ιταλία ή την Ισπανία.

Τα αμερικανικά και ευρωπαϊκά μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν επικρίνει την Μέρκελ για την αναποφασιστική ηγεσία της, η οποία λένε ότι έχει δημιουργήσει μια αργή ευρωπαϊκή απόκριση επικεντρωμένη περισσότερο στην επιβολή λιτότητας παρά στην αναζωπύρωση της ανάπτυξης. Είναι αλήθεια ότι αντιμετωπίζοντας μη ρεαλιστικές προσδοκίες για ανάκαμψη, η Γερμανία αντιτάχθηκε αρχικά στα σχέδια διάσωσης και αναδιάρθρωσης του χρέους και στη συνέχεια οργάνωσε δάνεια με επιτόκια σε επίπεδα τιμωρίας. Μόνο τον Οκτώβριο του 2011, και σε μεγάλο βαθμό χάρη στην επιμονή του ΔΝΤ, η Ευρώπη είχε αρχίσει να τακτοποιεί τα ελληνικά κρατικά χρέη. Αντί γι’ αυτό, η καλύτερη τεχνοκρατική λύση θα ήταν, η Γερμανία να στηρίξει μια ταχύτερη και πιο γενναιόδωρη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, με τους ιδιώτες ομολογιούχους στη βόρεια Ευρώπη να αναλάβουν ένα μερίδιο των απωλειών, και η ΕΕ να παράσχει περισσότερο γενναιόδωρη χρηματοδότηση ώστε να τραβήξει τις προβληματικές οικονομίες από την ύφεση. Αυτό θα μπορούσε να εμποδίσει αυτές τις οικονομίες από τη συσσώρευση χρέους, αφήνοντας καλύτερες προοπτικές για αυστηρότερους προϋπολογισμούς και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε βάθος χρόνου.

Ωστόσο, οι προσδοκίες για αυτό το είδος του αποτελέσματος υποτιμούν την εγγενή πολιτική δυσκολία των διαπραγματεύσεων για το χρέος, οι οποίες περιλαμβάνουν διαπραγματεύσεις μεταξύ κυβερνήσεων χωρών με έλλειμμα και εκείνων με πλεόνασμα, ταυτόχρονα με ανησυχίες για τις αντιδράσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών αλλά και των φορολογουμένων. Αν το ελληνικό χρέος είχε διευθετηθεί νωρίτερα, ή αν είχε χτιστεί ένα μεγαλύτερο «τείχος προστασίας» για να προστατευθεί η Ιταλία και η Ισπανία από την κατάρρευση, τα κίνητρα για μεταρρυθμίσεις των χωρών που χρωστούν θα είχαν μειωθεί. Η Γερμανία δεσμεύεται δικαίως να πιέσει για σημαντικές εγχώριες αλλαγές μέσα από αυτή τη διαδικασία, ιδίως δεδομένης της προθυμίας της να διακινδυνεύσει τη χρηματοδότηση σε άλλες χώρες χωρίς σταθερή εγγύηση επιστροφής του χρέους. Αντιμετωπίζοντας τις βραχυπρόθεσμες συνέπειες της κρίσης χρέους, και διασώζοντας ένα σύστημα από το οποίο επωφελούνται, οι Γερμανοί ηγέτες έχουν επιδείξει πιο τολμηρή πολιτική ηγεσία από ό, τι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία της ευρωπαϊκής νομισματικής ολοκλήρωσης.

ΣΤΗΝ ΡΩΜΗ ΚΑΝΕ ΟΠΩΣ ΚΑΝΟΥΝ ΟΙ… ΓΕΡΜΑΝΟΙ

Δυστυχώς, η διαχείριση των βραχυπρόθεσμων συμπτωμάτων της κρίσης δεν είναι αρκετή. Η επίλυση της άμεσης κρίσης ρευστότητας έχει εξασφαλίσει στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αρκετά χρόνια για να αντιμετωπίσουν το βαθύτερο πρόβλημα: πώς να ενθαρρύνουν τη θεμελιώδη οικονομική σύγκλιση. Για όσο διάστημα οι χώρες της ευρωζώνης εξακολουθούν να λαμβάνουν τόσο ριζικά διαφορετικές πορείες σχετικά με το κόστος εργασίας, τις δημόσιες δαπάνες, τη συμπεριφορά του ιδιωτικού τομέα και την ανταγωνιστικότητα, η Ευρώπη δεν θα είναι μια βέλτιστη νομισματική περιοχή περισσότερο από όσο ήταν όταν το ευρώ τέθηκε σε κυκλοφορία.

Τώρα που το γνωρίζουν αυτό, τα περισσότερα κράτη μέλη σήμερα πιθανόν να μην επέλεγαν ένα κοινό νόμισμα. Στην ίδρυση της ευρωζώνης, οι υποστηρικτές δικαιολόγησαν το νόμισμα με τον ισχυρισμό ότι οι επώδυνες βραχυπρόθεσμες προσαρμογές θα δημιουργήσουν μακροπρόθεσμη οικονομική υγεία. Τώρα, το επιχείρημα έχει γυρίσει: μπορεί να ήταν κακή ιδέα να δημιουργήσουμε το ευρώ αλλά τώρα που υπάρχει, τα βραχυπρόθεσμα οφέλη να μείνουμε με αυτό (σε σύγκριση με την καταστροφική εναλλακτική λύση) αντισταθμίζουν τα μακροπρόθεσμα κόστη.

Νέες, φιλομεταρρυθμιστικές κυβερνήσεις ανέλαβαν τα καθήκοντά τους σε όλη την Ευρώπη, με επικεφαλής τον Μάριο Μόντι στη Ρώμη, τον Μαριάνο Ραχόι στη Μαδρίτη, τον Πέδρο Πάσος Κοέλιο στη Λισαβόνα, τον Λουκά Παπαδήμο στην Αθήνα και τον Έντα Κένυ στο Δουβλίνο. Οι κυβερνήσεις αυτές είναι αποφασισμένες να κάνουν το ευρώ λειτουργικό, αλλά αντιμετωπίζουν δύσκολες επιλογές. Οι πολιτικοί της αντιπολίτευσης στην Ελλάδα και αλλού υποστηρίζουν όλο και περισσότερο την έξοδο από την ευρωζώνη αντί για την διαρκή λιτότητα. Εν τω μεταξύ, εξέχοντα στελέχη των γερμανικών επιχειρήσεων και της οικονομίας έχουν καταδείξει ότι η Γερμανία θα μπορούσε να επιβιώσει σε μια μικρότερη βόρεια ευρωζώνη ή με δικό της νόμισμα, όπως η Σουηδία. Τα θέματα αυτά θα επιλυθούν όχι στις Βρυξέλλες ή τη Φρανκφούρτη, αλλά στις εθνικές πρωτεύουσες. Η διατήρηση του ευρώ με την τρέχουσα μορφή του εξαρτάται από την διαμόρφωση ενός πολιτικά βιώσιμου συμβιβασμού για το ποιες χώρες και ποιες ομάδες σε αυτές τις χώρες θα επωμιστούν το βάρος να κάνουν τις διαφορετικές οικονομίες της Ευρώπης να συγκλίνουν.

Η γερμανική άποψη - ότι το μέλλον του ευρώ στηρίζεται στις χώρες που θα προχωρήσουν σε δύσκολες μεταρρυθμίσεις και σε μείωση των δημοσίων δαπανών -είναι εν μέρει σωστή. Θα ήταν παράτολμο για τη Γερμανία να αναλάβει υποχρεώσεις για τις ελλειμματικές χώρες χωρίς αυτές τις μεταρρυθμίσεις. Αυτός είναι ο λόγος που το Βερολίνο επέμεινε ότι το σύμφωνο δημοσιονομικής πειθαρχίας της ΕΕ απαιτεί από τις κυβερνήσεις να ενσωματώσουν στα εθνικά συντάγματά τους διατάξεις για ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Ωστόσο, αυτό εξακολουθεί να αφήνει άλυτα δύο κρίσιμα ερωτήματα για το πώς θα κατανεμηθεί το κόστος της προσαρμογής της Ευρώπης, τόσο στο εσωτερικό των χωρών όσο και μεταξύ τους.

Πρώτον, πώς θα μεταρρυθμιστεί ο ιδιωτικός τομέας της Ευρώπης; Διαφορετικά μισθολόγια στον ιδιωτικό τομέα και διαφορετικές επιχειρηματικές πρακτικές αποτελούν μεγαλύτερο εμπόδιο για την οικονομική σύγκλιση από όσο οι διαφοροποιήσεις στις δημόσιες δαπάνες. Ωστόσο, συχνά είναι ασαφές το πώς ακριβώς οι εθνικές κυβερνήσεις μπορούν να ενθαρρύνουν τις μεταρρυθμίσεις επί των μισθών και των επιχειρηματικών πρακτικών ή πώς η ΕΕ μπορεί να διαβεβαιώσει ότι οι εν λόγω μεταρρυθμίσεις εφαρμόζονται στην πράξη. Συχνά είναι πιο εύκολο για τις κυβερνήσεις να περικόψουν τις δημόσιες δαπάνες από το να επιβάλουν λύσεις σε ισχυρές τράπεζες, εταιρείες ή συνδικάτα. Ως αποτέλεσμα, ακόμα και αν η κρίση προέρχεται από τον ιδιωτικό τομέα, το κόστος της σταθεροποίησης πέφτει συχνά δυσανάλογα περισσότερο πάνω στους δικαιούχους του δημόσιου τομέα.

Δεύτερον, ποιες είναι οι χώρες που θα πρέπει να χαράξουν νέα οικονομικά μονοπάτια; Η Γερμανία ωφελείται σημαντικά από το σημερινό σύστημα, στο οποίο οι ελλειμματικές χώρες πρέπει να κάνουν σχεδόν όλη την προσπάθεια της προσαρμογής προχωρώντας σε περικοπή δαπανών και η Γερμανία θα παρέχει τη χρηματοδότηση για να εξασφαλιστεί ότι θα αποπληρώσουν τα δάνειά τους, κάτι που χρησιμεύει επίσης για τη διάσωση των τραπεζών της βόρειας Ευρώπης και των ομολογιούχων. Το νέο δημοσιονομικό σύμφωνο θα το θεσμοποιήσει αυτό. Ωστόσο, επιβάλλοντας το αρχικό κόστος της ανάκαμψης στις ελλειμματικές χώρες με τη μορφή της λιτότητας είναι πιθανό να αποτύχει τόσο ρεαλιστικά όσο και πολιτικά. Οικονομίες χωρίς ανάπτυξη δεν μπορούν να υποστηρίξουν ή να διατηρήσουν τη μείωση του χρέους ή τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ακόμη και επίσημες εκθέσεις της ΕΕ και του ΔΝΤ δεν ισχυρίζονται ότι οι τρέχουσες πολιτικές θα δημιουργήσουν βιώσιμη ανταγωνιστικότητα και σύγκλιση. Αυτός είναι ο λόγος που ακόμη και ο Μόντι, ο τεχνοκράτης Ιταλός πρωθυπουργός, πρόσφατα κατέστησε σαφές ότι οι ελλειμματικές χώρες θα μπορούσαν να αγκαλιάσουν τη λιτότητα και τις μεταρρυθμίσεις μόνο εφόσον η Γερμανία αλλάξει τις πολιτικές της ώστε να δεχτεί μεγαλύτερη επιβάρυνση για την προσαρμογή των ευρωπαϊκών οικονομιών.

Ο οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν αλλά και άλλοι υποστηρίζουν ότι μια τέτοια επιβάρυνση θα μπορούσε να έρθει με τη μορφή ενός περισσότερο συγκεντρωτικού ευρωπαϊκού φορολογικού φεντεραλισμού. Αν η Ευρώπη διέθετε μια κοινή πολιτική ταυτότητα που υποστηρίζει δημοσιονομικές μεταβιβάσεις μεταξύ των κυβερνήσεων - όχι διαφορετικές από τις μεταφορές κεφαλαίων μεταξύ των Πολιτειών των ΗΠΑ που πραγματοποιούνται μέσω της ομοσπονδιακής κυβέρνησης - οι χώρες της ευρωζώνης θα μπορούσαν να φέρουν τις οικονομίες τους σε ισορροπία. Αυτή η αναλογία δεν είναι απολύτως πειστική. Η Ευρώπη δεν είναι Αμερική. Η Ουάσιγκτον επιτρέπει στις Πολιτείες των ΗΠΑ να λειτουργούν κάτω από ένα ενιαίο νόμισμα, όχι μέσω φορολογικού φεντεραλισμού και τακτικών διασώσεων, αλλά μέσω κανόνων για τοπικούς ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς που υποστηρίζονται από -συχνά βίαιες- αποχωρήσεις επιχειρήσεων, κεφαλαίου και ανθρώπων προς πιο δυναμικές οικονομικά περιοχές. Όταν κατέρρευσε η παραδοσιακή μεταποίηση στο Μίτσιγκαν, η ομοσπονδιακή παρέμβαση δεν έσωσε την Πολιτεία από το να περάσει μια δεκαετία συρρίκνωσης πληθυσμού και εισοδημάτων. Απλώς οι κάτοικοι του Μίτσιγκαν και τα χρήματά τους μετακινήθηκαν προς Νότον. (Η έντονη διαμάχη σχετικά με τη διάσωση της αυτοκινητοβιομηχανίας αποδεικνύει ότι ήταν μια εξαίρεση). Επιπλέον, oι βόρειοι Ευρωπαίοι είναι ακόμη λιγότερο διατεθειμένοι να υποστηρίξουν μεγάλες άμεσες μεταβιβάσεις σε ξένους γείτονές τους από όσο οι Αμερικανοί στις νότιες πολιτείες είναι πρόθυμοι να διασώσουν το Μίτσιγκαν. Αν και οι βόρειοι Ευρωπαίοι έχουν αποδεχθεί τις ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές διασώσεις προς το παρόν, τα κεφάλαια αυτά είναι ανεπαρκή για να σώσουν μεγάλες χώρες, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, και έτσι δεν έχουν υποσκελίσει την ανάγκη για μια πιο ουσιαστική σύγκλιση.

Δεδομένου ότι η λιτότητα και ο φορολογικός φεντεραλισμός δεν μπορούν να αντέξουν όλο το βάρος της προσαρμογής, ιδίως για τις μεγάλες οφειλέτριες χώρες, η σύγκλιση της Ευρώπης θα απαιτήσει επίσης μια μετατόπιση των εσωτερικών πολιτικών της Γερμανίας και άλλων πλεονασματικών χωρών. Το Βερολίνο πρέπει να κινηθεί για να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες του, τους μισθούς του και την κατανάλωση με ταχύτερο ρυθμό. Αυτό θα βοηθήσει να γεφυρωθεί το χάσμα ανταγωνιστικότητας μεταξύ πλεονασματικών και ελλειμματικών χωρών, θα ενθαρρύνει τις χώρες με έλλειμμα να αναπτυχθούν και να εξάγουν περισσότερο και θα μειώσει τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών σε ολόκληρη τη νότια Ευρώπη. Μια πτώση στην αξία του ευρώ θα έχει συμπληρωματικό, αλλά ασθενέστερο, αποτέλεσμα. Στη Γερμανία, μια τέτοια αλλαγή θα μπορούσε να κερδίσει και την υποστήριξη των συνδικάτων, του τομέα παροχής υπηρεσιών, του δημόσιου τομέα και των αριστερών κομμάτων, καθώς όλοι θα επωφεληθούν άμεσα από αυτές τις πολιτικές. Το κόλπο είναι να πεισθεί η εξαγωγική βιομηχανία της Γερμανίας, τα γεράκια του πληθωρισμού και ο συντηρητικός συνασπισμός της Μέρκελ ότι τα μακροπρόθεσμα οφέλη από ένα σταθερό νόμισμα υπερτερούν των κινδύνων του πληθωρισμού και των δεσμεύσεων της χώρας να διασώσει τους γείτονές της. Οι Γερμανοί καγκελάριοι έχουν ιστορικά υπάρξει πιο πρόθυμοι από τους νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους και τους κεντρικούς τραπεζίτες στο να εξετάσουν την αύξηση των δαπανών και των μισθών, ιδιαίτερα κοντά σε προεκλογικές περιόδους.

Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι η Γερμανία κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, παρά τα όσα οι πολιτικοί και οι διπλωμάτες της λένε μερικές φορές. Το κόστος της αδράνειας βραχυπρόθεσμα είναι πολύ υψηλό. Όμως, ελλείψει μια βαθύτερης σύγκλισης, τα μακροπρόθεσμα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη της ευρωζώνης συσσωρεύονται στην αντίθετη πλευρά της επιτυχίας. Το αν η Γερμανία θα πάρει τελικά τις δύσκολες πολιτικές αποφάσεις που απαιτούνται για να σώσει το ευρώ ή δεν τις πάρει, κατά πάσα πιθανότητα θα εξαρτηθεί από το περίγραμμα της επόμενης χρηματοπιστωτικής κρίσης.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑ

Πολλοί Ευρωπαίοι διαμαρτύρονται ότι η κρίση έχει αποκαλύψει ότι η ΕΕ είναι αντιδημοκρατική. Ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα φαίνονται αποστασιοποιημένα, τεχνοκρατικά και άδικα για τους κοινούς ανθρώπους, όπως έχουν υποστηρίξει οι μελετητές Timothy Garton Ash και Larry Siedentop, μεταξύ πολλών άλλων . Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι εν λόγω ισχυρισμοί περιλαμβάνουν μικρή αλήθεια. Η ΕΕ εξακολουθεί να ελέγχεται αυστηρά από εκλεγμένους πολιτικούς σε εθνικό επίπεδο. Βέβαια, κάθε χώρα παραδίδει κάποιον μονομερή έλεγχο επί της εσωτερικής πολιτικής της, αλλά σε αντάλλαγμα εξασφαλίζει επιρροή στις πολιτικές των άλλων χωρών που την επηρεάζουν. Στην ΕΕ, η ταυτόχρονη λήψη αποφάσεων από τις εθνικές υπηρεσίες και τους εκλεγμένους με άμεσο τρόπο ευρωβουλευτές, δημιουργούν μια μορφή περιορισμένης κυβέρνησης που θα έκανε περήφανους τον Τζον Λοκ και τον Τζέιμς Μάντισον. Κανενός τα δημοκρατικά δικαιώματα δεν περιορίζονται για όσο διάστημα οι πολίτες του κάθε κράτους μέλους επιλέγουν ελεύθερα να δρουν ενωτικά και η συνεργασία συντηρεί την ίδια δημόσια εισροή και διαφάνεια που οι Ευρωπαίοι περιμένουν στην χάραξη της εσωτερικής πολιτικής.

Κρίνοντας από αυτό το πρότυπο της δημοκρατίας, όμως, το ενιαίο νόμισμα έχει βρεθεί πάντα να υπολείπεται. Το πρόβλημα δεν είναι ο ρόλος των τεχνοκρατικών κεντρικών τραπεζών, ή ακόμη και των προσωρινών τεχνοκρατικών κυβερνήσεων. Σχεδόν κάθε σύγχρονη χώρα δέχεται ότι μια αξιόπιστη δέσμευση στη νομισματική σταθερότητα απαιτεί από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες να είναι πιο αυτόνομες από τα κοινοβούλια ή τους προέδρους. Το πρόβλημα είναι μάλλον ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι πιο ανεξάρτητη από οποιαδήποτε άλλη συγκρίσιμη εθνική κεντρική τράπεζα - χωρίς καμιά προφανή τεχνοκρατική ή δημοκρατική δικαιολογία. Ο λόγος, αντίθετα, είναι πολιτικός: Ήταν το αντάλλαγμα στη Γερμανία για τη δημιουργία του ευρώ. Το αποτέλεσμα είναι ένα σύστημα που κλίνει προς τις γερμανικές προτεραιότητες: τον χαμηλό πληθωρισμό, την λιτότητα και την εξόφληση των πιστωτών.

Τα πολιτικά και κοινωνικά κόστη της προσαρμογής σε ένα κοινό νόμισμα, εν τω μεταξύ, έχουν πέσει δυσανάλογα επάνω στις πλάτες των φτωχών και των αδύναμων. Κατά τα τελευταία δύο χρόνια, η ΕΕ έχει κάνει εκκλήσεις για μειώσεις του ελάχιστου μισθού και των κρατικών δαπανών, αλλά ζήτησε λιγότερα από τους εύπορους πολίτες, τους τραπεζίτες και τους πολίτες των πλεονασματικών χωρών. Ένα δικαιότερο σύστημα θα απαιτούσε καλύτερη εφαρμογή της είσπραξης του φόρου εισοδήματος (κατά μέσο όρο, οι πλούσιοι Έλληνες παρακρατούν παράνομα το ένα τέταρτο από αυτά που χρωστούν σε φόρο), καθώς και μεταρρυθμίσεις στη στέγαση και τις επιχειρηματικές πρακτικές. Παρακολουθώντας τις τεχνοκρατικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα, την Ιταλία και αλλού να συμφωνούν να επιβάλουν αυτό που φαίνεται να είναι μονόπλευρες πολιτικές υποστηριζόμενες από τις ευρωπαϊκές Αρχές, φυσικά, πολλοί πολίτες γίνονται νευρικοί.

Το πρόβλημα αυτό καθιστά σαφές ότι μια πιο ισορροπημένη ευρωζώνη, την οποία χρειάζεται τόσο η Γερμανία όσο και οι χρεωμένες χώρες, δεν είναι απλώς μια ρεαλιστική ανάγκη: αποτελεί δημοκρατικό επιτακτικό καθήκον. Ωστόσο, παρά τις σοβαρές διαρθρωτικές αποκλίσεις της, στο τέλος της ημέρας, αν η Ευρωζώνη καταρρεύσει, θα είναι λόγω της αφθονίας της δημοκρατίας όσο και της έλλειψής της. Η απόκλιση μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών αντανακλά τις τοπικές προτεραιότητες και προτιμήσεις. Καμιά μακροπρόθεσμη λύση στα δεινά της Ευρώπης δεν μπορεί να επιβληθεί σε ένα κράτος μέλος χωρίς τη συγκατάθεση της κυβέρνησής του, καθώς και κάθε κυβέρνηση - ακόμα και οι τεχνοκρατικές κυβερνήσεις που τώρα κυβερνούν στην Αθήνα και τη Ρώμη -απαιτούν μια εκλογική εντολή. (Η Ιρλανδία προχώρησε ακόμη περισσότερο για την εξασφάλιση δημοκρατικής συναίνεσης, όταν, τον Φεβρουάριο, ανακοίνωσε ότι θα θέσει το σύμφωνο δημοσιονομικής σταθερότητας της ΕΕ σε δημοψήφισμα εντός του τρέχοντος έτους). Οι δημοκρατικές κυβερνήσεις συχνά δυσκολεύονται να δεσμευτούν για τον τύπο των μακροπρόθεσμων μεταρρυθμίσεων που αμφότερες η βόρεια και η νότια Ευρώπη απαιτούν σήμερα. Στην περίπτωση αυτή, εάν δεν μπορέσουν, τότε το ευρώ δεν θα παραμείνει βιώσιμο.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΙΔΥΛΙΟΥ;

Η κρίση του ευρώ θα διαμορφώσει όχι μόνο τη μοίρα του ενιαίου νομίσματος, αλλά και το μέλλον ολόκληρης της ηπείρου. Η πρόσφατη αναταραχή έχει καταστήσει σαφές ότι η ευθυγράμμιση των ευρωπαϊκών εσωτερικών πολιτικών αποτελεί προϋπόθεση για την αμοιβαία επωφελή συνεργασία. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπου τα βασικά εθνικά συμφέροντα και ο τρόπος των κανονισμών έχουν συγκλίνει, όπως στον τομέα του εμπορίου, οι κυβερνήσεις έχουν αναπτύξει ισχυρούς κανόνες για να συντονίσουν τις πολιτικές τους, και αυτές οι πολιτικές έχουν παραμείνει σταθερές μέσα στην κρίση. Στους τομείς όπου οι χώρες δεν εναρμόνισαν τις πολιτικές τους, οι κανόνες παραμένουν προαιρετικοί και σε μεγάλο βαθμό εθνικοί. Έτσι, το αποτέλεσμα της κρίσης του ευρώ θα εξαρτηθεί από το πόσο καλά η βόρεια και η νότια Ευρώπη μπορούν να κλείσουν τα κενά στην μακροοικονομική συμπεριφορά τους. Αλλά οι δυσκολίες στο να μπορέσουν οι ευρωπαϊκές χώρες να υιοθετήσουν παρόμοιες νομισματικές πολιτικές δείχνουν ότι οι ηγέτες της ΕΕ μπορεί να έχουν προχωρήσει την εναρμόνιση όσο μπορεί να πάει.

Από την άποψη αυτή, η κρίση του ευρώ είναι μόνο η τελευταία εξέλιξη σε μακρά πορεία δύο δεκαετιών προς τη σταθεροποίηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Κατά το χρόνο της Συνθήκης του Μάαστριχτ, πολλοί παρατηρητές της ΕΕ ανέμεναν να ξεκινήσει να ρυθμίζει όλο και περισσότερες πολιτικές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για την κοινωνική πρόνοια, την περίθαλψη, τις συντάξεις, την ποινική δικαιοσύνη, την εκπαίδευση, τα ζητήματα του πολιτισμού και της γλώσσας, των τοπικών υποδομών, την εθνική πολιτική, και, πάνω απ' όλα, τη φορολογία και τις δημοσιονομικές προτεραιότητες. Λίγα από αυτά έγιναν, και η Ευρώπη προωθεί σήμερα λίγες πολιτικές που ανοίγουν νέα πεδία για συνολική ρύθμιση. Σήμερα, τα ευρωπαϊκά κράτη διατηρούν πολύ περισσότερο έλεγχο από όσο οι Βρυξέλλες σε θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων, μετανάστευσης, πνευματικής ιδιοκτησίας και κοινωνικής πολιτικής. Και όταν η ΕΕ ξεκινήσει μια νέα κεντρική πολιτική, είναι σπάνιο κάθε κυβέρνηση να την συνυπογράψει ή να την εφαρμόσει πλήρως. Δεν χρησιμοποιεί κάθε μέλος της ΕΕ το ευρώ, όπως ακριβώς δεν τηρεί κάθε μέλος της ΕΕ τη συμφωνία Σένγκεν η οποία περιορίζει τους ελέγχους στα σύνορα, ή δεν συμμετέχει σε όλες τις δράσεις εξωτερικής πολιτικής και άμυνας της ΕΕ.

Ωστόσο, τίποτε από αυτά δεν δικαιώνει τους ευρω-πεσιμιστές. Καμία χώρα δεν έχει προβεί σε σοβαρή πρόκληση για οποιαδήποτε από τις βασικές δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ούτε κανένας σπουδαίος ευρωπαίος πολιτικός υποστήριξε την έξοδο από την ΕΕ, καθώς αυτό θα ισοδυναμούσε με οικονομική αυτοκτονία. Οι Βρυξέλλες συνεχίζουν να διαχειρίζονται περίπου το 10% των εθνικών πολιτικών, από τη ρύθμιση των επιχειρήσεων ως την ευρωπαϊκή μετανάστευση, στο πλαίσιο ενός ενιαίου νομικού συστήματος. Η Ένωση έχει πρόσφατα επεκταθεί, από 12 μέλη κατά τη στιγμή της Συνθήκης του Μάαστριχτ σε 27 σήμερα, κάνοντας μια διαρκή κίνηση προς το άνοιγμα των αγορών, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου στο πέρασμά της. Οι χώρες δεν έχουν ανταποκριθεί στην κρίση του ευρώ με στροφή προς τον προστατευτισμό ή με το να αρνούνται να εφαρμόσουν τις πολιτικές της ΕΕ, επειδή η συνεργασία στους τομείς αυτούς στηρίζεται σταθερά στο κοινό συμφέρον. Η ίδια η κρίση του ευρώ επέτρεψε στις ευρωπαϊκές πολιτικές να ενταθούν σε υφιστάμενους τομείς, όπως η νομισματική και τραπεζική ρύθμιση. Και ακόμη και η κατάρρευση του ευρώ δεν θα θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξη της ΕΕ, παρά τα όσα μερικοί σχολιαστές όπως ο Walter Laqueur και ο Wolfgang Münchau έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει. Όποια και αν είναι η έκβαση της κρίσης, η ΕΕ θα παραμείνει χωρίς αντίπαλο ως το πιο φιλόδοξο και επιτυχές παράδειγμα εθελοντικής διεθνούς συνεργασίας στην παγκόσμια ιστορία.

Παρόλα αυτά, η κρίση σηματοδοτεί ότι η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει φτάσει σε ένα φυσικό πλάτωμα, τουλάχιστον για το ορατό μέλλον, και βασίζεται σε μια ρεαλιστική κατανομή μεταξύ της πολιτικής των εθνικών και των υπερεθνικών πολιτικών. Η κίνηση προς μια «διαρκώς στενότερη ένωση» την οποία οι ιδρυτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης ονειρεύονταν όταν υπέγραψαν τη Συνθήκη της Ρώμης το 1957 θα πρέπει να σταματήσει σε κάποιο σημείο. Δεν θα υπάρξει ποτέ ένα συνολικό ευρωπαϊκό ομοσπονδιακό κράτος. Αλλά στο πλαίσιο της όλο και περισσότερο σαφούς εντολής για μια σταθερή συνταγματική διευθέτηση, η Ευρώπη θα συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις ενός ολοένα και πιο αλληλοεξαρτώμενου κόσμου.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/137421/andrew-moravcsik/europe-af...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr