Η Ευρώπη μετά την κρίση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ευρώπη μετά την κρίση

Πώς μπορεί να διατηρηθεί το κοινό νόμισμα
Περίληψη: 

Καθώς η Ευρώπη βγαίνει από την οικονομική κρίση, μια μεγαλύτερη πρόκληση παραμένει: να γίνει τελικά η ευρωζώνη μια βέλτιστη νομισματική ζώνη, με τόσο παρόμοιες οικονομίες που να μπορούν να διατηρήσουν μια ενιαία νομισματική πολιτική. Το να επιτευχθεί κάτι τέτοιο θα είναι δύσκολο και δαπανηρό, αλλά το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης εξαρτάται από αυτό.

Ο ANDREW MORAVCSIK είναι καθηγητής Πολιτικών και Διεθνών Υποθέσεων και διευθυντής του προγράμματος Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Σχολή Δημοσίων και Διεθνών υποθέσεων Woodrow Wilson στο πανεπιστήμιο Πρίνστον.

Εξ αρχής, το ευρώ βασιζόταν σε ένα στοίχημα. Όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποφάσισαν την νομισματική ένωση το 1992, στοιχημάτισαν ότι οι ευρωπαϊκές οικονομίες θα συγκλίνουν μεταξύ τους: οι επιρρεπείς στα ελλείμματα χώρες της νότιας Ευρώπης θα υιοθετήσουν γερμανικά οικονομικά πρότυπα - χαμηλότερο πληθωρισμό και αυξήσεις μισθών, αύξηση αποταμίευσης και περιστολή δαπανών - και η Γερμανία θα γίνει λίγο περισσότερο σαν τον Νότο αποδεχόμενη περισσότερο κράτος, μεγαλύτερη ιδιωτική κατανάλωση, υψηλότερους μισθούς και πληθωρισμό. Αυτό δεν συνέβη. Τώρα, με το ευρώ σε κρίση, οι αληθινές επιπτώσεις αυτού του στοιχήματος γίνονται σαφείς.

Κατά τα τελευταία δύο χρόνια, τα κράτη μέλη της ευρωζώνης έχουν κάνει μια αξιοπρόσεκτη προσπάθεια διαχείρισης των βραχυπρόθεσμων συμπτωμάτων της κρίσης, παρότι οι δαπάνες ήταν μεγάλες. Ωστόσο, η μακροπρόθεσμη πρόκληση παραμένει: να καταστούν οι ευρωπαϊκές οικονομίες συγκλίνουσες, δηλαδή, να εξασφαλιστεί ότι οι εγχώριες μακροοικονομικές συμπεριφορές είναι αρκετά παρόμοιες τόσο που να επιτρέπεται η ενιαία νομισματική πολιτική και σε λογικό κόστος. Για να συμβεί αυτό, οι πιστώτριες χώρες, όπως η Γερμανία, και οι χώρες με έλλειμμα στη νότια Ευρώπη πρέπει να ευθυγραμμίσουν τις τάσεις τους επί των δημόσιων δαπανών, της ανταγωνιστικότητας, του πληθωρισμού κ.λπ.

Η ευθυγράμμιση των οικονομιών της ηπείρου θα απαιτήσει από την Ευρώπη κατ' αρχήν να απορρίψει τις συνήθεις λανθασμένες διαγνώσεις της σημερινής κρίσης. Το πρόβλημα δεν προέρχεται κατά κύριο λόγο από τη σπάταλη του δημόσιου τομέα ή τον χρεοκοπημένο ιδιωτικό τομέα στις χώρες - οφειλέτες. Είναι μάλλον το αποτέλεσμα μιας θεμελιώδους ανισορροπίας στην ζώνη του ενιαίου νομίσματος, η οποία εφαρμόζει μια ενιαία νομισματική πολιτική και ενιαίο μηχανισμό συναλλαγματικής ισοτιμίας σε μια ομάδα διαφορετικών χωρών. Οι προτάσεις πολιτικών δημοσιονομικής λιτότητας, η εξονυχιστική διαχείριση των εθνικών προϋπολογισμών, ο φορολογικός φεντεραλισμός, οι διασώσεις ή τα τεράστια κεφάλαια για να εξορκιστούν οι κερδοσκόποι, δεν αρκούν για να λύσουν αυτό το πρόβλημα. Αντ' αυτού, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να εμπιστεύονται ουσιαστικά τον δημοκρατικό χαρακτήρα της ΕΕ, ο οποίος θα τους ενθαρρύνει να κατανείμουν το κόστος της σύγκλισης δικαιότερα εντός και μεταξύ των χωρών. Το βάρος πρέπει να μετατοπιστεί από τον δημόσιο τομέα στην Ευρώπη και τις χώρες του ελλείμματος στον ιδιωτικό τομέα και τις πλεονασματικές χώρες. Εάν αυτό δεν συμβεί, η επιβίωση του ευρώ θα πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση και η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει μια μακροπρόθεσμη οικονομική καταστροφή που θα μπορούσε να αποφορτίσει τον πλούτο και τη δύναμή της για το υπόλοιπο της τρέχουσας δεκαετίας ίσως και πέραν αυτής.

ΕΝΑ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΜΕ ΡΙΣΚΟ

Από τότε που στην Ευρώπη άρχισαν να συνεργάζονται για νομισματικά θέματα στη δεκαετία του 1970, σχεδόν κάθε συμφωνία αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης με όρους που κατά κύριο λόγο έθετε η Γερμανία. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, η οποία δέσμευσε τους ευρωπαίους στο ευρώ, δεν αποτελούσε εξαίρεση. Βασικό κίνητρο της Γερμανίας για ένα ενιαίο νόμισμα, σε αντίθεση με την πλέον διαδεδομένη άποψη, δεν ήταν ούτε για την ενίσχυση της επανένωσης, ούτε για την υλοποίηση ενός ιδεαλιστικού ομοσπονδιακού συστήματος με στόχο την ευρωπαϊκή πολιτική ένωση. Ήταν μάλλον για να προωθήσει την δική της οικονομική ευημερία μέσω των ανοικτών αγορών, μια ανταγωνιστική συναλλαγματική ισοτιμία και μια αντιπληθωριστική νομισματική πολιτική. Τα περισσότερα στελέχη των γερμανικών επιχειρήσεων και των γερμανικών κυβερνήσεων πίστευαν τότε και πιστεύουν και σήμερα ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα υποστηριζόταν καλύτερα μέσω ανεξάρτητων κεντρικών τραπεζών σαν την δική τους Bundesbank, η οποία σχεδόν πάντα δίνει προτεραιότητα στον χαμηλό πληθωρισμό έναντι της ανάπτυξης ή της απασχόλησης.

Στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία και άλλες χώρες που είχαν παραδοσιακά πιο αδύναμο νόμισμα, οι πολιτικοί είδαν την νομισματική ένωση εν μέρει ως μέσο για να μιμηθούν την επιτυχία της Γερμανίας με το να δεσμευτούν σε χαμηλό πληθωρισμό και χαμηλά επιτόκια, σε μεταρρύθμιση των δομών των οικονομιών τους και την ενθάρρυνση των διασυνοριακών επενδύσεων. Ωστόσο, είδαν επίσης το ευρώ ως μέσο για να φέρουν τη Γερμανία πιο κοντά στα δικά τους οικονομικά μοντέλα, χαλαρώνοντας έτσι τους εξωτερικούς περιορισμούς και τις ανταγωνιστικές πιέσεις στις οικονομίες τους. Αυτές οι χώρες με αδύναμα νομίσματα είχαν υποστεί πολλές κρίσεις χρέους αλλά και συναλλαγματικές κρίσεις στη δεκαετία του 1970 και του 1980, κρίσεις που ξέσπασαν λόγω χασμάτων στις τιμές, τις δαπάνες και τους μισθούς μεταξύ αυτών και της Γερμανίας. Για να αποφευχθεί η επανάληψη του φαινομένου αυτού, ήλπιζαν να ενθαρρύνουν τη Γερμανία να δεχτεί μια ευρωπαϊκή δομή που θα επιτρέψει υψηλότερες εγχώριες δαπάνες, αυξήσεις μισθών και πληθωρισμού. Οι δύο προσεγγίσεις θα συναντώντο κάπου στη μέση.

Δεν πέτυχε. Ακόμα και ο Ζακ Ντελόρ, ο οποίος ήταν πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 1985 έως το 1995 και ο οποίος συχνά θεωρείται ως ο πατέρας του ευρώ, μου είπε λίγο μετά τη διαπραγμάτευση για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ ότι είδε το ενιαίο νόμισμα ως μια αποτυχία, διότι είχε αποτύχει να πείσει τους Γερμανούς να συμβιβαστούν. Η αδιαπραγμάτευτη απαίτηση του Βερολίνου σε αντάλλαγμα για τη νομισματική ένωση, ήταν μια ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα που θα είναι ακόμη πιο ανεξάρτητη ήδη από το σχεδιασμό της, και με εντολή για ακόμα πιο αντι-πληθωριστική δράση από όσο η παλιά Bundesbank. Δεν έγινε καμία πρόβλεψη για δημοσιονομικές μεταβιβάσεις ή διασώσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών.