Νέα όπλα στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Νέα όπλα στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής

Ποιά είναι και πώς μπορούμε να τα διαχειριστούμε

Η στρατηγική για τη μείωση της αιθάλης από τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής προϋποθέτει, επίσης, την εφαρμογή πιο αποτελεσματικών τεχνολογιών, μαζί με τη στροφή προς το φυσικό αέριο και την εγκατάσταση εξοπλισμού ελέγχου της αέριας ρύπανσης, όπως πλυντρίδες και φίλτρα σε μονάδες που καίνε άνθρακα. Στα περισσότερα μέρη, μεταρρυθμίσεις αποδεκτές από την αγορά θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση σε αυτές τις αλλαγές. Στην Ινδία, η απορρύθμιση και αναδιάρθρωση των κρατικών εταιριών, οδήγησε σε αύξηση του ανταγωνισμού μεταξύ των προμηθευτών τεχνολογίας και των χειριστών ενεργειακών μονάδων. Ως αποτέλεσμα, οι πιο νέες μονάδες της χώρας, που λειτουργούν με άνθρακα, είναι ριζικά αποτελεσματικότερες.

Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας, δεκάδες ερευνητικές ομάδες παρουσίασαν αποτελεσματικές και χαμηλού κόστους μεθόδους για τη μείωση των τιμών της αιθάλης και των τριών άλλων βραχύβιων ρυπαντών του θερμοκηπίου. Πέρυσι, το UNEP συνόψισε το έργο τους τονίζοντας τα δυνητικά οφέλη από την εγκατάσταση νέων εστιών μαγειρικής, την κατασκευή πιο αποτελεσματικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και την αντιμετώπιση των διαρροών φυσικού αερίου κατά τη διαδικασία εξόρυξης στις γεωτρήσεις. Το UNEP κατέληγε στο συμπέρασμα ότι τέτοια μέτρα είναι σε θέση να οδηγήσουν στην κατά 40% μείωση των παγκόσμιων ανθρωπογενών εκπομπών μεθανίου και στην κατά σχεδόν 75% μείωση των παγκόσμιων εκπομπών μαύρου άνθρακα μέχρι το 2030. Αυτές οι μειώσεις θα μπορούσαν τελικά να αποτρέψουν τον θάνατο περίπου πέντε εκατομμυρίων ανθρώπων κάθε χρόνο και να διασφαλίσουν περίπου 140 εκατομμύρια τόνους καλαμποκιού, ρυζιού, και σόγιας, δηλαδή το 4% της παγκόσμιας ετήσιας παραγωγής. Τα μέτρα αυτά είναι σε θέση να μειώσουν κατά το ήμισυ την αναμενόμενη, για το διάστημα από τώρα μέχρι το 2050, άνοδο της θερμοκρασίας στον πλανήτη και να αυξήσουν δραματικά τις πιθανότητες αυτή να περιοριστεί στους 2 βαθμούς C.

Αυτοί οι στόχοι είναι φιλόδοξοι αλλά όχι εξωπραγματικοί. Η Κίνα και η Ινδία, οδηγούμενες από βραχυπρόθεσμα εθνικά συμφέροντα που καμία σχέση δεν έχουν με την κλιματική αλλαγή, ήδη καταβάλλουν προσπάθειες να ελαττώσουν την ατμοσφαιρική ρύπανση που πλήττει τις πόλεις τους και υπονομεύει την αγροτική παραγωγή τους. Η Κίνα έχει θέσει σε εφαρμογή ένα αναλυτικό πρόγραμμα για να τεκμηριώσει το οικονομικό κόστος της τοπικής ρύπανσης για την εθνική οικονομία και έχει θέσει την ενεργειακή αποδοτικότητα στο επίκεντρο των πιο πρόσφατων πενταετών πλάνων της. Στην Ινδία, οι δικαστικές αποφάσεις πιέζουν την εθνική κυβέρνηση να αναλάβει ενεργότερη δράση για τον έλεγχο της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.

Τον Φεβρουάριο, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν ότι επρόκειτο να ηγηθούν μιας ομάδας χωρών που θα συμπεριελάμβανε το Μπανγκλαντές, τον Καναδά και τη Σουηδία, σε μια νέα στρατηγική για την ελάττωση των βραχύβιων ρυπαντών. Στο πλαίσιο του UNEP, η πρωτοβουλία αυτή αποσκοπεί να βοηθήσει τις χώρες να προχωρήσουν στις μεγαλύτερες δυνατές μειώσεις, εφαρμόζοντας μια τακτική διακριτικών πιέσεων και ανταλλαγής πληροφοριών πάνω στις καλύτερες δυνατές πρακτικές. Εδώ και πολλά χρόνια, οι χώρες που ευθύνονται για το μεγαλύτερο μέρος της ρύπανσης ασκούσαν κριτική όσον αφορά τις κλιματικές συνομιλίες στον ΟΗΕ, θεωρώντας τις πολύ σκληρές. Η παραπάνω πρωτοβουλία θα μπορούσε να αποτελέσει ένα χρήσιμο συμπλήρωμα, αλλά για να έχει επιτυχία, η Κίνα και η Ινδία θα πρέπει να βρουν έναν τρόπο να συμμετάσχουν. Και οι δύο χώρες έχουν εκφράσει επιφυλάξεις για διπλωματικές πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ενοχλητικούς ελέγχους εκπομπών, καθώς επίσης και την καχυποψία τους μήπως οι προσπάθειες για περιορισμό των βραχύβιων ρυπαντών δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας ακόμη τρόπος ώστε τα βιομηχανικά κράτη να αποφύγουν την ανάληψη των ευθυνών τους για τις τόσες δεκαετίες εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα. Οι Κινέζοι και Ινδοί πολιτικοί οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι, στην πραγματικότητα, η τωρινή έμφαση στους βραχύβιους ρυπαντές θα τους επιτρέψει να στρέψουν τις κλιματικές διαπραγματεύσεις σε συζήτηση με τους δικούς τους όρους. Θα συμβάλει στη μείωση του φαινομένου του θερμοκηπίου, ενώ παράλληλα θα επιτρέψει στην Κίνα και στην Ινδία να εστιάσουν σε ρυπαντές τους οποίους είναι και πιο διατεθειμένες και πιο ικανές να ελέγξουν.

Μια επιτυχία όσον αφορά τους βραχύβιους ρυπαντές θα συμβάλει επίσης σε μια γενικότερη επανεκκίνηση της κλιματικής διπλωματίας. Οι περισσότερες κυβερνήσεις του κόσμου και οι μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις, δηλαδή παράγοντες των οποίων οι πολιτικές και οι επενδύσεις είναι ζωτικής σημασίας για την επίλυση του κλιματικού προβλήματος, εμφανίζονται ολοένα και πιο δύσπιστοι απέναντι σε κλιματικές συνομιλίες που αργοσέρνονται επί δεκαετίες και δεν έχουν επιφέρει παρά ελάχιστα χειροπιαστά αποτελέσματα. Μια σχετικά γρήγορη και εύκολη νίκη επί των βραχύβιων ρυπαντών ενδέχεται να ανατρέψει αυτήν τη στάση και να ενδυναμώσει τις προσπάθειες για τη διαχείριση του δυσκολότερου έργου, που είναι η ελάττωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.

ΑΠΟΔΕΧΟΜΕΝΟΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ

Όμως, ακόμη και μια ουσιαστική διεθνής προσπάθεια κατά των βραχύβιων ρυπαντών δεν πρόκειται να αποτρέψει μια αύξηση στη θερμοκρασία της γης, συνέπεια αναπόφευκτη αφού οι εκπομπές εξακολουθούν να επιβαρύνουν την ατμόσφαιρα. Επιπλέον, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, ακόμη και η συζήτηση γύρω από την προσαρμογή στα δεδομένα της κλιματικής αλλαγής ήταν θέμα-ταμπού, επειδή τόσο οι ακτιβιστές όσο και οι πολιτικοί λανθασμένα νόμιζαν ότι η συζήτηση και μόνο σχετικά με μια προετοιμασία επιβίωσης σε έναν θερμότερο πλανήτη θα έκανε την πρόληψη της υπερθέρμανσης να μοιάζει λιγότερο επείγουσα. Οι περισσότεροι από αυτούς συνειδητοποιούν τώρα ότι η προσαρμογή είναι απαραίτητη. Αυτό που εξακολουθεί να λείπει, ωστόσο, είναι μια στρατηγική καθοδήγησης της διεθνούς διπλωματίας γύρω από το ζήτημα.