Απρόσκλητοι στην αντιπολίτευση
Η Ουάσιγκτον μπορεί να θέλει τελικώς μια νέα κυβέρνηση στην Τεχεράνη, αλλά η κίνηση για την ανατροπή της σημερινής πρέπει να προέρχεται από το εσωτερικό της χώρας. Αν και όταν οι Ιρανοί από μόνοι τους κατέβουν στους δρόμους και πάλι, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να εκφράσουν την πλήρη υποστήριξη στον αγώνα τους, όπως έχει γίνει και για άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής.
Ο JAMES DOBBINS είναι πρώην υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ και διευθυντής του Κέντρου Διεθνούς Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας στον οργανισμό RAND.
Ο ALIREZA NADER είναι βασικός αναλυτής πολιτικών στον RAND.
- previous-disabled
- Page 1of 2
- next
Στο άρθρο του στο Foreign Affairs με τίτλο «Η πτώση της Τεχεράνης» [1], ο Michael Ledeen, μελετητής στο Ίδρυμα για την Υπεράσπιση των Δημοκρατιών (Foundation for the Defense of Democracies), υποστηρίζει ότι αμφότερες η απειλή για πόλεμο και η συνέχιση της επιβολής κυρώσεων δεν είναι ελκυστικές επιλογές ως απαντήσεις των δυτικών κυβερνήσεων στο ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Ο Ledeen προτείνει αντ' αυτού, οι Ηνωμένες Πολιτείες να προωθήσουν την αλλαγή του καθεστώτος στο Ιράν, προκειμένου να ανατραπεί το σημερινό σύστημα και να αντικατασταθεί με πιο μετριοπαθή στοιχεία. Ο Ledeen έχει δίκιο να παροτρύνει την υποστήριξη των ΗΠΑ για τη δημοκρατική αλλαγή στο Ιράν, αλλά κάνει λάθος σε αρκετές από τις βασικές παραδοχές του.
Κατ’ αρχήν, ο Ledeen ισχυρίζεται ότι οι κυρώσεις στο Ιράκ απέτυχαν και ως εκ τούτου δεν θα λειτουργήσουν ούτε στο Ιράν. Αυτό είναι λάθος: πέτυχαν να πιέσουν τον Σαντάμ Χουσεΐν να σταματήσει όλες τις εργασίες σχετικά με τα προγράμματα όπλων μαζικής καταστροφής και να καταστρέψει ό, τι όπλα είχε ήδη κατασκευάσει. Ομοίως, οι κυρώσεις αυξάνουν το κόστος του πυρηνικού προγράμματος για το ιρανικό καθεστώς και βλάπτουν το κύρος του στο εσωτερικό της χώρας και την επιρροή του στο εξωτερικό. Οι Ιρανοί ηγέτες μπορεί να μην είναι πρόθυμοι να καταργήσουν το πυρηνικό τους πρόγραμμα, αλλά δεν έχουν ακόμη αποφασίσει την δημιουργία πραγματικών πυρηνικών όπλων. Οι αυξανόμενες κυρώσεις είναι πιθανό να τους κάνουν ακόμη πιο επιφυλακτικούς.
Μερικές από τις υποθέσεις του Ledeen σχετικά με την κατάσταση της ιρανικής αντιπολίτευσης και την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να την υποστηρίξουν είναι επίσης προβληματικές. Όπως ο ίδιος σωστά υποστηρίζει, το Ιράν έχει τα βασικά συστατικά για τη δημιουργία ενός πιο δημοκρατικού πολιτικού συστήματος - έναν νεαρό, μορφωμένο και πολιτικά ενεργό πληθυσμό με μια μεγάλη μεσαία τάξη που θέλει να είναι μέρος της παγκόσμιας κοινότητας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα είναι, ωστόσο, ο ηθικός αυτουργός της δημοκρατικής επανάστασης στο Ιράν. Ο αγώνας για ένα δημοκρατικό μέλλον θα διαμορφωθεί από τους ίδιους τους Ιρανούς. Θα κερδίσουν ή θα αποτύχουν σε μεγάλο βαθμό από μόνοι τους.
Το καλύτερο - και, σε αυτό το σημείο, σχεδόν το μόνο - σίγουρο πράγμα που μπορεί να κάνει η Ουάσιγκτον για την προώθηση της δημοκρατίας στο Ιράν είναι να υποστηρίξει τις μεταβάσεις που έχουν ήδη ξεκινήσει στην Τυνησία, την Αίγυπτο, τη Λιβύη, και, ιδιαίτερα, τη Συρία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση και επιρροή σε αυτές τις χώρες από ό, τι στο Ιράν. Εν τω μεταξύ, οι Ιρανοί πολίτες εξακολουθούν να είναι διασυνδεδεμένοι με τον κόσμο. Παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς την υπόλοιπη περιοχή και θα θέλουν να μιμηθούν κάθε επιτυχή μετάβαση που λαμβάνει χώρα γύρω τους.
Όπως σημειώνει ο Ledeen, υπάρχει κάποια σύγκλιση μεταξύ των συμφερόντων των δημοκρατών του Ιράν και εκείνων των Ηνωμένων Πολιτειών. Για να οικοδομήσουν σ' αυτή την σύγκλιση, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να δώσουν έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα στο Ιράν, τώρα περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε.
Ωστόσο, υπάρχουν πολλά σημεία απόκλισης, ειδικά μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της ρεφορμιστικής (μεταρρυθμιστικής) ηγεσίας. Σύντομα αφότου ξεκίνησαν οι διαδηλώσεις ως απάντηση στις επίμαχες προεδρικές εκλογές του 2009, πολλοί διαδηλωτές άρχισαν να κάνουν έκκληση όχι μόνο για νέες εκλογές, αλλά και για τη δημιουργία ενός νέου κοσμικού κράτους, της Ιρανικής Δημοκρατίας, για να αντικαταστήσει την θεοκρατία που ιδρύθηκε το 1979. Οι ρεφορμιστές ηγέτες, δηλαδή ο Μιρ Χοσεΐν Μουσαβί, πρώην πρωθυπουργός, ο Μεχντί Καρουμπί, πρώην πρόεδρος του κοινοβουλίου, και ο Μοχάμεντ Χαταμί, πρώην πρόεδρος, δεν θέλουν καθόλου αυτό. Θέλουν μεταρρυθμίσεις, αλλά δεν οραματίζονται την αντικατάσταση του περίεργου μείγματος θεοκρατίας και δημοκρατίας στη δημιουργία του οποίου συνέβαλλαν και οι ίδιοι. Και έτσι οι πιο επαναστατικές αλλαγές, όπως η αναμόρφωση του ιρανικού συντάγματος, δεν είναι καν πάνω στο τραπέζι.
Ο Μουσαβί και ο Καρουμπί εξακολουθούν να πιστεύουν στην Ισλαμική Δημοκρατία. Απλώς βλέπουν τον Ανώτατο Ηγέτη Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, ως Καίσαρα, που έχει υπονομεύσει τη δημοκρατία που αυτοί βοήθησαν να δημιουργηθεί, μονοπωλώντας την εξουσία εις βάρος των εκλεγμένων οργάνων. Ο Χαταμί έχει φθάσει να επιδιώξει ως και μια διευθέτηση με το καθεστώς. Με την ψήφο του κατά τη διάρκεια των εκλογών του Μαρτίου του 2012 απέδειξε ότι εξακολουθεί να πιστεύει στην πολιτική διαδικασία του Ιράν. Η πράξη του φέρεται να έχει απογοητεύσει πολλούς οπαδούς του μεταρρυθμιστικού κινήματος. Ο Μουσαβί, ο Καρουμπί και ο Χαταμί δεν είναι φιλοαμερικανοί ούτε κατά φαντασίαν. Όντως, έχουν επικρίνει την πυρηνική πολιτική του ιρανικού καθεστώτος ως απερίσκεπτη. Αλλά στον πυρήνα των πεποιθήσεών τους είναι οι αριστερές ιδεολογίες που κυριάρχησαν στο Ιράν από την αρχή της επανάστασης, ανθεκτικές απέναντι σε αυτό που βλέπουν ως αμερικανικό και σιωνιστικό ιμπεριαλισμό. Μόλις καταλάβουν στην εξουσία, αυτοί οι μεταρρυθμιστές θα μπορούσαν να υιοθετήσουν πολιτικές πιο κοντά στα συμφέροντα των ΗΠΑ. Αλλά δύσκολα θα μπορούσαν να είναι οι εντολοδόχοι των ΗΠΑ όπως πολλοί Αμερικανοί τους φαντάζονται ότι είναι.
- previous-disabled
- Page 1of 2
- next