Οι BRICs ατύχησαν… | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι BRICs ατύχησαν…

Γιατί σταμάτησε η ανάπτυξη των «υπολοίπων» χωρών

Το πρόβλημα του να σκέπτεται κανείς με ακρωνύμια είναι ότι μόλις ένα τέτοιο ακρωνύμιο καθιερωθεί, τείνει να «κλειδώσει» τους αναλυτές σε μια κοσμοθεωρία που μπορεί σύντομα να ξεπεραστεί. Τα τελευταία χρόνια, η οικονομία και το χρηματιστήριο της Ρωσίας ήταν μεταξύ των πιο αδύναμων από τις αναδυόμενες αγορές, κυριαρχούμενα από μια πλούσια σε πετρέλαιο τάξη δισεκατομμυριούχων των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία ισούνται με το 20% του ΑΕΠ, μακράν το μεγαλύτερο μερίδιο που κατέχουν οι υπερπλούσιοι σε οποιαδήποτε σημαντική οικονομία. Αν και βαθιά εκτός ισορροπίας, η Ρωσία εξακολουθεί να αποτελεί μέλος των BRICs, έστω και μόνο επειδή ο όρος ακούγεται καλύτερα με R. Είτε οι ειδήμονες συνεχίσουν να χρησιμοποιούν το αρκτικόλεξο είτε όχι, οι λογικοί αναλυτές και οι επενδυτές πρέπει να παραμείνουν ευέλικτοι. Ιστορικά, οι εξωτικές χώρες που αναπτύσσονται με ρυθμό 5% ή και περισσότερο για μια δεκαετία - όπως η Βενεζουέλα το 1950, το Πακιστάν στη δεκαετία του 1960 ή το Ιράκ στη δεκαετία του 1970 - συνήθως σκοντάφτουν πάνω σε κάποια απειλή (πόλεμο, οικονομική κρίση, εφησυχασμό, κακή ηγεσία) πριν να μπορούν να καταγράψουν μια δεύτερη δεκαετία ισχυρής ανάπτυξης.

Η τρέχουσα μανία των οικονομικών προβλέψεων είναι να κάνουν προβολές τόσο μακριά στο μέλλον που κανείς δεν θα είναι εκεί για να κρατήσει λογαριασμό. Αυτή η προσέγγιση κοιτάζει πίσω, ας πούμε, στον δέκατο έβδομο αιώνα, όταν η Κίνα και η Ινδία αντιπροσώπευαν ίσως το ήμισυ του παγκόσμιου ΑΕΠ, και στη συνέχεια προς τα εμπρός σε έναν επερχόμενο «ασιατικό αιώνα», στον οποίο θα επανέλθει αυτή η υπεροχή. Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα κατά το οποίο μπορεί κανείς να βρει ξεκάθαρα αχνάρια στον παγκόσμιο οικονομικό κύκλο είναι περίπου μια δεκαετία. Ο τυπικός επιχειρηματικός κύκλος διαρκεί περίπου πέντε χρόνια, από το κάτω μέρος μιας ύφεσης στο κάτω μέρος της επόμενης, και οι πιο πραγματιστές επενδυτές περιορίζουν τις προοπτικές τους σε έναν ή δύο επιχειρηματικούς κύκλους. Από εκεί και πέρα, οι προβλέψεις συχνά καθίστανται ξεπερασμένες εξαιτίας της απρόβλεπτης εμφάνισης νέων ανταγωνιστών, νέου πολιτικού περιβάλλοντος ή νέων τεχνολογιών. Οι περισσότεροι CEOs (σ.σ.: δηλαδή οι διευθύνοντες σύμβουλοι εταιρειών) και οι μεγάλοι επενδυτές εξακολουθούν να περιορίζουν τις στρατηγικές τους για τρία, πέντε ή το πολύ επτά χρόνια και κρίνουν τα αποτελέσματα στο ίδιο χρονικό διάστημα.

Η ΝΕΑ ΚΑΙ Η ΠΑΛΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΑΞΗ

Στην δεκαετία που έρχεται, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρώπη και η Ιαπωνία το πιο πιθανό είναι να αναπτυχθούν αργά. Η νωθρότητά τους, όμως, θα φανεί λιγότερο ανησυχητική σε σύγκριση με την ακόμη μεγαλύτερη εικόνα στην παγκόσμια οικονομία, η οποία θα είναι η επιβράδυνση της ανάπτυξης της Κίνας στο 3% με 4%, η οποία είναι ήδη σε εξέλιξη, με ίσως πιο βαθιά επιβράδυνση αργότερα καθώς η οικονομία της θα συνεχίζει να ωριμάζει. Ο πληθυσμός της Κίνας είναι απλά πάρα πολύ μεγάλος και η γήρανσή του πολύ γρήγορη ώστε να μπορέσει η οικονομία της να συνεχίσει να αναπτύσσεται τόσο γρήγορα όσο τώρα. Με πάνω από το 50% των πολιτών της σήμερα να ζουν σε πόλεις, η Κίνα πλησιάζει αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «το σημείο καμπής Lewis»: το σημείο στο οποίο το πλεονάζον εργατικό δυναμικό μιας χώρας από τις αγροτικές περιοχές έχει εξαντληθεί σε μεγάλο βαθμό. Αυτό είναι το αποτέλεσμα τόσο της εκτεταμένης μετανάστευσης στις πόλεις κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών όσο και της συρρίκνωσης του εργατικού δυναμικού εξαιτίας της «πολιτικής του ενός παιδιού». Σε εύθετο χρόνο, η σημερινή αίσθηση πολλών Αμερικανών ότι οι ασιατικοί «οδοστρωτήρες» θα προσπεράσουν ταχύτατα την οικονομία των ΗΠΑ, θα μείνει στην ιστορία ως μια από τις περιοδικές εξάρσεις παράνοιας στην χώρα, παρόμοια με την ανησυχία που συνόδευσε την άνοδο της Ιαπωνίας στη δεκαετία του 1980.

Καθώς η ανάπτυξη επιβραδύνεται στην Κίνα και στον προηγμένο βιομηχανικό κόσμο, οι χώρες αυτές θα αγοράζουν λιγότερα από τις εξαγωγικές ομολόγους τους χώρες, όπως η Βραζιλία, η Μαλαισία, το Μεξικό, η Ρωσία και η Ταϊβάν. Κατά τη διάρκεια της ταχείας ανάπτυξης την περασμένη δεκαετία, ο μέσος όρος του εμπορικού ισοζυγίου ως ποσοστό του ΑΕΠ στις αναδυόμενες αγορές σχεδόν τριπλασιάστηκε στο 6%. Αλλά από το 2008, το εμπόριο έχει πέσει στο παλαιό μερίδιό του κάτω από 2%. Οι εξαγωγικές αναδυόμενες αγορές θα πρέπει να βρουν νέους τρόπους για την επίτευξη ισχυρής ανάπτυξης και οι επενδυτές αναγνωρίζουν ότι πολλές από αυτές τις χώρες είναι πιθανό να αποτύχουν να το πράξουν: το πρώτο εξάμηνο του 2012, η διαφορά μεταξύ της αξίας των μεγάλων χρηματιστηρίων των αναδυόμενων αγορών με τις καλύτερες επιδόσεις έναντι της αξίας εκείνων με τις χειρότερες επιδόσεις εκτοξεύτηκε από το 10% έως το 35%. Μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια, ως εκ τούτου, το φυσιολογικό στις αναδυόμενες αγορές θα μοιάζει πολύ όπως το φυσιολογικό της δεκαετίας του 1950 και του 1960, όταν η ανάπτυξη ήταν κατά μέσο όρο περίπου 5% και στον σχετικό αγώνα πολλοί έμεναν πίσω. Αυτό δεν συνεπάγεται μια επανεμφάνιση του Τρίτου Κόσμου της δεκαετίας του 1970, που αποτελείτο από ομοιόμορφα υπανάπτυκτα έθνη. Ακόμη και σε εκείνες τις εποχές, ορισμένες αναδυόμενες αγορές όπως η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν, είχαν αρχίσει να ανθίζουν αλλά η επιτυχία τους επισκιάστηκε από τη δυστυχία σε μεγαλύτερες χώρες όπως η Ινδία. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι οι οικονομικές επιδόσεις των χωρών με αναδυόμενες αγορές θα πρέπει να διαφοροποιούνται σε μεγάλο βαθμό.